Κυβερνητική ανεπάρκεια και ακραίος λαϊκισμός βυθίζουν τη χώρα στην προσφυγική κρίση

Κυβερνητική ανεπάρκεια και ακραίος λαϊκισμός βυθίζουν τη χώρα στην προσφυγική κρίση

Της Όλγας Κεφαλογιάννη

Η ευρωπαϊκή ήπειρος αντιμετωπίζει τον τελευταίο χρόνο τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η Ευρώπη βρέθηκε αμήχανη προσπαθώντας πολλές φορές να απωθήσει τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Έτσι, μετεξελίχθηκε σε μια υπαρξιακή κρίση για τις αρχές, τις αξίες, το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχική απροθυμία να αναληφθούν δραστικές πρωτοβουλίες έδωσε τη δυνατότητα σε αρκετές χώρες να λειτουργήσουν όχι ως μέλη μιας Ένωσης που επιζητά μια αποτελεσματική, ανθρωπιστική, ρεαλιστική και ασφαλή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, αλλά ως αποκομμένα από κάθε έννοια κοινοτικής αλληλεγγύης κράτη που χτίζουν τείχη ασυνεννοησίας. Αυτό είχε και έχει ως δραματική συνέπεια τη διακινδύνευση του ευρωπαϊκού οράματος και δυστυχώς την αποσύνθεση της ευρωπαϊκής ενότητας.

Όλα τα παραπάνω προφανώς και δεν μειώνουν στο ελάχιστο τις μεγάλες ευθύνες της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη διαχείριση της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης. Το αντίθετο μάλιστα. Η κυβέρνηση έκανε ότι ήταν δυνατόν για να «διευκολύνει» την κρίση.

Δεν ήταν μόνο οι ιδεοληπτικές της αγκυλώσεις. Ήταν πάνω από όλα η ανικανότητα της να λειτουργήσει συντεταγμένα. Να βάλει το κράτος να δουλέψει, να απορροφήσει την ευρωπαϊκή βοήθεια, να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ξοδέψαμε πολύτιμο εθνικό κεφάλαιο σε μια παρωδία διαπραγμάτευσης για το 3ο μνημόνιο. Καταναλώσαμε ενέργεια, χρόνο, αξιοπιστία, σοβαρότητα σε μια διαδικασία που μας οδήγησε σε κλειστές τράπεζες, οικονομική κρίση και μηδενική φερεγγυότητα. Στο προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα, το οποίο εξαρχής η κυβέρνηση θέλησε να υποτιμήσει, μας οδήγησε σε κλειστά σύνορα, ανθρωπιστική κρίση και φυσικά σε μηδενική αξιοπιστία.

Αυτά είναι δυστυχώς τα τραγικά αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που πίστευε ότι οι πρόσφυγες «εξαφανίζονται» ως δια μαγείας. Κατέγραφε με πλημμελώς όλους τους πρόσφυγες και μετανάστες που έφταναν στα ελληνικά νησιά, καταργώντας ουσιαστικά στην πράξη τη συνθήκη του Σένγκεν.

Καθυστέρησε τραγικά στη σύσταση της υπηρεσίας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Ασύλου και όταν αυτή συστάθηκε, ήταν χωρίς υπαλλήλους. Έκλεισε, υποτίθεται, πανηγυρικά την Αμυγδαλέζα, χωρίς κανένα σχέδιο και τώρα καλείται να δημιουργήσει δεκάδες «Αμυγδαλέζες» διοικητικής κράτησης. Όσοι επισήμαιναν τα προβλήματα δέχονταν την κατηγορία του ακροδεξιού. Ενώ αυτοί με τις πράξεις, τις παραλείψεις και τον ακραία λαϊκιστικό λόγο τους ήταν το τέλειο άλλοθι για όλες τις ακραίες φωνές που φούντωναν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή, δυστυχώς, είναι η μεγάλη τραγική αντίφαση της ιστορίας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έγινε ο μεγαλύτερος χορηγός επιχειρημάτων, των πιο ακραίων κύκλων της Ευρώπης. Η αλλοπρόσαλλη πολιτική της κυβέρνησης υποχρεώθηκε μετά από την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Γερμανίας να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Οι διαρκείς αντιφάσεις όμως συνεχίζονταν. Πότε με τη Frontex, πότε με τον ρόλο της Τουρκίας, ακόμα και με τη βοήθεια της Ευρώπης.

