«Κυβερνητικά φληναφήματα ότι... έφταιγε το Σκοπιανό για τα λουκέτα στη Β.Ελλάδα!»

«Κυβερνητικά φληναφήματα ότι... έφταιγε το Σκοπιανό για τα λουκέτα στη Β.Ελλάδα!»

Την εκτίμησή του ότι κατέβασε τόσο πολύ τον πήχη η κυβέρνηση για να πετύχει συμβιβασμό με τους βόρειους γείτονες, που στο τέλος «και οι Σκοπιανοί θα αποκαλούνται Μακεδόνες, και τα προϊόντα τους μακεδονικά», εκφράζει στο Liberal ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κώστας Λάβδας.

Και χαρακτηρίζει «φληναφήματα» τα κυβερνητικά επιχειρήματα υπεράσπισης της συμφωνίας σαν αυτά που έφτασαν να ανακαλύψουν κάποιοι στη Βουλή, ότι έφταιγε το Σκοπιανό για την οικονομική καχεξία της Β.Ελλάδας, τα λουκέτα και τη μαζική μετανάστευση επιχειρήσεων στα Βαλκάνια όλα τα προηγούμενα χρόνια. «Φαίνεται ότι μόνον ένα συγγραφέα της αρχαιότητας γνωρίζουν τα μέλη της κυβέρνησης, τον Πετρώνιο, στον οποίο αποδίδεται η περίφημη φράση "στον κόσμο αρέσει να εξαπατάται, οπότε ας εξαπατάται"», απαντά χαρακτηριστικά ο κ. Λάβδας.

Ερωτηθείς πως εξηγεί ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσο μεγάλη οικονομική διείσδυση στα Σκόπια, να μην μπορεί να επηρεάσει στο ελάχιστο τη γείτονα, σημειώνει ότι ουδέποτε τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα, λειτούργησαν ως λόμπυ στα Σκόπια. Αντίθετα επιχειρούσαν να αμβλύνουν τις θέσεις της Αθήνας, περνώντας την άποψη ότι ότι οι απαιτήσεις μας είναι απαράδεκτες, αντιευρωπαϊκές και εθνικιστικές. Ταυτόχρονα έλειπε ανέκαθεν από την ελληνική κρατική μηχανή η συστηματική και οργανωμένη οικονομική, όπως και πολιτιστική διπλωματία προς τα Σκόπια, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνη την ελλειμματική συμφωνία με τη γείτονα, πολλώ δε μάλλον όταν η τελευταία είναι επιρρεπής σε τουρκικές και αλβανικές επιρροές.

Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη

– Τι δίνουμε και τι παίρνουμε τελικά με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ για το Σκοπιανό; Πόσο επωφελής ή ζημιογόνα είναι αντίστοιχα για τα εθνικά μας συμφέροντα;

Η κυβέρνηση αυτή θα μείνει στην ιστορία ως κυβέρνηση που πετυχαίνει με χρονική καθυστέρηση ό,τι οι προηγούμενοι θα πετύχαιναν νωρίτερα, εάν κατέβαζαν τον πήχη. Τόσο στα οικονομικά όσο και (δυστυχώς) στα εθνικά.

Διότι ο πήχης κατέβηκε αρκετά για να επιτευχθεί ο συμβιβασμός της Αθήνας με τα Σκόπια. Πρόκειται για ένα συμβιβασμό μέτριο, που δίνει τα ουσιώδη (δηλαδή το άρθρο 1 παράγραφος 3 που αποδέχεται «μακεδονική» ιθαγένεια και γλώσσα), ενώ περιέχει και αρκετά θετικά επιμέρους σημεία.

Παρ' ότι ένας συμβιβασμός ήταν αναγκαίος καθώς η Ελλάδα πρέπει πρωτίστως να εξισορροπήσει την τουρκική απειλή, συνολικά η συμφωνία δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί αισιοδοξία.

Πρώτον, γιατί οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν διάβρωσαν κι άλλο, αντί να ενισχύσουν, την εθνική συνεννόηση και άρα δυσκολεύουν περαιτέρω την εφαρμογή. Και δεύτερον, γιατί η αναγνώριση για πρώτη φορά «μακεδονικής» ταυτότητας μετακυλίει ουσιαστικά στο τεραίν της εσωτερικής πολιτικής του γείτονα το μελλοντικό σημείο ισορροπίας.

