Ήλιε νοητέ…

Ήλιε νοητέ…

Του Κώστα Μποτόπουλου*

Τα ζητήματα που γεννήθηκαν τον τελευταίο καιρό γύρω από τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και τη σχέση της με την εκτελεστική εξουσία, με επίκεντρο την υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών και όχι μόνο, είναι πολλά και γνωστά: ανορθόδοξες νομοθετικές επιλογές, ομοβροντία παραπομπών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προαναγγελία του Πρωθυπουργού πως δεν θα «υπάρξει πρόβλημα» με την απόφαση, δήλωση του Προέδρου του δικαστηρίου από ακροατηρίου ότι δεν θα καμφθεί το φρόνημα των δικαστών, διακοπή διάσκεψης από τον ίδιο Πρόεδρο με την επίκληση εξωτερικών συνθηκών που παρεμποδίζουν την απονομή δικαιοσύνης, δημόσιες διαφοροποιήσεις και παραιτήσεις αντιτιθέμενων σε αυτή την απόφαση δικαστών, συνάντηση του Πρωθυπουργού με την ηγεσία της Δικαιοσύνης μεσούσης της υπόθεσης, κατάθεση τροπολογίας του αρμόδιου Υπουργού για ρύθμιση σχετικών θεμάτων πριν αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, πειθαρχικές διώξεις κατά δικαστών.

Και δεν είναι η πρώτη φορά που τέτοιου είδους φαινόμενα λαμβάνουν χώρα στο πρόσφατο χρονικό διάστημα: αρκεί κανείς να θυμηθεί το χειρισμό και τις παρεμβάσεις στις υποθέσεις Γεωργίου - Εθνικής Στατιστικής Αρχής και Βγενόπουλου, που και οι δύο είχαν μπει στο αρχείο και ξαναβγήκαν με άνωθεν εντολές.  

Είναι όμως όλα αυτά τα σοβαρά ζητήματα και τόσο πρωτόγνωρα –ποιοτικά διαφορετικά και γενεσιουργά ενός νέου τοπίου στο χώρο της Δικαιοσύνης- όσο, με ολοένα μεγαλύτερη επίταση, ισχυρίζομαι; Πολλοί, συχνά καλοπροαίρετοι πολίτες, μη επαγγελματίες της νομικής επιστήμης αλλά συμμέτοχοι και αγωνιούντες για τα κοινά, με ρωτούν: έτσι δεν γινόταν πάντα; Έτσι συνδεδεμένοι, και όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν είναι εκ φύσεως οι χώροι της εξουσίας και της Δικαιοσύνης; Η βαθιά κρίση που περνά η χώρα μας θα ήταν ποτέ δυνατόν να μην επηρεάσει και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης; Γιατί δεν εκφράζατε παρόμοια αγωνία όταν, για παράδειγμα, τα δικαστήρια αποδέχονταν τους «μνημονιακούς» νόμους; Τι είναι, εντέλει, αυτό το τόσο διαφορετικό που σας κάνει, τώρα, να μιλάτε για παραβιάσεις, ακόμα και για κατάλυση του Κράτους Δικαίου;

Σε αυτούς τους συμπολίτες μας, αλλά και στην ευρύτερη κοινότητα όσων πονάνε τους θεσμούς και τη Δημοκρατία, απευθύνομαι μέσα από αυτές τις γραμμές. Για να τους πω ότι υπάρχουν, στα μάτια μου, τρεις τουλάχιστον λόγοι, που καθιστούν πρωτόγνωρη, και πρωτόγνωρα επικίνδυνη, τη σημερινή κατάσταση.

Ο πρώτος έχει να κάνει με την ανοιχτή αμφισβήτηση της νομιμότητας από την εκτελεστική εξουσία. Ναι, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις ήθελαν να έχουν ανοιχτή γραμμή με τα όργανα που διαθέτουν την εξουσία να επικυρώσουν ή να εξουδετερώσουν τις αποφάσεις τους. Ποτέ όμως δεν υπήρξε τέτοιο πογκρόμ κατά των θεωρητικά αμετακίνητων ως τη λήξη της θητείας τους διοικήσεων των ανεξάρτητων αρχών. Ποτέ τέτοια παρεμβατικότητα σε ειλημμένες ή προς λήψη δικαστικές αποφάσεις. Ποτέ τέτοια προσωποποίηση του «καλού» και του «κακού» μέσα από συγκεκριμένους δικαστές και συγκεκριμένες αποφάσεις.

Ναι, συχνά στο παρελθόν μέλη της εκτελεστικής εξουσίας δεν είχαν αντισταθεί στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν επικοινωνιακά δικαστικές αποφάσεις που τους συνέφεραν και να αποσιωπήσουν ή να υποβαθμίσουν, ή ακόμα και να προσπαθήσουν να παρακάμψουν, αρνητικές  γι' αυτούς αποφάσεις. Ποτέ όμως δεν είχαμε έκφραση βεβαιότητας από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό για την έκβαση διαφοράς που δεν αφορούσε ένα οποιοδήποτε ζήτημα αλλά την ίδια τη συνταγματικότητα μιας στρατηγικής επιλογής της κυβέρνησής του. 

Ναι, χιλιάδες φορές, δυστυχώς, είχαν εισαχθεί, την τελευταία στιγμή ή και κρυφά, άσχετες διατάξεις και τροπολογίες σε νομοσχέδια και είχαν έτσι δημιουργήσει προβλήματα ισονομίας και ασφάλειας δικαίου. Αλλά ποτέ τέτοιες παρεμβάσεις δεν αφορούσαν ρυθμίσεις ζητημάτων επί των οποίων, τις ίδιες ακριβώς ημέρες, συζητούσε ένα ανώτατο δικαστήριο, πόσο μάλλον όταν η συζήτηση είχε λάβει ιδιαίτερη φόρτιση και είχε καταστεί γνωστή στο πανελλήνιο.

