«Ακολουθεί βιωματικό ποστ»

«Ακολουθεί βιωματικό ποστ»

 

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Πριν κάποια χρόνια, έγιναν πολύ της μόδας και στα ελληνικά social media τα λεγόμενα «βιωματικά ποστ». Μάλιστα, πολλά από αυτά δεν ήρθαν απλώς από έξω —όπως, παραδόξως, εξακολουθούν να εισάγονται ένα σωρό παρόμοιοι νεωτερισμοί, παρά την παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας—, αλλά ήταν κατά λέξη μετάφραση γνωστών ιστοριών που είχαν προ πολλού παίξει σε Ευρώπη και Αμερική — διέφεραν μόνο κάποιες λεπτομέρειες στα ονόματα και στις τοποθεσίες, πράγμα λογικό. Σε αυτά, όπως ξέρετε, ο χρήστης αφηγούνταν συνήθως ένα περιστατικό της καθημερινότητας, κάτι που συνέβη μόλις χθες ή το ίδιο απόγευμα και στο οποίο υποτίθεται ότι υπήρξε πρωταγωνιστής. Συνήθως, το όλον είχε να κάνει με μία πράξη ταπεινού αλτρουισμού, τη βοήθεια που προσέφερε σε κάποιον αναξιοπαθούντα, την ωραία άμυνα που αντέταξε σε μία ρατσιστική επίθεση σε έναν φτωχό, ή μετανάστη, ή φτωχό μετανάστη, μία ωραία κουβέντα που είπε την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο άνθρωπο, την επίδειξη συνετής ρωμαλεότητας σε ένα έκτακτο περιστατικό κ.ο.κ.

Για κάποιο λόγο, τα περισσότερα διαδραματίζονταν είτε (α΄) στα μέσα μαζικής μεταφοράς: φέρ' ειπείν, κάποιος προσέβαλλε ή έβριζε ή λοιδορούσε μία μελαχρινή, αξιοπρεπέστατη, πρόσφυγα με μαντίλα, αλλά ο αφηγητής τον έβαζε στη θέση του με έναν υπέροχο λόγο ξεσηκώνοντας το χειροκρότημα των υπολοίπων επιβατών που μέχρι εκείνη τη στιγμή σιωπούσαν, αδιαφορούσαν ή γενικώς ήσαν αμέτοχοι, είτε (β΄) στο σουπερμάρκετ: ένας ηλικιωμένος δεν είχε να πληρώσει το γάλα του, ή σε μια εμφανώς μικροσυνταξιούχο κυρία έλειπαν εξήντα λεπτά τού ευρώ να συμπληρώσει τον λογαριασμό για τα λιγοστά πραγματάκια που είχε αγοράσει, οπότε είτε ο αφηγητής, είτε η μεσήλικη, κουρασμένη από τη δύσκολη δουλειά της ταμίας, είτε όλοι οι πελάτες του μαγαζιού μαζί, έδιναν χρήματα και του/της κερνούσαν ένα καρότσι γεμάτο ψώνια, σχεδόν φωνάζοντας με την κίνησή τους αυτή, «Εγώ είμαι ο Σπάρτακος». Κάποια άλλα, πάλι, μεγάλη κατηγορία αφορούσε ζευγάρια απομάχων της ζωής που κρατιούνταν χεράκι-χεράκι δείχνοντας πόσο πολύ αγαπιόνταν ακόμα, γιατί η αγάπη η κανονική, η μεγάλη, η καυτή, η ζέουσα, όχι η δημοσιοϋπαλληλική και ξενέρωτη, είναι άλλο πράγμα, είναι αιώνια κλπ. κλπ.

