Κίνδυνος ατυχήματος από τις αυξανόμενες τουρκικές προκλήσεις

Κίνδυνος ατυχήματος από τις αυξανόμενες τουρκικές προκλήσεις

Απέναντι σε μια Ελλάδα που υποχωρεί συνεχώς, από τα ελληνοτουρκικά μέχρι τις Πρέσπες και την τύχη της εθνικής μειονότητας στην Αλβανία, η Άγκυρα πιστεύει ότι συντηρώντας την ένταση και τις αμφισβητήσεις, θα κατορθώσει κάποια στιγμή να μας σύρει σε μια «συνολική διαπραγμάτευση» επιτυγχάνοντας τελικώς, την συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο, όπως τονίζει στο Liberal.gr, o Κωστας Λάβδας.

Σχολιάζοντας τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο επισημαίνει ότι προφανώς και υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος, “και ως συνέπεια, μιας πίεσης για «εφ'όλης» συζήτηση με τη γείτονα, κάτι που θα ήταν καθαρή επιτυχία για την Άγκυρα”, παρ'' ότι θεωρεί ότι ο προβληματισμός για τα οικονομικά θα πρυτανεύσει στην Τουρκία την επόμενη περίοδο, παρά τους λεονταρισμούς.

"Ο Ερντογάν νομίζει ότι θα τιθασεύσει τις οικονομικές εξελίξεις όπως επιχειρεί να κάνει με το πολιτικό σύστημα", εκτιμά ο κ. Λάβδας, προσθέτοντας ότι "όλα δείχνουν πως το αδιέξοδο πλησιάζει και η Τουρκία θα χρειαστεί βοήθεια από τη Δύση και το ΔΝΤ αρκετά γρήγορα".

Χαρακτηρίζει πολύ θετικό βήμα την δήλωση στήριξης της Ουάσινγκτον στην Κύπρο, την θετική κινητικότητα στις σχέσεις Λευκωσίας με το ΝΑΤΟ, όπως και την σταθερή συνεργασία με το Ισραήλ, εκφράζει ωστόσο το φόβο ότι όσο θα απομακρύνεται η Άγκυρα από τη συμμαχία τόσο πιο απρόβλεπτη θα καθίσταται. Εξηγεί ότι αυτό που συμφέρει την Ελλάδα είναι να παραμείνει η Τουρκία στο ΝΑΤΟ και παράλληλα να ξεκινήσει η διαμόρφωση μιας ειδικής οικονομικής και εμπορικής σχέσης με την ΕΕ που θα αντανακλά τις πραγματικότητες μετά το τέλος των ψευδαισθήσεων της ενταξιακής πορείας.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Πώς να "διαβάσουμε" τις νέες προκλήσεις της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο; Βλέπει ότι όσο πιέζει την Ελλάδα, κάτι θα κερδίσει στο τέλος;

eΟ σφετερισμός μέρους της Κυπριακής ΑΟΖ είναι σοβαρή υπόθεση και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Μέχρι στιγμής πρόκειται για συνέχεια της γνωστής αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ενδέχεται να προχωρήσει πράγματι σε γεωτρήσεις στα σημεία που θεωρεί ότι ανήκουν στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ του κατεχόμενου τμήματος το οποίο η Άγκυρα αναγνωρίζει ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Κυπριακή Δημοκρατία ως ανεξάρτητο κράτος το οποίο στηρίζουμε και ως μέλος της ΕΕ θα έχει τον κύριο λόγο.

Αλλά και η γενικότερη εικόνα που διαμορφώνεται θα πρέπει να μας ανησυχεί. Η βασική λογική είναι μάλλον απλή. Παρατηρώντας μια Ελλάδα που υποχωρεί συνεχώς σε σειρά θεμάτων, από τα ελληνοτουρκικά μέχρι τον καταφανώς ετεροβαρή συμβιβασμό με τις Πρέσπες και την τύχη της εθνικής μειονότητας στην Αλβανία, η Άγκυρα θεωρεί ότι συντηρώντας στο διηνεκές την ένταση και τις αμφισβητήσεις, θα κατορθώσει κάποια στιγμή να σύρει την Ελλάδα σε μια «συνολική διαπραγμάτευση» για υπαρκτά και ανύπαρκτα ζητήματα και να πετύχει, τελικώς, την συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο.