Εάν η εσωτερική πολιτική εκεί είναι ομαλή, μια «βορειομακεδονική» συνισταμένη της πολυπολιτισμικής κοινωνίας θα παγιωθεί. Εάν όχι, η αναγνωρισμένη πια «μακεδονική» ταυτότητα θα γίνει όχημα περιπετειών. Αλλά η εσωτερική πολιτική του βόρειου γείτονα είναι επιρρεπής και σε τουρκικές και αλβανικές επιρροές, κάτι που ορισμένοι αφελώς πιστεύουν ότι θα πάψει με την έναρξη συνομιλιών ένταξης σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

– Δεν προξενεί πάντως εντύπωση, ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσο μεγάλη οικονομική διείσδυση στα Σκόπια, που παλαιότερα μάλιστα ήταν ακόμη ισχυρότερη, λόγω της εκεί παρουσίας των ελληνικών τραπεζών, να μην μπορεί να επηρεάσει στο ελάχιστο τη γείτονα; Πως το εξηγείτε;

Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί τόσο στα χαρακτηριστικά των ελληνικών επιχειρηματικών συμφερόντων όσο και στις αδυναμίες της ελληνικής κρατικής μηχανής.

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος, ουδέποτε λειτούργησαν τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα ως λόμπυ στα Σκόπια. Ενίοτε μάλιστα το αντίθετο συνέβαινε: Επιχειρούσαν να αμβλύνουν τις θέσεις της Αθήνας. Διαμορφώθηκε έτσι ένα δίκτυο πολιτικής συνηγορίας υπέρ της άποψης ότι οι απαιτήσεις μας απέναντι στα Σκόπια είναι απαράδεκτες, αντιευρωπαϊκές και εθνικιστικές.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος, λείπει από την ελληνική κρατική μηχανή η συστηματική και οργανωμένη οικονομική διπλωματία όπως λείπει και η πολιτιστική διπλωματία. Γι αυτό και η περίοδος μετά τη συμφωνία, εάν πράγματι αυτή κυρωθεί από την πλευρά της ΠΓΔΜ, θα είναι κρίσιμη.

Όπως ακριβώς είχαμε πει εδώ, σε συνέντευξη προ πολλών μηνών (12 Ιανουαρίου 2018), εάν υπάρξει συμφωνία, θα πρέπει να ακολουθηθεί από εντατική οικονομική, εμπορική, πολιτιστική και επικοινωνιακή εκστρατεία που θα υποβοηθήσει τόσο την παγίωση των σχέσεων μας όσο και της ελληνικότητας της αρχαίας Μακεδονίας και της κληρονομιάς της. Επισημαίνω ότι ακριβώς αυτή η αδυναμία οικονομικο-κοινωνικής επιρροής καθιστά επικίνδυνη κάθε ελλειμματική συμφωνία με τη γείτονα.

– Σε ποια σημεία της συμφωνίας εντοπίζετε τις μεγαλύτερες γκρίζες ζώνες;

Δυστυχώς υπάρχουν αρκετές. Όπως η σύσταση επιτροπής που θα εξετάσει την ύπαρξη τυχόν αλυτρωτικών βλέψεων στα βιβλία ιστορίας των δύο χωρών, άρα θα ελεγχθούν και τα βιβλία της ιστορίας μας. Όπως η τύχη των ανεκδιήγητων αγαλμάτων και άλλων μνημείων από την αρχαιοελληνική και βυζαντινή περίοδο που άφησε το τραγελαφικό πέρασμα Γκρούεφσκι και των οποίων το «καθεστώς» θα πρέπει να «επανεξετάσει» (όπως ορίζει η συμφωνία) η εκεί κυβέρνηση. Όπως, επίσης, οι εμπορικές ονομασίες και τα εμπορικά σήματα.

