It's the Law

It's the Law

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

ΕΝΑ. Έχω αποκτήσει μία συνήθεια τον τελευταίο καιρό, να παρακολουθώ τον λογαριασμό που διατηρεί στο Facebook η Δημοτική Αστυνομία της πόλης όπου μένουμε, της Πράγας. Ο διαχειριστής της είναι πολύ επιμελής και ανεβάζει κάθε ημέρα, κάπου κατά το μεσημέρι, όλα τα συμβάντα του τελευταίου εικοσιτετραώρου. Τα περισσότερα από αυτά είναι εξόχως διασκεδαστικά για ανθρώπους σαν εμάς, γιατί αφορούν καταστάσεις που δεν θα μας περνούσε από το μυαλό ότι θα απασχολούσαν ποτέ την αστυνομία, ή έστω ότι θα την απασχολούσαν στον βαθμό που την απασχολούν εδώ. Μάλιστα, το πράγμα γίνεται ακόμη πιο διασκεδαστικό από τον τρόπο που γίνονται οι αναρτήσεις: είναι ξερές, υπηρεσιακές, αρκούντως σοβαρές, και χωρίς ίχνος χιούμορ.

Επί παραδείγματι —κι αυτό βέβαια είναι μεν χαρακτηριστικό αλλά συνιστά και ακραία, υποθέτω, περίπτωση—, τις προάλλες τούς απασχόλησε η… διάσωση ενός χάμστερ, που κάποιος θεώρησε λογικό να αφήσει πάνω σε ένα δέντρο, μέσα στο κλουβί του, γιατί δεν το ήθελε πια. Η ομάδα εστάλη μετά από καταγγελίες των περιοίκων στην περιοχή, προέβη στη διάσωση του σπάνιου τρωκτικού, και μετά το πήγε σε ένα καταφύγιο ζώων, όπου και του παρεσχέθησαν οι πρώτες βοήθειες: το έβαλαν δίπλα στο καλοριφέρ γιατί τουρτούριζε…

Άλλα περιστατικά, και αυτά βέβαια είναι τα συνηθέστερα, αφορούν μεθυσμένους πολίτες και τις «αντικοινωνικές» συμπεριφορές τους: γίνονται αρκετά συχνά (δύο με τρεις φορές την εβδομάδα) ανακοινώσεις για κάποιον που ήπιε πολύ και φώναζε ή τραγουδούσε μέσα στο βράδυ γυρνώντας στους δρόμους (μετά τις 10 μ.μ. απαγορεύονται οι θόρυβοι έξω, για κάποιον λόγο), για έναν άλλον που κλοτσούσε μια πινακίδα της τροχαίας έχοντας κάνει τάμα να την ξηλώσει, ή για δύο, ή και παραπάνω, τύπους που θεώρησαν σωστό να λύσουν τις όποιες διαφορές τους παίζοντας ξύλο κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο της κεντρικής πλατείας.

Όπως προείπα, το στιλ των αναρτήσεων είναι υπηρεσιακό: «Η ομάδα μας μετέβη στο συμβάν, συνέστησε στους δύο εμπλεκομένους να σταματήσουν, όμως τελούσαν αμφότεροι υπό την επήρεια του αλκοόλ και αρνήθηκαν κάθε νουθεσία, οπότε αναγκαστήκαμε να τους ακινητοποιήσουμε ασκώντας βία. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν με χειροπέδες στο τμήμα διά τα περαιτέρω» κλπ. κλπ.

Τώρα, επειδή έχουμε δει συχνά άνδρες και γυναίκες της Δημοτικής Αστυνομίας, καλό είναι να πούμε ότι γενικά είναι ψηλοί, φέρουν οπλισμό (τα περίφημα πιστόλια CZ), αλεξίσφαιρα γιλέκα, και μία ζώνη με διάφορα συμπαρομαρτούντα: πτυσσόμενα γκλομπ, τέιζερ, μέιζερ και δεν συμμαζεύεται — δεν ρώτησα. Και δεν φαίνονται, θα λέγαμε, «καλά παιδιά» (μολονότι είναι, κατά βάθος — ίσως). Για να το θέσουμε κάπως διαφορετικά, δεν θέλεις να τύχει να είσαι μεθυσμένος και να μην υπακούς στις εντολές τους. Δεν το θέλεις καθόλου. Είναι μάλλον σοφό να κάνεις αυτό που θα σου πουν. Να το κάνεις γρήγορα.

Και, ακόμη καλύτερα, είναι καλό να μην έχεις κάνει οτιδήποτε θα τους έφερνε κοντά σου.

Αυτό είναι ακόμη πιο σοφό.

Μην κλοτσάς εκείνη την πινακίδα της τροχαίας. Μην πλακώνεσαι στο ξύλο στους δρόμους. Μην οδηγείς έχοντας πιει έστω και μία γουλιά αλκοόλ (το επιτρεπόμενο όριο εδώ είναι 0%). Γενικά, κάνε ό,τι θες — αρκεί να μη χρειαστεί να έρθουν και να σταθούν μπροστά σου. Αρκεί να μην παραβείς τον νόμο. Τους ενδιαφέρει πολύ η υπόθεση νόμος εδώ, τον έχουν περί πολλού.

It's the Law.

