Η ζωή μας αξιολογείται στο πεζοδρόμιο

Είναι θετικό που το μποτιλιάρισμα που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό, νυχθημερόν στους αθηναϊκούς δρόμους, μέρα με την ημέρα καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερη έκταση στη δημόσια συζήτηση: έχει γίνει πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες, είναι καθημερινό θέμα στις σελίδες των ρεπορτάζ, δελτία ειδήσεων στις τηλεοράσεις αναφέρονται στο πρόβλημα ενώ οι ειδικοί που προβλέπουν επιδείνωση του φαινομένου τους επόμενους μήνες είναι βέβαιο ότι θα κρατήσουν το θέμα ψηλά. 

Ευτυχώς. Είναι αυτό που λέμε reality check.

Όλες οι υποσχέσεις λαμπερού μέλλοντος με ανάπτυξη, επενδύσεις, στίφη τουριστών, χρυσά κουτάλια γειώνονται όταν αυτοί που τις καταναλώνουν πρέπει να περάσουν μια ώρα στο αυτοκίνητο για να διασχίσουν μια απόσταση 5 χιλιομέτρων κι αυτό είναι υποχρεωμένοι να το υποστούν πολλές φορές την ημέρα.

Και δεν είναι μόνο το αυτοκίνητο! Όλα τα υψιπετή για την ισχυρή Ελλάδα που θα ανατείλει, κάποτε στο μέλλον, εξατμίζονται όταν σωριαστείς στο πεζοδρόμιο γιατί παραπάτησες σε κάποια από τις λακκούβες του, όταν φορτωμένος ψώνια από το σούπερ μάρκετ ή σπρώχνοντας το καρότσι του μωρού πρέπει να περπατάς στο δρόμο γιατί τα πεζοδρόμια είναι χώρος στάθμευσης χωρίς να παρεμβαίνει κανείς γι αυτό.

Κάθε πρωί, όλο το πρωί, τα φορτηγά τροφοδοσίας και γενικών μεταφορών κόβουν βόλτες ανενόχλητα στην πόλη, κλείνοντας τους δρόμους και συμβάλλοντας καθοριστικά στο κυκλοφοριακό χάος. Κι όμως, εδώ και τριάντα χρόνια καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να επιβάλλει το νόμο που απαγορεύει σε αυτού του είδους τα οχήματα να μπαίνουν στις πόλεις μετά τις πρώτες πρωινές ώρες. Κανενός υπεύθυνου το αυτάκι δεν ιδρώνει.

Η αλήθεια της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα διακρίνεται στον αβίωτο καθημερινό βίο που ζούμε όλοι στην Αθήνα και τα Προάστια. Ανομία, αποχαλίνωση, χάος γιατί το πολιτικό σύστημα και οι διάφοροι κοινωνικοί εταίροι δεν μπήκαν ποτέ σε μια διαδικασία συνεννόησης για τα στοιχειώδη αλλά πάνω απ' όλα γιατί δεν εφαρμόζονται οι νόμοι. Ίσως, τελικά οι κρατικές αρχές να ανέχονται την καθημερινή μικροανομία των πολιτών για να εκβιάζουν την ανοχή μας στην κακή,  αναποτελεσματική λειτουργία τους.

Και με αυτά και με αυτά, φτάσαμε τις 300 λέξεις ενός άρθρου που άνετα θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει τη δεκαετία του ‘90 ή το 2010 όταν ξεκίνησε η κρίση. Το τραγικό βέβαια βρίσκεται στο ότι είναι εξαιρετικά πιθανό, αν όχι βέβαιο ότι το ίδιο άρθρο που θα σχολιάζει τα ίδια ακριβώς προβλήματα, θα γραφεί πάλι στα δέκα, είκοσι και τα τριάντα χρόνια από σήμερα από κάποιους άλλους.

Γιατί όταν αναφωνούμε «Αυτή είναι η Ελλάδα» εννοούμε ακριβώς αυτό: ζούμε σε μια χώρα που συζητάει τα ίδια πράγματα γιατί δεν είναι σε θέση να αλλάξει τίποτα. Ούτε και πρόκειται.