Η στασιμότητα ως διεκδίκηση

Η στασιμότητα ως διεκδίκηση

Του Παύλου Ελευθεριάδη

Διαβάζω συχνά την φράση ότι η χώρα μας πρέπει να κάνει τα «αυτονόητα». Η φράση υπονοεί ότι αν, ίσως, καταλαβαίναμε πώς θα ωφεληθούμε όλοι από τις μεταρρυθμίσεις, τότε θα τις στηρίζαμε όλοι. Η άποψη αυτή είναι, νομίζω, λανθασμένη. Η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις δεν γίνεται λόγω εσφαλμένης κατανόησης.

Γίνεται επειδή κάποιοι ψηφοφόροι προτιμούν να υπερασπιστούν τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της κοινωνικής τους ομάδας, έναντι οποιασδήποτε άλλης λύσης. Η στασιμότητα δεν είναι σφάλμα. Είναι πολιτική διεκδίκηση.

Ας εξετάσουμε προσεκτικά ποιοι αντιστάθηκαν στις «αυτονόητες» μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών. Όλες οι μεγάλες επαγγελματικές ενώσεις, π.χ. η ΑΔΕΔΥ των δημοσίων υπαλλήλων, το ΤΕΕ των μηχανικών, ο ΔΣΑ των δικηγόρων και ο ΙΣΑ των ιατρών, αντιστάθηκαν σθεναρά σε δομικές μεταρρυθμίσεις αλλά και στον εξορθολογισμό των συντάξεων αν και ήταν προφανές – και παραμένει προφανές – ότι η αποφυγή της καταστροφικής χρεοκοπίας απαιτούσε μειώσεις συντάξεων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του καθηγητή Μάνου Ματσαγγάνη, την περίοδο 2000-2015 διακόσια δισεκατομμύρια ευρώ μεταφέρθηκα από την τσέπη των φορολογουμένων κυρίως προς τα «ευγενή» ταμεία: δημόσιοι υπάλληλοι, τραπεζικοί, ΔΕΗ και ΟΤΕ και άλλες ΔΕΚΟ, καθώς και γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι.

Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης - και ενδεχομένως και της «εποπτεύσουσας» ΕΕ - να προστατευθούν οι συντάξεις όσων δικαιούνται «προσωπική διαφορά» θα μειώσει κι άλλο το ποσό των δημοσίων επενδύσεων, ενώ θα αφαιρέσει θέσεις από παιδικούς σταθμούς. Όπως εξάλλου αναφέρει το προσχέδιο του προϋπολογισμού, η μη μείωση των παλιών συντάξεων θα βλάψει τους νέους γονείς, που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο απόλυτης φτώχειας, για να προστεθούν, μεταξύ άλλων, και οι πενηντάρηδες συνταξιούχοι. Ήταν μια συνειδητή απόφαση εναντίον της νέας γενιάς.

Πώς φτάσαμε σε μια τέτοια απόφαση; Είναι απλό. Η κυβέρνηση, πιστή στην παλαιοκομματική λογική της, κοιτάζει πώς θα εξασφαλίσει τις ψήφους των οργανωμένων ομάδων και άρα και των συνταξιούχων. Δεν την ενδιαφέρει η συμπάθεια νέων οικογενειών, που συνήθως δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε και την διάθεση να πληροφορηθούν για τα πολιτικά. Διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι οι πιο φτωχοί και απελπισμένοι συνήθως δεν ψηφίζουν. Στις τελευταίες εθνικές εκλογές ψήφισε μόνο το 56% των εγγεγραμμένων.

Προσέξετε επίσης ότι οι οργανωμένες κοινωνικές ομάδες – που δεν ξεπερνούν το ένα τρίτο της κοινωνίας μας - ήδη υπέρ- εκπροσωπούνται στην βουλή. Αυτό συμβαίνει γιατί όταν ένας υποψήφιος κατεβαίνει στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες ωφελείται τα μέγιστα από την στήριξή από αυτές τις ομάδες. Έτσι εξηγείται και η ανοχή και προς την συστηματική φοροδιαφυγή των ελεύθερων επαγγελματιών που ανήκουν στα ευγενή επαγγέλματα.

Ο Σύριζα είναι σήμερα ο εκφραστής αυτού ακριβώς του αιτήματος για συντεχνιακή στασιμότητα. Γι αυτό μέχρι και το 2017 ο Σύριζα ήταν αντίθετος στην πιο προφανή μεταρρύθμιση που προέρχεται από την σοσιαλδημοκρατία (και που σήμερα αποδέχονται όλα τα κόμματα στην Ευρώπη), δηλαδή την εξάπλωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όλους. Μόνε με ένα τέτοιο γενικό επίδομα, με αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια, κανείς και κανένα παιδί δεν θα μεγαλώνει σε απόλυτη φτώχεια. Ο Σύριζα όμως αντιστάθηκε ακόμα και σ' αυτό. Η μόνη εξήγηση είναι ότι δεν ήθελε να καταργήσει τις ειδικές ρυθμίσεις που υπάρχουν σήμερα ως συντεχνιακές κατακτήσεις.

