Κρίση και κοινωνική οργάνωση

Κρίση και κοινωνική οργάνωση

Του Δημήτρη Σιόλιου

Όπου η διάκριση και θέση (στην κοινωνική ιεραρχία) κατορθώνονται σχεδόν αποκλειστικά με το να γίνει κάποιος έμμισθος κρατικός λειτουργός, όπου το να επιτελεί κανείς το ανατεθειμένο καθήκον του αποτελεί αντικείμενο επαίνου περισσότερο από το να επιδιώκει το δικό του πεδίο χρησιμότητας, όπου όλες οι επιδιώξεις που δεν οδηγούν σε μία αναγνωρισμένη θέση στην επίσημη ιεραρχία ή σε δικαίωμα σταθερού εισοδήματος θεωρούνται κατώτερες ή ακόμη και ανυπόληπτες, είναι υπερβολικό να περιμένουμε ότι πολύς κόσμος μακράν θα προτιμά την ελευθερία από την ασφάλεια. F. A Hayek1

Η φαινομενολογική ανάλυση της λεγόμενης κρίσης περιορίζεται τις περισσότερες φορές στην επιφάνεια και λίγο αγγίζει το ιστορικό της βάθος. Πέρα λοιπόν, από τις εκτενώς αναλυμένες οικονομικές και κοινωνικές γενεσιουργές αιτίες που εντοπίζονται σε παθογένειες του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε στα χρόνια τις μεταπολίτευσης, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα αίτια της σημερινή δυστοπίας μπορεί να έχουν πολύ βαθύτερες ρίζες που απλώνονται στη συνολική ιστορική εμπειρία του Ελληνισμού έχοντας κατά νου ότι, η σύγχρονη ελληνική κοινωνία δεν προέκυψε αίφνης στα 1974.

Σκαλίζοντας λίγο παραπάνω στον χρόνο έρχεται στην επιφάνεια θησαυρός ιστορικών παράλληλων, τόσο στο απώτερο όσο και στο πιο πρόσφατο παρελθόν τα οποία σκιαγραφούν μια διαχρονικά επικρατούσα ολοκληρωτική αντίληψη για την κοινωνική οργάνωση και έναν υποβόσκοντα κολεκτιβισμό, ο οποίος, ωστόσο, παίρνει διαφορετικές μορφές στην πάροδο των ετών? τέτοια στοιχεία είναι διάχυτα στη Βυζαντινή, Οθωμανική αλλά και Νεώτερη ιστορία και αποτελούν εν πολλοίς ταμπού πολιτικής συζήτησης.

Τούτο, έχει να κάνει με μια ιστορικά εμπεδωμένη οριζόντια αντίληψη εθνικής ή ταξικής ιδέας, υπηρέτης και φορέας της οποίας είναι το κράτος και μια καλά στημένη γραφειοκρατία που ελέγχει ώστε κάθε έκφανση συλλογικότητας ή ατομικότητας να εγκρίνεται, άρα να απορρέει, και να αναφέρεται στη συνέχεια σ΄ αυτό. Η θέση των υποκειμένων μέσα σ' αυτό το σύστημα, είναι σαφώς διακριτή και τέλεια καθορισμένη ώστε από αυτήν να πηγάζει μονοδιάστατα η αξία τους. Με άλλα λόγια, η καταξίωση επέρχεται σχεδόν μόνο μέσα από τη σχέση του υποκείμενου με το αντικείμενο-σκοπό της ύπαρξης του κρατικού μορφώματος και πόσο καλά το υπηρετεί. Έτσι, η δημόσια θέση και μόνιμος προσπορισμός από το κοινό εισόδημα καθίσταται μονόδρομος κοινωνικής ή οικονομικής ανέλιξης, όπως εύστοχα περιγράφει ο Hayek στο εισαγωγικό απόφθεγμα.  

Υπό αυτό το φως, τα βασικά ιδεολογικά υλικά της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης του τόπου μας διέπονται από παρωχημένες αντιλήψεις μιας, κατά μία ανάγνωση, εν κρυπτώ φατριαστικής κοινωνίας.

Περαιτέρω, η φατριαστική και συνεπώς κολεκτιβιστική/συντεχνιακή θεσμική οργάνωση, όπως ειπώθηκε παραπάνω, απαιτεί μια καλά και συστηματικά οργανωμένη γραφειοκρατία και συνακολούθα μια πολυάριθμη υπαλληλία για να την υπηρετεί. Τα φαινόμενα αλλοτρίωσης και νεποτισμού, τα οποία κατά κανόνα τείνουν να αναπτυχθούν σε κλειστά συστήματα συγκεντρωτικής διοίκησης, οδήγησαν σε μια βασικά αυτοαναφορική και αγκυλωμένη δημόσια διοίκηση η οποία εμποδίζει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια από φόβο μήπως αυτή θα της στερούσε τόσο τον λόγο ύπαρξής της, όσο και τη διαχείριση του όποιου παραγόμενου πλούτου.