Ο χρόνος περνούσε και η κρίση λάμβανε εκρηκτικές διαστάσεις. Έπρεπε έστω και με τραγική καθυστέρηση να εμπλακεί ο ελληνικός στρατός, για να ανταποκριθεί στοιχειωδώς η χώρα μας στις δεσμεύσεις της για τη δημιουργία των hot spot. Στην Ειδομένη όμως τα εύκολα και ανέξοδα λόγια περί ανθρωπισμού εξανεμίζονται από τη σοκαριστική απουσία του κράτους. Εκεί διαδραματίζεται μια σκληρή ανθρωπιστική κρίση με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, που με περίσσια αυταρέσκεια δήλωνε ότι «δεν ζητάμε ούτε ένα ευρώ αντάλλαγμα για να σώσουμε ανθρώπους να μην πεθάνουν στην αυλή μας…». Λαϊκισμός, ευκολία, επικοινωνιακά κόλπα. Εις βάρος της Ελλάδας, εις βάρος των προσφύγων. Διότι προφανώς τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα βοηθούσαν στις διασώσεις στα νερά του Αιγαίου. Έτσι, η παρουσία μας στα κέντρα λήψης των ευρωπαϊκών αποφάσεων ήταν και είναι απογοητευτική.

Από τον Νοέμβριο ο κ. Γιούνκερ στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είχε δηλώσει ότι οι δαπάνες κάθε Κράτους - Μέλους για το Προσφυγικό θα εξετασθούν χωριστά στο πλαίσιο των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Δηλαδή η δαπάνη του 2015 που υπολογίζεται από το ΔΝΤ σε περίπου 0,17% του ΑΕΠ, περίπου 300 εκατ. μπορεί να μην συμπεριληφθεί στο έλλειμμα. Αλήθεια, υπέβαλλε η κυβέρνηση σχετικό αίτημα στην Κομισιόν; Και αν ναι, ποια είναι τελικά η πορεία του;

Είναι χαρακτηριστικό της απουσίας μας ότι η Επίτροπος για την Περιφερειακή Ανάπτυξη, κ. Κορίνα Κρέτσου, άφησε ανοιχτή τη δυνατότητα αναθεώρησης επιχειρησιακών προγραμμάτων του προϋπολογισμού 2014-2020, ώστε να αξιοποιηθούν κονδύλια για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Σχετικό αίτημα υπέβαλε η Ιταλία, ενώ η Ελλάδα δεν έκανε τίποτα. Το ίδιο συμβαίνει και με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Με πρωτοβουλία και της Ευρωβουλευτού της Ν.Δ. κας Μαρίας Σπυράκη διαμορφώνεται η πρόταση χρησιμοποίησης για το προσφυγικό των αδιάθετων κονδυλίων του προηγούμενου προϋπολογισμού 2007-2013, τα οποία πρόκειται να επιστρέψουν στις συνεισφέρουσες χώρες. Άλλη μια σημαντική ευκαιρία που η κυβέρνηση αφήνει να πάει χαμένη. Έτσι, λίγες ημέρες μετά την προβληματική σε πολλά σημεία συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας βρισκόμαστε και πάλι σε αδιέξοδο.

Η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες θα περιπλέξει περισσότερο την κατάσταση. Έτσι, τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, η κυβέρνηση αδυνατεί να διαχειριστεί την κρίση χωρίς κανένα σχέδιο και η Ελλάδα καθίσταται πλέον χώρα ειδικών συνθηκών, με τα βόρεια σύνορα της σφραγισμένα, απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, σε έναν ιδιότυπο «κοινό χώρο» με την Τουρκία, αντιμετωπίζοντας μια πραγματική ανθρωπιστική κρίση. Πρόκειται για την απόλυτη, πολιτική, διοικητική αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Φωτεινή εξαίρεση σε αυτήν τη μαύρη ιστορία είναι τα ειλικρινή και άδολα αποθέματα ανθρωπισμού του ελληνικού λαού, που, παρά την οικονομική κρίση και τις δυσκολίες, δείχνει μια εξαιρετική συμπεριφορά. Τίποτα όμως, ούτε η δύναμη αυτού του λαού, δεν προδιαγράφει ένα ευοίωνο μέλλον, αν δεν αλλάξουμε πολιτική κατεύθυνση. Αν δεν αποκτήσει και πάλι η χώρα κύρος, πολιτική στρατηγική, ισχυρή ευρωπαϊκή παρουσία. Ο χρόνος μειώνεται δραματικά.