Εν πάση περιπτώσει, ήταν ωραία ποστ και ο κόσμος τα χαιρόταν και τα κοινοποιούσε συγκινημένος. Παρ' όλα αυτά, από εδώ και καναδυό χρόνια τα βιωματικά ποστ παρήκμασαν — γιατί, θα πει κάποιος, πόσα πια καροτσάκια φτωχών να γεμίσουν από την ευσπλαχνία τού πλησίον, πόσους ρατσιστές να ρεζιλέψουμε στο τρόλεϊ, πόσους παππούδες που κρατιούνται στοργικά να συναντήσουμε στον δρόμο, πόσοι φτωχοί ταβερνιάρηδες να προσφέρουν άραγε δωρεάν φαγητό σε έναν ζητιάνο ή σε έναν νεαρό χρήστη;… Η ανακύκλωση και η επανάληψη πανομοιότυπων ιστοριών ανθρωπιάς —όλων τους fake news: η έμφαση στο fake και όχι στο news— λίγο κούρασε τους αναγνώστες-καταναλωτές τους.

Ομοίως, σιγά-σιγά άρχισαν να μειώνονται και οι Ιστορίες Του Ταξί — άλλη σπουδαία κατηγορία ποστ κι αυτή, που αφορούσε, τι άλλο, πράγματα που άκουσε με ανοιχτό το στόμα ο αφηγούμενος μέσα στο ταξί από τον οδηγό κατά τη μεταφορά του το πρωί προς το γραφείο. (Σημείωση: Κατά κανόνα οι ιστορίες αυτές ήταν πρωινές, και πάντα το δρομολόγιο ήταν «προς το γραφείο» και όχι «προς τη δουλειά» ή «προς το μαγαζί» ή γενικώς προς οπουδήποτε: όσοι έκαναν ή εξακολουθούν να κάνουν τέτοια ποστ χαρακτηρίζουν συστηματικά τη δουλειά τους «γραφείο», υπονοώντας με αυτό το κλείσιμο του ματιού ότι, όχι να το παινευτούν, αλλά ανήκουν σε κάποιου είδους πνευματική ελίτ, ας πούμε, ενώ εμείς νομίζαμε ότι είχαν βουλκανιζατέρ ή ήταν ελαιοχρωματιστές).

Στις Ιστορίες Του Ταξί, όπως βέβαια ξέρετε, πάντα ακούγεται Τράγκας από το ραδιόφωνο, ή το πολύ-πολύ Ντέρτι FM, ενώ ο οδηγός είναι απέραντα ηλίθιος και συνωμοσιολόγος, ξέρει πού κρύβονται οι Ανουνάκι, πιστεύει ότι για όλα φταίει ο Σόρος, κόβει το χέρι του πως έχει βρεθεί το φάρμακο για τον καρκίνο, ορκίζεται πως έχει πάρει κούρσα τον Βαρουφάκη που του εμπιστεύτηκε μία σειρά από μεγάλες αλήθειες για την παγκόσμια οικονομία, τη Θεωρία Παιγνίων κλπ. κλπ. Ωραία ποστ κι αυτά, αλλά που έκαναν επίσης τον κύκλο τους και πλέον δεν έχουν τις πιένες της προηγούμενης πενταετίας — μολονότι ένα ποσοστό (μονοψήφιο) αυτών των ιστοριών είναι πράγματι αληθινό, δηλαδή κωμικό, καθώς ανάμεσα στους οδηγούς ταξί υπάρχουν προφανώς και αρκετοί όπως οι προαναφερθέντες. Σε κάθε επάγγελμα υπάρχουν τέτοιοι χαζοί, οι ταξιτζήδες θα ξέφευγαν; (Στον αντίποδα, υπάρχει και η υποκατηγορία Ταξιτζής Που Έπαθε Μελωδία FM, όπου ο συμπαθής οδηγός, σύμφωνα με τον αναρτήσαντα, έχει ένα πεντακάθαρο όχημα, φορά διακριτικό άρωμα, τρώει μόνο βιολογική βρώμη και μας ρωτά αν θέλουμε να μας βάλει να ακούσουμε τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» από τον Γκλεν Γκουλντ, ή αν θα προτιμούσαμε κάτι πιο hardcore).

