«Είδαμε τα χειρότερα», στο Χρηματιστήριο Αθηνών;

Του Κωνσταντίνου Βέργου*

Καθώς οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών είναι σε εξέλιξη, και μετά την κατάρρευση τιμών πολλών τραπεζικών τίτλων στο προηγούμενο διάστημα, εύλογη η ανησυχία ανάμεσα σε επενδυτές και το ερώτημα: «είδαμε τα χειρότερα» στο χρηματιστήριο Αθηνών;

Αν θα θέλαμε να μιλήσουμε εκ του ασφαλούς, θα περιμέναμε να δούμε γενικότερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας πρώτα, πριν να επενδύσουμε ξανά στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Μια γενικότερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα επέτρεπε άμεση αύξηση των πωλήσεων των εταιρειών στην εγχώρια αγορά και ταχεία ανάκαμψη των κερδών τους, που θα πυροδοτούσε τουλάχιστον 20 με 30 ιστορίες «ανάκαμψης» για μεσαίας και μεγάλης κεφαλαιοποίησης εταιρείες του Χ.Α. Ιστορίες που θα σηματοδοτούσαν τη γενικότερη ανάκαμψη.

Όμως το χρηματιστήριο συνήθως προηγείται και δεν έπεται της ανάκαμψης. Οι χρηματιστηριακές αγορές προεξοφλούν τις εξελίξεις σε σχέση με εταιρικά κέρδη/ταμιακές ροές, τουλάχιστον 6 μήνες πριν αυτό φανεί στην οικονομία. Όταν επομένως η οικονομία θα βρίσκεται σε ανάκαμψη, το πιθανότερο είναι ότι οι τιμές ήδη θα έχουν ανακάμψει αρκετά ισχυρά, και η όποια επένδυση θα επέτρεπε να πάρουμε μικρό κομμάτι από την ανατίμηση της αγοράς.

Οι ασφαλείς ενδείξεις επομένως δεν είναι και οι πιο επικερδείς. Η χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας στο προηγούμενο διάστημα γνώρισε μερικές από τις βαρύτερες ήττες της. Η Εθνική Τράπεζα, η άλλοτε ναυαρχίδα του ελληνικού χρηματιστηρίου, αποσύρθηκε ουσιαστικά από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η έλλειψη, επιπλέον, μεγάλης προθυμίας επένδυσης στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ελληνικών τραπεζών αύξησε τον επενδυτικό εκνευρισμό. Οι τρομακτικές (92%-99,8%) απώλειες κεφαλαίων των μικρών και μεγάλων επενδυτών τραπεζών στην τελευταία διετία επίσης αποδυνάμωσαν τη «ζωτική επενδυτική δεξαμενή» που θα μπορούσε να δώσει ρευστότητα στις νέας αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών. Και η συνέχιση της οικονομικής κρίσης δεν επέτρεψε να υπάρξει έστω εκείνη η υποτυπώδης αισιοδοξία για τις προοπτικές κερδοφορίες των εταιρειών στο άμεσο μέλλον. Οι χρηματιστηριακές τιμές, μάλιστα, υποχώρησαν τόσο που ο δείκτης να προσεγγίζει τα προηγούμενα χαμηλά και να απειλεί τις στηρίξεις στις 560-580 μονάδες.

Όμως αυτή είναι η μία πλευρά του θέματος. Η άλλη είναι ότι η κυβέρνηση ενδυνάμωσε τη συνεργασία της με τους Ευρωπαίους εταίρους, το τραπεζικό σύστημα από πλευράς καταθέσεων σταθεροποιείται και υπογράφτηκε η πρώτη σύμβαση ιδιωτικοποιήσεων, αυτή για τα αεροδρόμια.

Ιδιαίτερα η υπογραφή της σύμβασης ιδιωτικοποιήσεως των αεροδρομίων και η συνεργασία με τους εταίρους αποτελούν εξαίρετες ειδήσεις για τη χρηματιστηριακή αγορά, και δίνουν «σήμα» προς διεθνείς επενδυτές που στο επόμενο διάστημα, μπορεί, εφόσον οι συνθήκες στις αγορές γενικώς είναι καλές, να επενδύσουν σταδιακά. Οι επενδύσεις θα είναι αρχικά κερδοσκοπικών, αλλά στη συνέχεια πιο μακροπρόθεσμων, επενδυτικών κεφαλαίων. Εν ολίγοις, αν και η κυβέρνηση πήρε αποφάσεις που έχουν υψηλό πολιτικό κόστος, ουσιαστικά με τις κινήσεις της το τελευταίο διάστημα δημιουργεί συνθήκες επιστροφής κεφαλαίων στο Χ.Α. Αυτό φυσικά απέχει από το να μιλήσει κάποιος για «ξεκίνημα του ράλι» επιστροφής σε υψηλά επίπεδα που διαμορφώθηκαν πριν 5-6 χρόνια, και δεν αποκλείει εντελώς τη συνέχιση βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων. Όμως, χωρίς αμφιβολία, ενισχύει την εικόνα της χώρας προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, μειώνει τους κινδύνους περαιτέρω μαζικών ρευστοποιήσεων και δημιουργεί συνθήκες που σε βάθος χρόνου θα επιτρέψουν καλύτερη πορεία για το Χ.Α. από εκείνη που πρόσφατα εκτιμούσαμε ότι θα είχε σε βάθος χρόνου.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία

Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.