Η σοσιαλιστική ουτοπία του 20ού αιώνα

Η σοσιαλιστική ουτοπία του 20ού αιώνα

(Photo by Anadolu Agency / Contributor/Getty Images/Ideal Image - Παραδόξως, μια επιθετική αντίδραση αποτροπής από τη FED ενός παροδικού/μεταβατικού αποπληθωρισμού καθοδηγούμενου από την πλευρά της προσφοράς θα μπορούσε να αποδειχθεί αντιπαραγωγική σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.)

Του Ευθύμη Μαραμή*

Η παγκόσμια οικονομία έχει μόνο επιδεινωθεί από τα μέσα του 2014, με τους πολιτικούς και τους κεντρικούς τραπεζίτες να εντείνουν την έκδοση χρέους. Έχουν προσθέσει πάνω από 70 τρισεκατομμύρια δολάρια χρέους κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια, μια αύξηση της τάξης του 50%. Το 2008, 142 τρισεκατομμύρια χρέους ήταν αρκετά για να καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία. Μόνο ένας διαταραγμένος, ένας απελπισμένος ή ένας αστοιχείωτος θα έβρισκε «λύση» στην επιπλέον αύξηση του παγκόσμιου χρέους στα 212 τρισεκατομμύρια κατά τα επόμενα επτά χρόνια, πιστεύοντας έτσι ότι θα διορθώσει ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε ακριβώς λόγω χρέους.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Πηγή γραφήματος: BIS

 

Η έκθεση της BIS: Οι νομισματικές πολιτικές βασίζονται σε μοντέλα που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα

Η BIS (τράπεζα διεθνών διακανονισμών) θεωρείται σήμερα ως η «πνευματική μητέρα» των κεντρικών τραπεζών, διαδραματίζοντας κυρίως έναν συμβουλευτικό ρόλο. Η ετήσια αναφορά της για το 2015 φαίνεται πως αμφισβητεί ευθέως την αποτελεσματικότητα της προσήλωσης των κεντρικών τραπεζών στους παραδοσιακούς κανόνες της «συνολικής ζήτησης», της «απασχόλησης» και του «υγιούς» αενάως αυξανόμενου πληθωρισμού, κανόνες που καθορίζουν τις νομισματικές πολιτικές. Καταδεικνύει επίσης την αναντιστοιχία των κανόνων του Taylor και της καμπύλης του Philips με την πραγματικότητα.

«Τα ιστορικά στοιχεία για τον αποπληθωρισμό έρχονται σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη των mainstream οικονομολόγων. Η υποτιθέμενη σχέση μεταξύ αποπληθωρισμού και μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας είναι στην πραγματικότητα μάλλον αδύναμη και προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης του 1929. Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα παραγωγικά αποτελέσματα είναι πιο στενά συνδεδεμένα με τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, ιδίως των τιμών γης και ακινήτων.

Μόλις ληφθούν υπόψη οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων, η σχέση μεταξύ παραγωγικής αποτελεσματικότητας και αποπληθωρισμού των τιμών –αγαθών και των υπηρεσιών– γίνεται ακόμα πιο αδύναμη. Σε μια ανασκόπηση της διεθνούς εμπειρίας από το 1870, η σύνδεση είναι εμφανής μόνο στα χρόνια του μεσοπολέμου (διάγραμμα IV.9, τρίτο τμήμα). Επιπλέον, περαιτέρω ανάλυση δείχνει ότι η βλαπτική αλληλεπίδραση δεν ήταν αυτή μεταξύ αποπληθωρισμού και χρέους –ο αποκαλούμενος αποπληθωρισμός χρέους– αλλά αυτή μεταξύ χρέους και μείωσης των τιμών των περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, γη, κεφαλαιακά αγαθά, τίτλοι κυριότητας).

Πηγή γραφήματος: BIS

 

Αυτή η ιστορική καταγραφή δείχνει επίσης ότι τα κόστη του αποπληθωρισμού μπορεί να εξαρτώνται από τις δυνάμεις που τον οδηγούν. Ο αποπληθωρισμός μπορεί όντως να είναι σημάδι απότομης και επίμονης πτώσης της ζήτησης, στην οποία περίπτωση αυτό το γεγονός συμπίπτει με την οικονομική αδυναμία. Όμως αν ο αποπληθωρισμός οδηγείται από τις βελτιώσεις στην πλευρά της προσφοράς, όπως για παράδειγμα οι τεχνολογικές βελτιώσεις, η παραγωγική αποτελεσματικότητα θα τείνει να αυξάνεται παράλληλα με τα πραγματικά εισοδήματα, αναβαθμίζοντας το βιοτικό επίπεδο. Και αν ο αποπληθωρισμός είναι αποτέλεσμα μιας εφάπαξ προσαρμογής των τιμών, όπως μια πτώση στις τιμές των εμπορευμάτων, είναι επίσης πιθανό να είναι παροδικός/μεταβατικός.

