Η Ταϊλάνδη και η τηλεόραση

Η Ταϊλάνδη και η τηλεόραση

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Είμαστε απειροελάχιστοι όσοι δεν έχουμε συγκινηθεί όσο έπρεπε από την τρομερή περιπέτεια, και το δράμα, των μαθητών στην Ταϊλάνδη. Διαβάζω μέρες τώρα συγκινητικά κείμενα, στάτους, ευχές, προσευχές κλπ. από φίλους και αγνώστους, από απλούς χρήστες του διαδικτύου —δεν μιλώ εδώ για τους επαγγελματίες του λόγου— που κάπως θέλουν να εκτονώσουν τα συναισθήματά τους και δεν έχουν άλλο τρόπο από αυτόν. Και ασφαλώς γνωρίζω και εγώ πολλές από τις λεπτομέρειες της υπόθεσης.

Όμως δεν έχω συγκινηθεί. Δεν έχω συγκινηθεί, τέλος πάντων, όσο θα έπρεπε και όπως —από ό,τι καταλαβαίνω— επιβάλλεται. Δεν έχω εμπλακεί καθόλου συναισθηματικά, μολονότι συμμερίζομαι απολύτως το πρόβλημα. Και ξέρω γιατί (δεν) το έπαθα αυτό: επειδή δεν έχω εικόνα της κατάστασης: κυριολεκτικά. Έχω δει στη ροή των ειδήσεων του ίντερνετ μόνο μερικές φωτογραφίες των παιδιών, των διασωστών και του συστήματος των σπηλαίων, και οι φωτογραφίες, όταν δεν είναι κατεξοχήν δραματικές (όπως αυτές των φωτορεπόρτερ από εμπόλεμες περιοχές, φέρ' ειπείν, που αποτυπώνουν όλη τη φρίκη των μαχών και της περιφρόνησης του ανθρώπινου σώματος), δεν έχουν σχεδόν καμία δύναμη. Είναι απλώς αποτυπώσεις προσώπων, χώρων, και της σύνθεσής τους. Αναπαριστούν μία κατάσταση με έναν τρόπο μάλλον ψυχρό, τηλεγραφικό, στατικό. Σπανίως είναι «αφηγηματικές». Ενώ η ροή της εικόνας συνιστά μία αφήγηση καθεαυτήν, πόσο δε μάλλον όταν συνοδεύεται από λόγο.

Δεν έχω ολοκληρωμένη —και φορτισμένη— εικόνα της κατάστασης επειδή δεν βλέπω τηλεόραση. Γι' αυτό έχω μείνει έτσι συναισθηματικά αμέτοχος απέναντι σε ένα μείζον γεγονός που απασχολεί, και πολύ σωστά, όλο τον πλανήτη. Οι υπόλοιποι, όσοι δηλαδή ενεπλάκησαν συναισθηματικά με όλο αυτό, έχουν παρακολουθήσει από αρκετά λεπτά έως πολλές ώρες από την επιχείρηση της διάσωσης, σε ζωντανή σύνδεση ή από μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα, συχνά μάλιστα προβαλλόμενα σε μία διαρκή, σχεδόν αυτοαναφορική επανάληψη.

Δεν ξέρω αν κάνω καλά που στέκομαι έτσι σχεδόν ψυχρός απέναντι στο συμβάν. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να δονούν και εμένα τα ίδια αισθήματα με τους υπολοίπους. Δεν ξέρω αν αυτό θα μου έκανε προσωπικά καλό, ή αν θα ωφελούσα έστω και ελάχιστα το σύνολο αναπέμποντας και εγώ δημοσία τις ευχές μου ή εκφράζοντας απλώς τα συναισθήματά μου. (Καθώς τώρα, αποστασιοποιημένος ων, δεν νιώθω απαραίτητο να κάνω κάτι τέτοιο, και δεν το κάνω).