ΔΥΟ. Γυρνούσαμε με το λεωφορείο προ μερικών μηνών από έναν τοπικό αγώνα μπάσκετ. Το μπάσκετ δεν είναι δημοφιλές στη χώρα, ή τέλος πάντων είναι όσο είναι σε εμάς το παιδικό χάντμπολ. Εγώ φορούσα διακριτικά της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου Ντούκλα (είναι η ομάδα που υποστηρίζω εδώ), αν και δεν έχει τμήμα μπάσκετ. Τώρα, δεν είχα πληροφορηθεί ότι η μισητή αντίπαλός μας, η Μποχέμιανς (που έχει σήμα το… καγκουρό!), έδινε την ίδια ώρα αγώνα στο γήπεδό της, με μία τρίτη ομάδα. Όπως επίσης δεν ήξερα ότι ηττήθηκαν με 0-2. (Και πολύ καλά κάνανε).

Όπως επίσης δεν ήξερα ότι το λεωφορείο μας περνούσε μπροστά από το γήπεδο της Μποχέμιανς.

Το κατάλαβα όταν, εκεί που ήμασταν δέκα άνθρωποι όλοι κι όλοι και κοιτάγαμε την πόλη από τα παράθυρα, το αστικό ήρθε και γέμισε με τύπους με πράσινα κασκόλ —λόγω των χρωμάτων της ομάδας— και πράσινα μούτρα — λόγω της ήττας. Πολλοί ήταν χοντροί. Με κοιλιές. Ή μάλλον όχι χοντροί: θηρία.

Άρχισα αμέσως να γράφω μηνύματα στο κινητό, στέλνοντας την αγάπη μου σε φίλους και συγγενείς, με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο άρπαξα από προσφιλή συνήθεια τα κλειδιά μου, για να πέσω μαχόμενος γενναία.

Μπα. Δεν χρειάστηκε. Δεν με κοίταξαν καν. Σημασία δεν μου έδωσαν.

Έβαλα τα κλειδιά μου πίσω στην τσέπη. Και βλαστήμησα για καναδυό από τα μηνύματα που είχα προλάβει να στείλω, γιατί στην πραγματικότητα δεν τα εννοούσα.

ΤΡΙΑ. Με έχουν πολλές φορές κατηγορήσει ότι ονειρεύομαι, λέει, μία αστυνομοκρατούμενη Ελλάδα. Καλά κάνουν και με κατηγορούν για οτιδήποτε, πραγματικά γίνομαι καλύτερος άνθρωπος με κάθε τέτοια κουβέντα. Ή, έστω, προσπαθώ.

Αλλά —σας το έχω ξαναπεί— είμαι άνθρωπος που τη φοβάται την αστυνομία. Θα πεθάνω, και δεν θα μου έχει φύγει ο φόβος της. Είμαι δε απολύτως βέβαιος ότι κάποτε θα με συλλάβουν για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα ποτέ, και ότι θα φάω τη ζωή μου μέσα σε μία καφκική κατάσταση που θα με τρελάνει.

Όχι: δεν θέλω να βλέπω αστυνομικούς και περίπολα. Ποτέ μου. Φοβάμαι — μου έχει μείνει από παλιά, από όταν ήμουν μικρός. Και ακόμη και τώρα, όταν βγάζω τον σκύλο μου στις 6 το πρωί, μέσα στο σκοτάδι, σε έναν έρημο, ιδιωτικό δρόμο χωρίς κίνηση, και βλέπω από μακριά τα φώτα του περιπολικού να με πλησιάζουν σιγά-σιγά σαν καρχαρίας που κυνηγάει σε έναν κοραλλιογενή ύφαλο, ακόμη και τώρα με κόβει κρύος ιδρώτας. Κι όταν το περιπολικό με φτάνει και ο οδηγός του γυρίζει και με κοιτάζει με μισό μάτι, λέω από μέσα μου, «Ώρες είναι να κατουρήσαμε κάπου στραβά και να μας τρέχουν στα κρατητήρια ή στα ορυχεία να σπάμε πέτρες».

Αλλά προτιμώ να τους βλέπω —χίλιες φορές το προτιμώ—, αντί για χούλιγκαν που τα σπάνε. Αντί για τύπους που πλακώνονται εν μέση οδώ. Αντί για ανθρώπους που οδηγούν μεθυσμένοι. Και αντί για τύπους που παρατάνε σκυλιά στον δρόμο, ή που τα κακοποιούν.

Δεν λέω καν για όλα τα άλλα. Δεν λέω για το παραεμπόριο στα πεζοδρόμια και τις πλατείες,ή για την εμπορία ναρκωτικών υπό το φως της ημέρας, ή για τη φρίκη και τη γελοιοποίηση των πανεπιστημίων, ή για όλα αυτά τα «μικροπράγματα» που στην Ελλάδα θεωρούμε κανονικότητα. Και δεν μιλώ καν, βέβαια, για το φασιστικό γκέτο των Εξαρχείων. Ή για τις εκτελέσεις στην Ομόνοια ή στη Βάθης, αυτή τη σχετικώς νέα ρουτίνα μας («Δεν πειράζει, μωρέ, ξένοι είναι, νυχτόβιοι, διαφορές έχουν, οκέι»), με δυο σφαίρες στο στήθος και μία στο κεφάλι για σιγουριά.

Δεν μιλώ καν για όσα συνθέτουν την εικόνα μιας ελληνικής πόλης.

Δεν θέλω αστυνομοκρατία. Θέλω ασφάλεια. Γιατί η ασφάλεια είναι η βάση της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της ανάπτυξης. Όλα τα άλλα είναι χάος. Είναι Judge Dredd. Και τον Δικαστή Ντρεντ τον γεννά η ανομία, τον γεννά το Χάος.