Οπότε η ένταση θα συνεχιστεί και θα εξαρτηθεί από αρκετές παραμέτρους, όπως είναι οι εξελίξεις στις σχέσεις της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, η προϊούσα απομόνωση της σε σχέση με τις ενεργειακές συνεργασίες στην περιοχή και η εσωτερική οικονομική κατάσταση.

- Το ρωτώ γιατί κρίνοντας και από δημοσιεύματα σαν αυτό της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Yeni Safak, μελλοντικά η ένταση μάλλον θα αυξηθεί, όταν η Τουρκία τοποθετήσει συστοιχία S-400 στη Σμύρνη, προκειμένου να έχει τον έλεγχο του Αιγαίου. Είναι πιθανό αυτή η συνεχής ένταση να εκτονωθεί σε κάποιο "ατύχημα";

Προτιμώ να είμαι φειδωλός σε διατυπώσεις και προβλέψεις για μελλοντικές εξελίξεις όταν μάλιστα αφορούν πολεμικά σενάρια. Προφανώς υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Και, ως συνέπεια, μιας πίεσης για «εφ'όλης» συζήτηση με τη γείτονα, κάτι που θα ήταν καθαρή επιτυχία για την Άγκυρα. Από την άλλη όμως πλευρά, είναι πιθανό ότι ο προβληματισμός για τα οικονομικά ζητήματα θα πρυτανεύσει στην Τουρκία την επόμενη περίοδο, παρά τους λεονταρισμούς. Αυτό, τουλάχιστον, λέει η λογική.

Εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην πορεία της οικονομίας, η λίρα πέφτει πάλι, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα έχουν μειωθεί δραματικά, οι κατασκευές έχουν υποχωρήσει, ο επιχειρηματικός δανεισμός εμφανίζεται υπερβολικά διογκωμένος ενώ και ο πληθωρισμός παραμένει απειλητικός, γύρω στο 20%.

Η κεντρική τράπεζα προσπαθεί να συγκρατήσει τον πληθωρισμό και να υπερασπιστεί την λίρα, προβαίνοντας σε ενέργειες που την τοποθετούν στο επίκεντρο της πολιτικο-οικονομικής διαμάχης. Εάν συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια για να περιορίσει τον πληθωρισμό θα αυξάνεται το κόστος επαναχρηματοδότησης των δανείων των επιχειρήσεων και η κριτική που της ασκεί ο Ερντογάν θα γοητεύει κάποια ακροατήρια. Ο Ερντογάν νομίζει ότι θα τιθασεύσει τις οικονομικές εξελίξεις όπως επιχειρεί να κάνει με το πολιτικό σύστημα. Όλα δείχνουν ότι το αδιέξοδο πλησιάζει και η Τουρκία θα χρειαστεί βοήθεια από τη Δύση και το ΔΝΤ αρκετά γρήγορα.

- Πώς είδατε την σκληρού ύφους ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς την Άγκυρα, αλλά και την δήλωση του ισραηλινού πρέσβη στην Κύπρο; Τα παραπάνω δεν φέρνουν πιο κοντά την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών από Αθήνα και Λευκωσία από κοινού με τους συμμάχους τους για δημιουργία ενός διαφορετικού status quo στη περιοχή;

Σε αντίθεση με την Μόσχα, που με τη δήλωση της κράτησε ουσιαστικά πολιτική ίσων αποστάσεων, η Ουάσιγκτον πήρε θέση. Στο ίδιο πλαίσιο βρίσκεται και η αυξανόμενη και πολύ θετική κινητικότητα στις σχέσεις Κύπρου – ΝΑΤΟ. Και η πολύ θετική συνεργασία με το Ισραήλ επιδρά σε πολλά επίπεδα, όπως το έχουμε αναλύσει από καιρό. Το ζήτημα όμως είναι ότι όσο απομακρύνεται η Άγκυρα από το ΝΑΤΟ τόσο πιο απρόβλεπτη καθίσταται. Με τα σημερινά δεδομένα, εξακολουθώ να θεωρώ ότι θα είναι λάθος να υποθέσουμε ότι η πλήρης ρήξη της Τουρκίας με τη Δύση θα ήταν καλή είδηση για την Ελλάδα. Θα παρέμενε αναθεωρητική δύναμη αλλά θα είχε λιγότερες αναστολές.