Ως εκ τούτου, το σύνολο των ζητουμένων από διάφορες κοινωνικές ομάδες είχε, και έχει, κατεξοχήν να κάνει με την ικανότητά τους να αποκτήσουν πρόσβαση στην κεντρική εξουσία εκ της οποίας επιδίωκαν όχι μόνο ευνοϊκή μεταχείριση αλλά και, αν όχι άμεσο προσπορισμό, νομικά διασφαλισμένη προσοδοθηρία.  

Από την άλλη μεριά, η επιδίωξη του ιδιωτικού δεν αποτέλεσε κυρίαρχο μέσον κοινωνικής κινητικότητας , εξάρτησε πολλές φορές την ύπαρξή της είτε παρασιτικά από τη σχέση της με το μεγάλο κράτος, είτε ασκώντας πίεση με σκοπό νομοθετικές ρυθμίσεις που θα περιόριζαν τον ανταγωνισμό. Η ατίμωση, με διάφορους τρόπους, του ιδιωτικού, εξ ανταγωνισμού, επιχειρηματικού κέρδους ευνούχισε τις δημιουργικές δυνάμεις στην οικονομία και ως εκ τούτου το επιχειρείν κατέστη έσχατη επαγγελματική επιλογή.

Όλα τα παραπάνω, κατά μία γνώμη, συνάδουν και με μια ατελή συνειδησιακή αστικοποίηση του πληθυσμού, του οποίου η ανασφάλεια επεξέτεινε τις συνθήκες εξάρτησης από την κρατική μηχανή. Αυτό οφείλεται, μέχρι ενός βαθμού, στο γεγονός ότι οι νέες αστικές κοινωνίες που προέκυψαν από τη βιαστική εκβιομηχάνιση της χώρας από τα 1950 έως τα 1980 δεν υπέστησαν τη ζύμωση ενός ικανού ιστορικού χρόνου όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη ή τουλάχιστον στο ανεπτυγμένο κομμάτι της, με αποτέλεσμα ο μετασχηματισμός να φτάσει μέχρι το περίβλημα του αστικού γίγνεσθαι και όχι στην ουσία του? συστατικό κομμάτι της οποίας είναι η οικονομική χειραφέτηση των μαζών και το αστικό καθήκον, αυτό δηλαδή που καλούν οι αγγλοσάξονες civic duty.

Το κράτος ως οργανωτικός ρυθμιστής της οικονομίας όσο και τελικός νομέας του μεγαλύτερου μέρους του χρηματικού παραγωγικού πλεονάσματος έπαιξε καταλυτικό ρόλο, με πρόσχημα την εισοδηματική αναδιανομή, στην εμπέδωση διεκδικητικών κοινωνικών συμπεριφορών. Βέβαια, καθώς το ευρύτερο, μη κρατικοδίαιτο, ιδιωτικό οικονομικό δυναμικό της χώρας αδυνατούσε ή αρνούνταν, για μύριους λόγους, να τροφοδοτήσει φορολογικά τις όλο και μεγαλύτερες διεκδικήσεις, ο εύκολος δρόμος οδήγησε στον υπέρμετρο κεντρικό δανεισμό και τελική χρεωκοπία της χώρας.

Με την παραπάνω έννοια, το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό εποικοδόμημα διέπεται από χαρακτηριστικά που λίγο έχουν να κάνουν με αυτό που καλείται φιλελεύθερη συναινετική δημοκρατία (consensus democracy), κατά το πρότυπο κυρίως των ανεπτυγμένων βιομηχανοποιημένων κρατών. Ως συνέπεια, ο εγχώριος πολιτικός διάλογος συνεχίζει να διεξάγεται με όρους, ενίοτε βίαιης, διεκδικητικής πάλης με σκοπό όχι την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων και εκατέρωθεν συμβιβασμών, αλλά την ολοκληρωτική επικράτηση επί των κοινών πόρων, οι οποίοι δυστυχώς έχουν εξαντληθεί λόγω της σταδιακής απαξίωσης και τελικού μαρασμού της ιδιωτικής σφαίρας της οικονομίας.

Αν υπάρχει, επομένως, κάποια ελπίδα ανάταξης της οικονομίας θα επέλθει μέσω μιας ολικής αναδιάταξης του υποκείμενου συστήματος αξιών που διαμορφώνει την κοινωνική συμπεριφορά. Το άνοιγμα της οικονομίας, δηλαδή, δεν θα πετύχει μακροπρόθεσμα εάν αυτό δεν επέλθει ως κοινό ζητούμενο. Οι εύκολες λύσεις υπάρχουν μόνο στο φαντασιακό, η υπέρβαση αυτής της δυστοπίας απαιτεί κατόπιν τούτου, δύο τινά: το ένα είναι εμπνευσμένες ηγεσίες, και το έτερο, έναν βαθύ συλλογικό αναστοχασμό και έναν εφ΄ όλης της ύλης διάλογο με την Ιστορία, το παρόν και το μέλλον.  

 

*Ο Δημήτρης Σιόλιος είναι επιχειρηματίας, εκπαιδευτικός στην Ιδιωτική Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση.

1The Road to Serfdom (Chicago: University of Chicago Press, 1944), σελ. 132. (μετάφραση του αποσπάσματος από τον υπογράφοντα)