– Ας μείνουμε στο οικονομικό-εμπορικό επίπεδο, το οποίο δεν έχει τόσο πολύ αναδειχθεί. Μια από τις γκρίζες ζώνες της συμφωνίας αφορά τις εμπορικές ονομασίες προϊόντων (ΠΟΠ, ΠΓΕ) με προέλευση τη Μακεδονία, για τις οποίες θα συσταθεί εντός του 2019 κοινή επιτροπή εμπειρογνωμώνων, προκειμένου να καταλήξει σε αποδεκτή λύση, εντός τριών ετών. Δεν διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο εκατοντάδες προϊόντα που παράγονται στη Μακεδονία να χάσουν την «ταυτότητά» τους;

Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση αύξησης της αβεβαιότητας και μείωσης της προβλεψιμότητας, ακριβώς το αντίθετο δηλαδή αυτού που θα έπρεπε να συνεισφέρει μια νέα συνθήκη.

Βεβαίως η ΕΕ μπορεί εδώ να βοηθήσει, στο μέτρο όμως που οι σχέσεις με τον βόρειο γείτονα, όντως μπούν σε ενταξιακή πορεία, κάτι που θα εξαρτηθεί και από την εύθραυστη εσωτερική πολιτική της. Όπως γνωρίζετε, η ΕΕ διαθέτει και το δικό της σύστημα σημάτων το οποίο προβλέπει μία «κεντρική» διαδικασία καταχώρισης που ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη.
Αλλά το σύστημα σημάτων της Ένωσης δεν υποκαθιστά τα εθνικά συστήματα σημάτων των κρατών και εναπόκειται στις επιχειρήσεις να αποφασίζουν εάν θα καταθέσουν αίτηση καταχώρισης σήματος σε εθνικό επίπεδο ή σε επίπεδο ΕΕ ή και τα δύο.

Τα εθνικά σήματα που υπάρχουν στα κράτη μέλη εξακολουθούν να ισχύουν. Προς το παρόν, πάντως, θα είναι θέμα εξεύρεσης «αμοιβαίως αποδεκτών λύσεων» με τη βοήθεια της ΕΕ και του ISO (International Organization for Standardization). Η συνεισφορά του ISO θα είναι επικουρική, στο μέτρο που και αυτή προϋποθέτει τη συνεχιζόμενη βούληση των δυο πλευρών.

Δυστυχώς ένα πιθανό σενάριο είναι και οι κάτοικοι να αποκαλούνται Μακεδόνες και τα προϊόντα τους να αποκαλούνται, τελικώς, μακεδονικά.

– Πάντως ο κ. Τσακαλώτος ανακάλυψε προ ημερών ένα νέο επιχείρημα υπεράσπισης της συμφωνίας. Τη συνέδεσε ευθέως με... την ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας, χαρακτηρίζοντας «ασύστολο λαϊκιστή» όποιον ισχυρίζεται ότι η Θεσσαλονίκη θα είναι η πρωτεύουσα των Βαλκανίων χωρίς φιλικές σχέσεις με τα Σκόπια. Εφτασε μάλιστα να πει ότι «…δεν θα είχαν κλείσει τόσες επιχειρήσεις και δεν θα υπήρχαν τόσα κόκκινα δάνεια αν όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε αυτό το πρόβλημα». Εχει λογική να συνδέεται η αποεπένδυση και μετανάστευση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, με το πρόβλημα της ονομασίας των Σκοπίων;

Φληναφήματα. Προφανώς μια καλή σχέση με την ΠΓΔΜ και η πλήρης ενσωμάτωση της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς θα είναι θετικοί παράγοντες τόσο για τη σταθερότητα όσο και για την ευημερία στην περιοχή συνολικά.

Αλλά τα βασικά αίτια της οικονομικής καχεξίας στη Βόρεια Ελλάδα σχετίζονται κυρίως με τον συνδυασμό του ανταγωνισμού χαμηλού κόστους από τα Βαλκάνια, του φορολογικού και ρυθμιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα και (σε μακροσκοπικό επίπεδο) των επιδράσεων του εξελισσόμενου καταμερισμού εργασίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Φαίνεται ότι μόνον ένα συγγραφέα της αρχαιότητας γνωρίζουν τα μέλη της κυβέρνησης, τον Πετρώνιο, στον οποίο αποδίδεται η περίφημη φράση «mundus vult decipi, ergo decipiatur» (στον κόσμο αρέσει να εξαπατάται, οπότε ας εξαπατάται).

* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.

 Φωτογραφία: Shutterstock