- Σχολιάστε μας και τις δηλώσεις Μογκερίνι που κάλεσε επειγόντως την Τουρκία να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, και να σεβαστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου στην ΑΟΖ, αλλά και την απάντηση της Άγκυρας;

Με τις δηλώσεις της η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας καλεί την Τουρκία να σεβαστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου στην ΑΟΖ και τονίζει ότι «η ΕΕ θα ανταποκριθεί κατάλληλα και με πλήρη αλληλεγγύη προς την Κύπρο». Σημαντική είναι και η πρόσθετη τοποθέτηση του εκπρόσωπου της Βρετανικής Υπάτης Αρμοστείας στην Κύπρο που ανέφερε ότι συμφωνεί με τις δηλώσεις της Μογκερίνι επί του θέματος.

Πόσο σημαντικές είναι αυτές οι τοποθετήσεις; Θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για μια πλήρη απάντηση. Οι υποστηρικτικές δηλώσεις απονομιμοποιούν την Άγκυρα από διπλωματική άποψη, αλλά αυτό έχει ταυτόχρονα περιορισμένες και αμφίσημες επιπτώσεις. Περιορισμένες γιατί η ΕΕ (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ) παραμένει παράγων κυρίως ήπιας ισχύος και αμφίσημες – ως εκ του αποτελέσματος – γιατί τοποθετούν τον πήχυ σε επίπεδο δημόσιου λόγου αρκετά υψηλά και αντίστοιχη ενδέχεται να είναι η απογοήτευση.

Που λοιπόν μπορεί να διαδραματίσει ρόλο η ΕΕ εκτός από ευπρόσδεκτες υποστηρικτικές δηλώσεις; Προφανώς δεν τίθεται θέμα «ευρωστρατού» που θα μας «προστατεύσει» – γιατί ακόμη και τέτοιες ανοησίες ακούγονται – αλλά συνδυασμού αφενός της περαιτέρω ανάπτυξης της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενέργεια και την ενεργειακή ασφάλεια και αφετέρου μια νέας ματιάς στις σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ. Όπως επιμένω από πρόπερσι, πρέπει να ξεκινήσει ένας διάλογος αναφορικά με το πραγματικό και όχι το προσχηματικό μέλλον των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας. Όλοι γνωρίζουμε ότι πλήρες μέλος δεν πρόκειται να γίνει η Τουρκία, η οποία όμως παραμένει ισχυρός εμπορικός εταίρος μας (και αγορά των εξαγωγών μας). Οι σχέσεις πρέπει κάπως να εξελιχθούν στην κατεύθυνση ενός συστήματος ειδικών ρυθμίσεων και ανταλλαγών. Το επιθυμούν και το χρειάζονται και η τουρκική οικονομία αλλά και η ΕΕ. Σε αυτή την πορεία πρέπει να διαδραματίσουμε ένα ρόλο, ουσιαστικά και συστηματικά, ενίοτε και αθόρυβα όπου χρειάζεται.

Για να συνοψίσω, τι θα εξυπηρετούσε μια εθνική στρατηγική της Ελλάδας; Η Τουρκία να παραμείνει στο ΝΑΤΟ και παράλληλα να ξεκινήσει η διαμόρφωση μιας ειδικής οικονομικής και εμπορικής σχέσης με την ΕΕ που θα αντανακλά τις πραγματικότητες μετά το τέλος των ψευδαισθήσεων της ενταξιακής πορείας. Ενώ η Ελλάδα θα προωθούσε, επιτέλους, μια εσωτερικά συναινετική πολιτική που θα ευνοούσε τη συνεργασία, όπου είναι δυνατόν, αλλά και την πολυεπίπεδη αποτροπή έναντι του αναθεωρητικού γείτονα.