Έτσι, ελλείψει όλων αυτών, σιγά-σιγά μένουμε με τις σταθερές αξίες του Facebook, όπως για παράδειγμα τις αναρτήσεις των γραφικών φίλων μας αριστερών, που εδώ και τριάμισι σχεδόν χρόνια γράφουν για σκυλάκια, γατάκια, για την αγαπημένη τους ταινία του Γκοντάρ, για παλιά live που παρακολούθησαν στο Γκαγκάριν και στο Ρόδον, και άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε. Όχι ότι έχουμε παράπονο βέβαια. Καλύτερα τέτοια, παρά να υπερασπίζονται τον Καμμένο και τον Παπαδημούλη, παραθέτοντας τσιτάτα από δεσποτάδες και οϋκάδες για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.

Και βέβαια, χρονιάρες μέρες που 'ναι, έχουμε τις Συμβουλές Ορθής Εορταστικής Ελεημοσύνης, μονίμως τσαντισμένων κυριών συνήθως ή μονίμως τσαντισμένων γαπικών — δεν ξέρω γιατί. Έχουν να κάνουν με αυτό ακριβώς που λέει η ονομασία τους: πώς να δίνουμε ελεημοσύνη τις άγιες αυτές ημέρες με τον τρόπο τον σωστό, τον κιμπάρικο, τον σένιο. Ας πούμε, μία συμβουλή που παίζει πολύ στα social είναι να αγοράζουμε πράγματα από τον Γρηγόρη Μικρογεύματα (τοστ, χυμό και τέτοια) και να τα αφήνουμε διακριτικά στο προσκεφάλι ενός αστέγου — αν δε ο άστεγος έχει και σκύλο, να βάζουμε και μία λουκανικόπιτα στη σακουλίτσα να κάνει Χριστούγεννα και το ζωντανό. Ή, τώρα που βγαίνουμε έξω πιο πολύ από το σύνηθες, να μην ξεχνάμε να χαμογελάμε σε όσους δουλεύουν και είναι εκεί για να μας εξυπηρετούν, γιατί κι αυτοί άνθρωποι είναι, και το χρειάζονται, και να ανεβάσουμε ένα κλικ το φιλοδώρημά μας, γιατί ως γνωστόν δεν αποζημιώνονται καλά από τα αφεντικά τους, ο καπιταλισμός είναι μια Κόλαση.

Λίγο-λίγο μάλιστα αυτές οι ΣΟΕΕ τείνουν να πάρουν πάλι τη μορφή βιωματικών ποστ. Ουσιαστικά, θέλουν να μας πουν ότι πήγαν οι ίδιες/-οι στον Γρηγόρη, γέμισαν μια τσάντα με σαντουιτσάκια μπριός με μοτσαρέλα και χάρτινα ποτήρια με latte macchiato με μισό στικ καστανή ζάχαρη και την άφησαν σε έναν/μία άστεγο/-γη συμπολίτη/λίτισσά μας, τρέχοντας κατακόκκινες/-οι από συστολή μην και τους πάρει χαμπάρι και δουν τα δάκρυα ευγνωμοσύνης στα μάτια του/της, ή ότι γύρισαν προς τη/τον φοιτήτρια/-τή που τους εξυπηρέτησε στο wine bar και της/του έκλεισαν γλυκά και με κατανόηση το μάτι, γλιστρώντας την τελευταία στιγμή στο χέρι της/του ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. Πράγμα αξιοθαύμαστο, και μπράβο σε όλες/-ους τους.

Αν μάλιστα οι Γιορτές κρατούσαν κάνα δεκαήμερο ακόμη, είναι περισσότερο από σίγουρο ότι οι timeline μας θα γέμιζαν πάλι με σοροπιαστή «βιωματική» ηθογραφία.

Όχι ότι θα γλιτώσουμε ποτέ από την ηθογραφία δηλαδή. Θα βουλιάξουμε όλες/-οι μέσα της, και θα πνιγούμε/πνιγούμε…

ΥΓ. Να περνάτε όλοι καλά, Χρόνια σας Πολλά.