Μεταρρυθμίσεις και οργανωμένα συμφέροντα

Μεταρρυθμίσεις και οργανωμένα συμφέροντα

Του Δημήτρη Σκάλκου

Σύμφωνα με έναν ικανό αριθμό σχετικών μελετών, η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών που προωθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Την ίδια όμως στιγμή, η οικονομία παραμένει πεισματικά καθηλωμένη στη στασιμότητα. Είναι βέβαια αληθές ότι, τα αποτελέσματα των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων σπανίως είναι άμεσα καθώς αυτές αποδίδουν σε βάθος χρόνου (ορισμένες μάλιστα ακόμη και σε ορίζοντα δεκαετίας), τα ζητήματα του τρόπου εφαρμογής τους (όπως η ιεράρχηση και ο χρόνος των μεταρρυθμίσεων) επηρεάζουν την αποδοτικότητά τους, ενώ το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον (πολιτική αβεβαιότητα, ελλιπής χρηματοδότηση της οικονομίας) μπορεί να τις ενισχύσει ή να τις ακυρώσει.

Ωστόσο, αυτές οι αναγκαίες παρατηρήσεις δεν ερμηνεύουν πλήρως την φανερή αποτυχία στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, κάτι που επιτείνει τη σύγχυση που επικρατεί στο δημόσιο διάλογο: τελικά, οι μεταρρυθμίσεις συνιστούν μια αναποτελεσματική, ιδεοληπτική και περιττή απορρύθμιση, όπως ισχυρίζονται οι πολέμιοί τους ή, αντίθετα, μεταρρυθμίσεις απλά δεν γίνονται σύμφωνα με τους υπερμάχους τους;

Η πρόσφατη περιοδική οικονομική επισκόπηση του ΟΟΣΑ για τη χώρα μας (OECD Economic Surveys- Greece, Μάρτιος 2016) φαίνεται να εξηγεί την παραπάνω παραδοξότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο σημεία στα οποία επιλέγουμε να σταθούμε:

Πρώτον, αν και στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων το νομοθετικό έργο των διαδοχικών κυβερνήσεων είναι γενικά ικανοποιητικό, η εφαρμογή τους συνιστά μία εντελώς διαφορετική ιστορία. Έτσι, η Ελλάδα εμφανίζει συγκριτικά το (σημαντικά) μικρότερο ποσοστό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ανάμεσα στις χώρες που κλήθηκαν να εφαρμόσουν προγράμματα προσαρμογής (βλ. παρακάτω γράφημα). Τούτο σε οικονομικό επίπεδο επιτείνει την ύφεση και υπονομεύει την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα. Σε πολιτικό επίπεδο, η καθυστερημένη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων καταδεικνύει τις ισχυρές αντιστάσεις των οργανωμένων συμφερόντων, την ελλιπή τεχνογνωσία της δημόσιας διοίκησης, αλλά και την «κουτοπόνηρη» στάση των κυβερνώντων (ψηφίζουμε τώρα και μετά βλέπουμε…). Υπό αυτή την οπτική, θεωρούμε ότι και η τωρινή κυβέρνηση δεν θα αντιμετωπίσει ουσιαστικό πρόβλημα στην υπερψήφιση των ζητούμενων μέτρων.

 

Δεύτερον, η προώθηση των συμφωνηθέντων μεταρρυθμίσεων υπήρξε ανισοβαρής. Έτσι πχ., στο πεδίο των αγορών εργασίας η Ελλάδα παρουσίασε σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο, περνώντας από μία στρεβλά οργανωμένη δυαδική αγορά εργασίας που προστάτευε τους «εντός των τειχών» εργαζόμενους σε βάρος των υπολοίπων, σε ένα περισσότερο ευέλικτο και φιλικό προς την απασχόληση και την επιχειρηματικότητα σύστημα. Σήμερα, το μισθολογικό κόστος της εργασίας στην Ελλάδα είναι μικρότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.

Αντίθετα, οι παρεμβάσεις στις αγορές προϊόντων (κλειστά επαγγέλματα, αδειοδοτήσεις επιχειρήσεων, μεταφορές, ενέργεια, κ.ά.) υπήρξαν περιορισμένες και με τα περιθώρια να παραμένουν μεγάλα (βλ. σχετικό γράφημα). Το ζήτημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο καθώς υπολογίζεται ότι, η εφαρμογή των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,4% σε ορίζοντα δεκαετίας (συγκριτικά με το 2,4% των επιχειρούμενων αλλαγών στο συνταξιοδοτικό σύστημα).

Ταυτόχρονα, οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων,  ιδιαίτερα στις περιπτώσεις δημοσιονομικών περιορισμών και ασθενούς ζήτησης όπως η ελληνική, οδηγούν στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση των τιμών  συμβάλλοντας, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και συνακόλουθα στην κοινωνική αποδοχή των μεταρρυθμίσεων. Δυστυχώς όμως, η οικονομία παραμένει ακόμη και σήμερα δέσμια ολιγοπωλίων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, αποτέλεσμα των παρεμβατικών πρακτικών «διατάσσω και ελέγχω» που ακολούθησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης.

 

Τελικά, επτά χρόνια μετά την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης και τρία κοινωνικά επώδυνα Μνημόνια, ακόμη αναζητούμε εκείνες τις ολοκληρωμένες προτάσεις πολιτικής που θα ενσωματώσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις σε ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και το οποίο θα υποστηριχτεί από πολιτικές δυνάμεις που θα το ενστερνιστούν και θα το υποστηρίξουν αποτελεσματικά απέναντι στα οργανωμένα συμφέροντα. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει για την ανάταξη της χώρας.

 

*Ο κ. Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Το νέο βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα; Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων» πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Επίκεντρο.