«Μόνο η Παιδεία είναι πραγματική μηχανή ανάπτυξης!»

«Μόνο η Παιδεία είναι πραγματική μηχανή ανάπτυξης!»

Της Έφης Μπάσδρα*

εφη μπασδρα

«Η Παιδεία είναι η καρδιά της Δημοκρατίας και χτυπάει σωστά μόνο όταν ο παλμός της δημόσιας ζωής είναι ζωηρός και υγιής. Μόνο η Παιδεία είναι πραγματική μηχανή ανάπτυξης. Γι' αυτό πρέπει να συνδεθεί με την οικονομία. Είναι επίσης πυξίδα, αφού είναι η έρευνα, η γνώση και η καινοτομία που ορίζουν την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να κινηθούμε από εδώ και πέρα ως χώρα.»

Έτσι ξεκίνησε την ομιλία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέναντι σε μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, πανεπιστημιακές αρχές και ακαδημαϊκούς. Και είναι η απόλυτη αλήθεια αν δούμε πως αναπτύχθηκαν χώρες που επένδυσαν στην καλυτέρευση της εκπαίδευσης των πολιτών τους.

Κύριο σημείο σύζευξης παιδείας-οικονομίας αποτελεί η σύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας. Όταν το 2014 ανακοινώθηκαν τα ευρήματα της μεγάλης έρευνας της McKinsey που αφορούσε στην αγορά εργασίας, τις δεξιότητες, τις σπουδές και την ανεργία γενικότερα, σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες ανάμεσά τους και η Ελλάδα, καταδείχθηκε για πρώτη φορά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η δυσαρμονία των υψηλών ποσοστών ανεργίας των νέων με την έλλειψη δεξιοτήτων και ειδικών προσόντων.

Παρά το τότε δυσθεώρητο πανευρωπαϊκό 23,6 % μέσο ποσοστό ανεργίας, η έρευνα έδειξε ότι οι επιχειρήσεις αδυνατούσαν να βρουν τους εργαζόμενους που αναζητούσαν, λόγω έλλειψης δεξιοτήτων και ειδικών γνώσεων. Έτσι όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα για την έρευνα, την εκπαίδευση και την κατάρτιση όπως το Horizon2020 και το Erasmus+, ενέταξαν στο σχεδιασμό τους τη λογική της παράλληλης πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων μέσα από συνέργειες με επιχειρήσεις και εργασιακές δομές και φορείς. Στην κατεύθυνση αυτή εναρμονίστηκαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με αποτέλεσμα την απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους των ερευνητικών και εκπαιδευτικών κονδυλίων.

Στη χώρα μας μέχρι σήμερα, λόγω της δεκάχρονης κρίσης, το 5,5% του εργασιακά ενεργού πληθυσμού της χώρας έχει ήδη μεταναστεύσει, νέοι και νέες με πολλαπλά προσόντα και τίτλους. Το 2014 σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε πιλοτικά με την Εθνική Τράπεζα ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα υποτροφιών που συνέδεε τα μεταπτυχιακά προγράμματα με την αγορά εργασίας.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό οι υπότροφοι λαμβάνουν υποτροφίες για διετείς μεταπτυχιακές σπουδές σε ελληνικά πανεπιστήμια ενώ παράλληλα ασκούνται καθημερινά ως πρακτικάριοι σε μία επιχείρηση με συναφές αντικείμενο με αυτό των μεταπτυχιακών τους σπουδών.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών και τη λήψη του μεταπτυχιακού τίτλου, η επιχείρηση στο πλαίσιο προγραμματικής συμφωνίας με τον φορέα διαχείρισης του προγράμματος υποτροφιών, προσλαμβάνει τον υπότροφο με πλήρη απασχόληση για δύο επιπλέον χρόνια. Συνέπως «2+2», δύο χρόνια σπουδών με ενσωματωμένη διαρκή πρακτική άσκηση, συν δύο χρόνια εργασίας πλήρους απασχόλησης, τέσσερα συνολικά χρόνια στη αγορά εργασίας.

Η επιπλέον εξειδίκευση του υποτρόφου μέσω απόκτησης του μεταπτυχιακού του και η παράλληλη εξάσκηση των νεοαποκτηθέντων γνώσεων σε πραγματικές εργασιακές συνθήκες, προσομοιάζει με την ζητούμενη ευρωπαϊκή πρακτική του Work Base Learning και όσα προτείνονται συστηματικά από όλες τις έρευνες και τους φορείς που ασχολούνται με θέματα ανεργίας και αγοράς εργασίας.

Η μεταφορά τεχνογνωσίας στην επιχείρηση, η εισαγωγή επιλεγμένου άριστου στελεχιακού δυναμικού στις ελληνικές επιχειρήσεις, η αναχαίτιση του φαινομένου “brain drain” και η καταπολέμηση της ανεργίας ατόμων με υψηλά προσόντα, μετρώνται στα πολλά πλεονεκτήματα του προγράμματος.

Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να εφαρμοστεί σε χιλιάδες μεταπτυχιακούς φοιτητές και να ενταχθεί στα χρηματοδοτούμενα προγράμματα εργασίας του ΕΣΠΑ σε συνεργασία με το Υπουργείο Εργασίας και το Υπουργείο Ανάπτυξης. Πρόκληση θα ήταν η εφαρμογή αυτού του προγράμματος και στο δημόσιο.

Το επιτυχημένο αυτό πρόγραμμα ακυρώθηκε επί κυβερνήσεως Σύριζα! Χρειάζεται φαντασία, τόλμη, και επιπλέον πολιτικό θάρρος για να ξαναγίνει η Παιδεία πραγματική μηχανή ανάπτυξης για τη χώρα!

*Η Έφη Μπάσδρα είναι καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και διετέλεσε Πρόεδρος του ΙΚΥ όταν σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε το πρόγραμμα «2+2».