Δεν ξέρω, επίσης, αν κάνω καλά γενικώς που δεν παρακολουθώ ποτέ τηλεόραση, εδώ και πολλά χρόνια — περίπου δεκαπέντε. Σίγουρα δεν είμαι αμέτοχος των όσων συμβαίνουν στην Ελλάδα και στον κόσμο. Ίσα-ίσα, ξέρω αρκετά καλά τι συμβαίνει, γιατί συμβαίνει, ποιους εξυπηρετεί και ποιους πλήττει. Παρ' όλα αυτά, δεν έχω την ίδια ταύτιση με κάποια πράγματα, και με κάποια πρόσωπα, με αυτήν που έχουν όποιοι τα παρακολουθούν και ενημερώνονται για αυτά μέσω και της ρέουσας εικόνας: του ρεπορτάζ και των συζητήσεων.

Η απεξάρτησή μου από την τηλεόραση (γιατί υπήρξα φανατικός τηλεθεατής, και ιδίως καταναλωτής ειδήσεων και πολιτικών συζητήσεων, επί μία γεμάτη εικοσαετία ενήλικης ζωής) ήταν δική μου απόφαση, κάτι που επέλεξα, και μάλιστα αυστηρά. Δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο για το αντίθετο: δεν παρακολουθεί κανείς τηλεόραση από επιλογή, αλλά επειδή υπάρχει — επειδή έχει τη δυνατότητα να το κάνει, επειδή η τηλεόραση είναι εκεί και είναι (ουσιαστικά) απολύτως δωρεάν. Δεν είναι όμως μία ενεργητική κατάσταση: ενεργητική κατάσταση είναι το διάβασμα, ή η οδήγηση, ή η άθληση — μεταξύ μερικών χιλιάδων άλλων δραστηριοτήτων. Αλλά δεν είναι η παρακολούθηση των τηλεοπτικών προγραμμάτων — εκτός και αν μιλάμε για εκείνα τα προγράμματα που ενδιαφέρουν ελαχίστους και που υπάρχουν απλώς σαν μπαλώματα του κυρίως τηλεοπτικού έργου, όπως κάτι ντοκιμαντέρ και συναφείς εκπομπές. Όμως εδώ προφανώς δεν μιλώ για αυτά.

Δεν θέλω εδώ να κάνω κάποια… καταγγελία για την «πολιτική» ύπαρξη της τηλεόρασης γενικά. Δεν έχω ούτε τη σκευή ούτε κάποια τέτοια επιθυμία. Απλώς, με αφορμή τη διαπίστωση που έκανα για την περιπέτεια της Ταϊλάνδης, ήθελα απλώς να υπενθυμίσω την τρομερή και αδιαμφισβήτητη δύναμη που έχει αυτό το μέσον τόσες δεκαετίες τώρα. Μία δύναμη ανίκητη, και ακατάβλητη ακόμη και από το πολύ πιο ευέλικτο και ασφαλώς κατά πολύ πλουσιότερο διαδίκτυο: που όμως συχνά απαιτεί και την ενεργό συμμετοχή σου, τα κλικαρίσματά σου, το ψάξιμο που θα επιλέξεις να κάνεις. Ενώ η τηλεόραση απλώς είναι εκεί. Μία μυθική, τιτάνια συσκευή.

Για να κάνω ένα μάλλον φτηνό λογοπαίγνιο, που ελπίζω να μου συγχωρεθεί, η τηλεόραση εξακολουθεί να είναι το πλατωνικό σπήλαιο. Μπορεί να συγκινήσει όλο τον κόσμο. Μπορεί να καθοδηγήσει στις πολιτικές και καταναλωτικές επιλογές τους ολόκληρες στρατιές ανθρώπων. Είναι, ακόμη και σήμερα, πιο δυνατή και από τη χειραψία των πολιτικών στη λαϊκή του Σαββάτου ή στα καφενεία. Μας ενώνει, μας συσπειρώνει και μας οδηγεί. Εν αρχή ην μεν ο λόγος, αλλά η εικόνα κατισχύει — και πολύ, πολύ εύκολα.

Πάω να την ανοίξω κι εγώ, για να δω τι συμβαίνει με τα παιδάκια.

 

AP Images