Η ίδια λογική της υπεράσπισης συντεχνιακών συμφερόντων είναι επίσης προφανής στο σκεπτικό των δικαστηρίων μας. Οι δικαστές μας πρώτα υπερασπίστηκαν τις δικές τους αποδοχές στο «μισθοδικείο», και μετά επεξέτειναν την γενναιοδωρία τους – με τα χρήματα των φορολογουμένων - και σε άλλες προνομιούχες ομάδες. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287/2015 για την αντισυνταγματικότητα των πρώτων περικοπών των συντάξεων, που είναι σήμερα επίκαιρη, αφού βρίσκεται στο επίκεντρο του ζητήματος των «αναδρομικών», είναι ένα παράδειγμα.

Η πλειοψηφία του δικαστηρίου αποφάσισε ότι οι μειώσεις των συντάξεων από την βουλή ήταν αντισυνταγματικές διότι δεν είχαν, λέει, «επαρκή αιτιολογία» και διότι δεν υπήρχε λεπτομερής «επιστημονική μελέτη», που να αποτυπώνει τις κοινωνικές επιπτώσεις τους. Η λογική αυτή ήταν εντελώς νέα.

Ο σταθερός κανόνας του ελληνικού διοικητικού δικαίου ήταν πάντα ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν επεμβαίνουν στα εσωτερικά της βουλής, στα λεγόμενα «interna corporis» του σώματος. Άρα ούτε η ανυπαρξία αιτιολογίας, ούτε και η ανυπαρξία μελέτης θα μπορούσαν ποτέ να επηρεάσουν την ισχύ ενός νόμου. Και όμως αυτός ήταν ο λόγος της αντισυνταγματικότητας. Η πλειοψηφία του δικαστηρίου κήρυξε τον νόμο αντισυνταγματικό, επινοώντας μια εντελώς νέα αιτιολογία.

Ήταν άλλος ένας σκανδαλώδης θρίαμβος της κοινωνίας του ενός τρίτου. Οι διατάξεις του συντάγματος για τα κοινωνικά δικαιώματα, δεν επιτρέπουν σε ένα δικαστήριο να ασκεί οικονομική πολιτική, είτε αυτή είναι «αντιμνημονιακή» είτε όχι. Όπως πολύ σωστά εξήγησε τότε η μειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας - στην μειοψηφία βρέθηκε τότε η σημερινή πρόεδρος Αικατερίνη Σακελλαροπούλου - τα κοινωνικά δικαιώματα δημιουργούν μόνο περιορισμούς στα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη. Οι εκλεγμένη κυβέρνηση και η βουλή ασκούν την δημοσιονομική πολιτική με τα χρήματα των φορολογουμένων, όχι οι δικαστές.

Συνεπώς, οι μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα δεν είναι «αυτονόητες». Οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες και συντεχνίες δίνουν αγώνα με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για την υπεράσπιση των προνομίων τους. Κατά μια έννοια η δυσπιστία τους είναι δικαιολογημένη.

Η αποκατάσταση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όσους πράγματι το χρειάζονται και ιδίως τα παιδιά, η δημιουργία θεσμικών εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αξιοκρατίας στη δημόσια διοίκηση, η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων αλλά και επαγγελματιών, η πιο δίκαιη φορολογία και η καταπολέμηση της διαφθοράς είναι μεταρρυθμίσεις που θα ωφελήσουν κυρίως τα δύο τρίτα της κοινωνίας μας, που είναι σήμερα εκτός εξουσίας.

Όσοι λοιπόν θέλουν να ανοίξουν νέους δρόμους για τη χώρα δεν πρέπει να επαναπαύονται στην σκέψη ότι οι προτάσεις τους είναι σωστές για την πλειοψηφία. Αυτό δεν αρκεί. Οι μεταρρυθμιστές πρέπει να αγγίξουν όσους είναι σήμερα αποκλεισμένοι από την πολιτική του ενός τρίτου.

Νέες οικογένειες με ή χωρίς παιδιά, όσοι φροντίζουν ηλικιωμένους, οι χρόνια ασθενείς, οι άνεργοι, όσοι είναι εργαζόμενοι σε επισφαλείς θέσεις ή θέσεις μερικής απασχόλησης, οι φοιτητές, οι ειδικευόμενοι και, φυσικά, όσοι μετανάστευσαν μέσα στην κρίση. Αυτοί θα φέρουν την αλλαγή. Από αυτούς τους συμπολίτες μας, αυτούς που κυρίως βλάπτονται από τον παλαιοκομματισμό και την στασιμότητα, θα ξεκινήσει η αλλαγή της χώρας.

*Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.