Ναι, κι άλλες κυβερνήσεις είχαν διαμορφώσει και είχαν εκφράσει μια «φιλοσοφία» περί δικαιοσύνης, άλλες πιο σκληρή και περιοριστική, άλλες πιο φιλελεύθερη και κοινωνιστική. Ποτέ όμως μια κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει να κάνει επίσημο δόγμα της το «νόμος είναι η βούληση της κυβέρνησης» ή η «βούληση του λαού», τον οποίο βέβαια η κυβέρνηση και μόνο εκπροσωπεί αυθεντικά και υπερασπίζεται. Κάτι τέτοιο ωστόσο συνέβη, με τρόπο πλήρως συμπυκνωτικό, στην υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών: η κυβέρνηση νομοθέτησε παρακάμπτοντας, στο όνομα των «εξαιρετικών συνθηκών», ρητές διατάξεις του Συντάγματος και στη συνέχεια προσπάθησε να δρομολογήσει τετελεσμένα πριν κριθεί επί της ουσίας η νομιμότητα των διαδικασιών.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη δημιουργία εντελώς ιδιαίτερων δεσμών με την ηγεσία των δύο ανωτάτων δικαστηρίων. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε επιλεγεί Πρόεδρος με βασικό προσόν το ότι είχε ξιφουλκήσει, υπό τη συνδικαλιστική του ιδιότητα, κατά τόσο σχετικών με τη Δικαιοσύνη γεγονότων όπως είναι τα Μνημόνια. Ποτέ δεν είχε προαναγγελθεί η πρωθυπουργοποίηση του και δεν είχε επανέλθει στη θέση του, σα να ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου, μόλις έληξε η θητεία της υπηρεσιακής κυβέρνησης της οποίας προΐστατο. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε αγνοήσει το Υπουργικό Συμβούλιο την πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης για την επιλογή Προέδρου και δεν είχε γείρει τελικά η πλάστιγγα με κριτήρια πολιτικής και εκκλησιαστικής εγγύτητας. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δοθεί τέτοια εικόνα «σύμπνοιας» πολιτικής και δικαστικής ηγεσίας, δεν είχαν συζητηθεί, σε επίπεδο Πρωθυπουργού και Προέδρων ανωτάτων δικαστηρίων, μισθολογικά θέματα των δικαστών, δεν είχαν δοθεί υποσχέσεις για κατά παράβαση ρητής διάταξης του Συντάγματος παράταση της θητείας των ανώτατων δικαστών.

Κι αν όλες αυτές οι ιδιαίτερες σχέσεις έμεναν στο επίπεδο των εντυπώσεων, θα ήταν απλώς άκομψο και ενοχλητικό. Τώρα που, όπως είδαμε, έχουν εκφραστεί και μέσα από εξαιρετικά αμφιλεγόμενες πρωτοβουλίες των ίδιων των Προέδρων σε εκκρεμείς υποθέσεις και γενικά στη λειτουργία των δικαστηρίων τους, το πρόβλημα αποκτά μια βαρύτατη θεσμική διάσταση.   

Οι δύο προηγούμενοι λόγοι εκχέονται στον τρίτο, που είναι ο πιο δηλητηριώδης. Όλες αυτές οι σχέσεις, οι παρεμβάσεις, οι υποψίες, οι μακιαβελισμοί, οι διαστρεβλώσεις και οι δημοσιοποιήσεις έχουν σπείρει στη συνείδηση του κοινωνικού σώματος την αμφιβολία, στην καλύτερη περίπτωση, το φόβο, σε όσους είναι πιο κοντά στα γεγονότα, την απαξίωση, σε όσους χάνουν γρήγορα την ψυχραιμία και την υπομονή τους.

Όταν η απλή αναφορά στην «ανεξαρτησία» προκαλεί καγχασμό. Όταν οι δικαστικές εξελίξεις γίνονται πρώτη είδηση, όχι φυσικά επιστημονική, στις ειδήσεις των οκτώ. Όταν η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» οδηγεί στην αρνησιδικία. Όταν το μόνο που ενδιαφέρει πια είναι το αποτέλεσμα –τι θα γίνει τελικά με τους παλιούς και τους νέους σταθμούς και με τα χρήματα που δόθηκαν για την απόκτηση τους;- και όχι η νομιμότητα των πράξεων –ε, τότε δεν είναι παράλογο που κλονίζεται η πίστη στη Δικαιοσύνη και στους λειτουργούς της. Που αδικείται με γενικευτικούς χαρακτηρισμούς ένα ολόκληρο σώμα, ακόμα κι αν αποτελείται  στην πλειοψηφία του από έντιμους, αξιοπρεπείς και καταρτισμένους επαγγελματίες. Που αντιμετωπίζεται και θα αντιμετωπίζεται καχύποπτα κάθε δικαστική απόφαση, ακόμα και αυτές –και είναι πολλές- που πράγματι θα απονέμουν το δίκαιο –η δε παρούσα κυβέρνηση, μέσα από μια καθυστερημένη ειρωνεία της Ιστορίας, θα είναι πιθανότατα η πρώτη που θα υποστεί αυτήν την εμπειρία.

Να τελικά το πρωτόγνωρο και δύσκολα ανατάξιμο στοιχείο: η Δικαιοσύνη μοιάζει να λησμονεί τη χώρα μας περισσότερο από ό,τι η χώρα μας τη Δικαιοσύνη.

*Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου, πρώην ευρωβουλευτής και τέως Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς