Ιστορική αυτογνωσία, αυτοκριτική και ενσυναίσθηση

Ιστορική αυτογνωσία, αυτοκριτική και ενσυναίσθηση

Έχει λεχθεί πως η μεγαλύτερη πρόοδος στην ιστορία του πολιτισμού θα έχει συντελεστεί όταν οι ίδιες λέξεις φτάνουν να σημαίνουν τα ίδια πράγματα στα αυτιά και την αντίληψη όλων των ανθρώπων.

Με δεδομένο πως, όπως προ ετών είχα πει σε ένα διεθνές συνέδριο στη Λίλλη, διαχρονικώς αθώα συλλογικά υποκείμενα δεν υπάρχουν, θα παράφραζα κάπως αυτή τη φράση και θα υποστήριζα: «Η μεγαλύτερη πρόοδος στην ιστορία του πολιτισμού θα έχει συντελεστεί όταν οι όλοι οι λαοί φτάσουν να αναπτύσσουν την ίδια δυσανεξία και την ίδια διάθεση κατάκρισης προς τις εγκληματικές στιγμές του παρελθόντος του που έχουν για ανάλογες στιγμές και ενέργειες άλλων λαών».

Με άλλα λόγια όταν πάψει, επί λαών και εθνικών δρώντων, να έχει εφαρμογή το επί ατόμων -και με διάθεση εν πολλοίς χαριτολογήματος- συχνά επαναλαμβανόμενο «η ζωή θα ήταν αφόρητη και πάντως αφόρητα πληκτική, αν δείχναμε για τους εαυτούς μας την ίδια αυστηρότητα και επικριτική διάθεση που δείχνουμε για τους άλλους»…

Δυστυχώς, όμως αυτή η διάθεση αποστασιοποιημένης αυτοκριτικής θεώρησης του παρελθόντος έχει αναπτυχθεί σε μικρό βαθμό μόνο. Και, επιπρόσθετα, τελείως άνισα μεταξύ λαών με βεβαρυμμένο «ιστορικοποινικό» μητρώο.

Πρώτοι, ευλόγως ίσως, τη σχετική αυτή ικανότητα αυτοκριτικής και αυτοενοχοποίησης την ανέπτυξαν οι μεγαλύτεροι εγκληματίες, οι Γερμανοί -«οι λέξεις "θηριωδία", "αγριότητα", "βαρβαρότητα" δημιουργήθηκαν για να περιγράφουν πράξεις ανθρώπων που δεν είναι Γερμανοί», έγραφε μεταπολεμικά ο Ασημάκης Πανσέληνος- με κορυφαία εκδήλωσή της τη δημόσια γονυκλισία του καγκελάριου Βίλυ Μπραντ, μπροστά στο μνημείο των θυμάτων του ολοκαυτώματος…

Κάποια ανάλογη διάθεση επέδειξαν, με μεγάλη χρονοκαθυστέρηση έστω, και οι Γάλλοι, τόσο για τη στάση της κοινωνίας τους στους μαζικούς εκτοπισμούς Εβραίων επί καθεστώτος Βισύ όσο και για τη στάση του οργανωμένου γαλλικού κράτους απέναντι στους Αλγερινούς που διεκδικούσαν κατά τη δεκαετία του 1950 την ανεξαρτησία τους…

Μικρότερη ασφαλώς υπήρξε, αντίθετα, η ευαισθησία και η αυτοκριτική διάθεση των Βρετανών για τη στάση τους έναντι αρκετών λαών, την περίοδο που ψυχορραγούσε η αποικιοκρατική αυτοκρατορία τους…

Φοβάμαι, όμως, πως είναι στην περιοχή μας, στα ευρύτερα Βαλκάνια, όπου η περί ης ο λόγος ικανότητα αυτοκριτικής και ενσυναίσθησης έχει αναπτυχθεί λιγότερο. Ειδικότερα:

Για τους λαούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν νομίζω να τίθεται θέμα. Ουδέν έμαθαν και ουδέν λησμόνησαν, κατά τα φαινόμενα. Μάτια έχουν -μόνο- για τα εγκλήματα των λαών με τους οποίους αναγκαστικά συνυπήρξαν επί επτά δεκαετίες…

Από την πλευρά της, αν η Τουρκία είχε στοιχειωδώς αναπτύξει τη διάθεση για αυτοκριτική και εύλογα ενοχική θεώρηση του ιστορικού-οθωμανικού παρελθόντος της, δεν θα περίμενε τον πρόεδρο Μπάιντεν να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων (ώστε 100 χρόνια μετά να πιάσει τόπο το έργο του ανθρώπου που θέλησε να ανοίξει τα μάτια της ανθρωπότητας, του πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου…). Θα είχε πάει η ίδια, με θάρρος και αυτοκριτική αξιοπρέπεια, τη σχετική πρωτοβουλία…

Τέλος, όσον μας αφορά, αν δεν υστερούσαμε και εμείς στο συγκεκριμένο τομέα, τα Ελληνόπουλα θα ήξεραν από το σχολείο τόσο το τι ακολούθησε την άλωση της Τριπολιτσάς όσο και το ότι τη στάση του υποχωρούντος από τη Μικρά Ασία ελληνικού στρατού τη χαρακτήρισαν τέσσερις λέξεις: «εμπρησμοί, ατιμώσεις, βιασμοί, σφαγαί»...

Αυτά όχι κατά την κρίση κάποιου Τούρκου, μάρτυρα, θύματος ή ιστορικού. Ούτε καν σύμφωνα με τη μαρτυρία κάποιου ουδέτερου ξένου παρατηρητή, δημοσιογράφου, χρονικογράφου κλπ… Αλλά σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον ηγέτη του εκστρατευτικού στρατεύματος, δηλαδή τον Έλληνα αρχιστράτηγο Χατζανέστη, στην επιστολή του προς τον μέραρχο υποστράτηγο Φράγκου (την οποία προσωπικά σε μένα υπενθύμισε, ανασύροντάς την από τη λήθη, ο ρέκτης μελετητής της ιστορίας κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος…).

*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης