Ιστορία και συγκυρία

Ιστορία και συγκυρία

Του Θανάση Διαμαντόπουλου

SΉταν για μένα μια σημαντική στιγμή. Ο Κωστής Χατζηδάκης και ο Ευάγ. Βενιζέλος μού έκαναν την τεράστια τιμή (μαζί με τους κορυφαίους συναδέλφους Ευάνθη Χατζηβασιλείου και Ξενοφώντα Κοντιάδη) να παρουσιάσουν το αποτελούμενο από επτά τομίδια έργο μου «10 και μια δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων: οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017».

Εκεί, όμως, όπως δεν είναι σύνηθες σε παρουσιάσεις βιβλίων, συνέβη ένα γεγονός μείζονος πολιτικής σημασίας. Ο αντιπρόεδρος της ΝΔ τόνισε πως δεν θα ήταν επωφελές για τον τόπο η χώρα να μετατραπεί ξανά, μετά τις εκλογές και την αλλαγή σκυτάλης στη διακυβέρνησή της, σε ένα απέραντο δικαστήριο. Και ο Βενιζέλος –όπως άλλωστε και ο παρευρισκόμενος στην εκδήλωση Ανδρέας Λοβέρδος- αντέδρασαν έντονα! «Αν αφήσουμε το θέμα έτσι, θα μας κατηγορήσουν για συμψηφισμό», τόνισε ο πρώτος.

Στη συνέχεια δε, σε άρθρο του στα Νέα, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υποστήριξε πως Εσχάτη Προδοσία κατά το άρθρο 134 του ΠΚ δεν συνιστά μόνον η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος… Αλλά και η αλλοίωση, η καταστρατήγηση και η υποβάθμιση θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος αυτού, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (την οποία, προφανώς, επιχειρούν σήμερα οι «ρασπουντινοϋποκινούμενοι» συριζαίοι). Με το άρθρο του να καταλήγει: «κανείς δεν δικαιούται να παριστάνει τον 'σώφρονα', τον 'μετριοπαθή', τον ανώτερο'».

Επί της ουσίας, μάλιστα, για ανάλογη υποβάθμιση θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος –άρα επίσης για εσχάτη προδοσία- θα μπορούσε, νομίζω, να μιλήσει, καταδεικνύοντας και τη δημόσια τηλεόραση (η οποία καταφανώς λειτουργεί τα τελευταία χρόνια σαν τηλεοπτική Πράβντα), κάτι που καταλύει τη θεσμοθετημένη πολυφωνία, ομοίως πυλώνα του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ας μου επιτραπεί ωστόσο, εμένα του ασήμαντου, μια διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων…

Αφού τονίσω βέβαια πως θεωρώ τον Βαγγ. Βενιζέλο ως ένα από τα κορυφαία μυαλά –αν όχι το κορυφαίο- που ενεπλάκη στη δημόσια ζωή του τόπου σε όλη τη διάρκεια του εθνικού δημόσιου βίου. Ως μια πολιτική προσωπικότητα παγκόσμιου διαμετρήματος. Που είναι, ίσως, (αν και στο παρελθόν, βέβαια, δεν υπήρξε άσφαλτος: μόνον οι μη δρώντες είναι τέτοιοι) ο πιο αδικημένος από την ελληνική κοινωνία δημόσιος άνδρας.

Μαζί, δε, με τον άλλον πολιτικό που μακράν ξεχωρίζει από το σημερινό πολιτικό προσωπικό, τον Ανδρέα Λοβέρδο, αποτελούν, πιστεύω, τους πια άδικα ίσως στοχοποιηθέντες από τους κάθε λογής –συγχωνευμένους σήμερα- πολιτικοδικαστικοδιωκτικούς μηχανισμούς της χώρας. Και, μάλιστα, όχι μόνον από αυτούς, αλλά και από γνωμοδιαμορφωτικούς παράγοντες. (Προ ημερών, πχ, στην αρθρογραφία του στην Καθημερινή ο Παντ. Μπουκάλας, γράφοντας για τα της Νοβάρτις, με νόημα τόνιζε πως ΚΑΙ ο Άκης Τσοχατζόπουλος διακήρυσσε ότι δεν τα είχε πάρει.

Πονηρά οδηγώντας τους αναγνώστες του, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Παβλόφ, σε έναν συνειρμό προσομοίωσης των ανόμοιων, βασιζόμενο στον νόμο των εξαρτημένων αντανακλαστικών. Όπως ακριβώς ο Γκαίμπελς ανόρθωνε μετά το 1943 το φρόνημα των Γερμανών, παίζοντας περιστασιακά στο ραδιόφωνο το εμβατήριο που, τα χρόνια των θριάμβων, παιζόταν κάθε φορά που υπήρχαν νίκες των ναζιστικών στρατευμάτων).

Κατανοώ, λοιπόν απόλυτα το δίκαιο και την αγανάκτηση των δύο συνταγματολόγων πολιτικών.

Θα ήθελα ωστόσο –ως ταπεινός συνάδελφος, συμμελετητής της πολιτικής ιστορίας και των θεσμών- να παρακαλέσω τους δύο αυτούς πολιτικούς ογκόλιθους να σκεφθούν ότι συμφέρει τον τόπο, συμφέρει τους θεσμούς της δημοκρατίας, συμφέρει την πολιτικοκοινωνική γαλήνη, συμφέρει –και όχι μόνον με όρους υστεροφημίας- ίσως και τους ίδιους να ξεφύγουν από τη συγκυρία. Και να κινηθούν με όρους Ιστορίας. Ας αναλογισθούν, λοιπόν, πού οδηγήθηκε ο τόπος κάθε φορά που αδικημένοι πολιτικοί λειτούργησαν περισσότερο ως αδικημένοι –και η βενιζελική παράταξη και προσωπικά ο αναθεματισθείς Βενιζέλος αδικημένοι ήταν τη διετία πριν από την περίοδο της τυραννικής διακυβέρνησής τους που ξεκίνησε το 1917- και λιγότερο ως πολιτικοί.

Η μεγαθυμία και η λήθη – η Ιστορία το έχει πολλές φορές (απο)δείξει- θα είναι το καλύτερο δώρο που μπορούν να κάνουν στον τόπο. Και το πολιτικά πιο βλαπτικό για τους αντιπάλους τους. Βαγγέλη Βενιζέλε, Ανδρέα Λοβέρδε, αγαπημένοι μου φίλοι αναλογιστείτε: «Όλους αυτούς που σε πικράνανε από ψηλά αν τους κοιτάξεις θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι που στη στιγμή θα τους ξεχάσεις»! Την αγάπη μου.