H ανάλυση συνιστά πως η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών σε περιπτώσεις αποπληθωρισμού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις πηγές που προκαλούν την πίεση στις τιμές, αλλά και την αποτελεσματικότητα της πολιτικής που ακολουθούν. Παραδόξως, μια επιθετική αντίδραση αποτροπής ενός παροδικού/μεταβατικού αποπληθωρισμού καθοδηγούμενου από την πλευρά της προσφοράς θα μπορούσε να αποδειχθεί αντιπαραγωγική σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Θα μπορούσε να προκαλέσει μια οικονομική φούσκα επίπλαστης ανάπτυξης της οποίας το σκάσιμο θα βλάψει σοβαρά την οικονομία, καθώς και να προκαλέσει περαιτέρω αποπληθωρισμό.»

Διακρίνουμε πως οι αναλυτές της BIS φαίνεται να αντιλαμβάνονται τη σημασία του χρόνου διάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας και της κεφαλαιακής δομής. Λένε: «Αν ο αποπληθωρισμός οδηγείται από τις βελτιώσεις στην πλευρά της προσφοράς, όπως για παράδειγμα οι τεχνολογικές βελτιώσεις, η παραγωγική αποτελεσματικότητα θα τείνει να αυξάνεται παράλληλα με τα πραγματικά εισοδήματα, αναβαθμίζοντας το βιοτικό επίπεδο». Η διαπίστωση αυτή συνάδει εν μέρει με την αυστριακή θεωρία της κεφαλαιακής χρονικής διάρθρωσης. Όμως φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται πως τα εισοδήματα δεν μπορούν πάντα και άμεσα να αυξάνονται παράλληλα με την παραγωγική αποτελεσματικότητα. Αυτό είναι και το θέμα των επιτοκίων που εξετάσαμε στο προηγούμενο άρθρο, καθώς φαίνεται πως η στρέβλωση που έχουν προκαλέσει οι κεντρικές νομισματικές αρχές είναι σωρευμένη. Εξακολουθούν να μην λαμβάνουν υπόψη τους τη σημασία και τη λειτουργία της αποταμίευσης και ως εκ τούτου τις διαχρονικές ανακατανομές των πόρων.

Οι διαχρονικές αλλαγές στις καταναλωτικές προτιμήσεις

Οι αλλαγές στις διαχρονικές προτιμήσεις είναι αναμφίβολα σταδιακές και σχετίζονται περισσότερο με δημογραφικά στοιχεία ή με πολιτισμικές αλλαγές. Για παράδειγμα, οι γεννημένοι μεταξύ 1945 και 1965 εισέρχονται στις χρονιές υψηλής αποταμίευσης. Ή, οι αυξανόμενες αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα της «Κοινωνικής Ασφάλισης» κάνουν τους ανθρώπους να αποταμιεύουν περισσότερα για την περίθαλψη η τη συνταξιοδότησή τους. Ή, οι γονείς αρχίζουν να αποταμιεύουν περισσότερα για τα έξοδα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των παιδιών τους. Η, προηγούμενα χρέη αναγκάζουν τους ανθρώπους να αποταμιεύσουν ώστε να αποπληρώσουν κοκ.

Το ουσιώδες και δεδομένο στοιχείο είναι πως οι διαχρονικές προτιμήσεις κατανάλωσης/αποταμίευσης αλλάζουν. Και αυτές οι αλλαγές έχουν επιπτώσεις για τη διαχρονική κατανομή των πόρων. Φαίνεται πως παραπάνω από μια εξ αυτών των περιπτώσεων αποταμίευσης συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή παγκοσμίως. Η περίπτωση της μαζικής αποταμίευσης για αποπληρωμή χρεών, είτε μέσω κυβερνητικών μέτρων λιτότητας, είτε λόγω εθελοντικής λιτότητας, είναι μια καινούρια περίοδος και δεν μπορεί να μελετηθεί ιστορικά. Προέκυψε λόγω μαζικού ιδιωτικού και κρατικού χρέους, λόγω της χαλάρωσης του τραπεζικού συστήματος στα 80's και της έκρηξης των κρατικών επενδύσεων και επιδοτήσεων. Σε κάθε περίπτωση, το χρέος μετατράπηκε σε δημόσιο, καθώς τα μεγέθη ήταν τρομακτικά ώστε να εκκαθαριστούν. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει το αφήγημα των «too big to fail».

Η υπόθεση στην οποία στηρίζεται η –εργασιακά προσανατολισμένη (labor based)– κεϋνσιανή μακροοικονομική θεωρία είναι ότι υπάρχει υψηλός βαθμός συμπληρωματικότητας μεταξύ της κατανάλωσης μίας περιόδου και της κατανάλωσης της επόμενης περιόδου. Με βάση αυτήν την εικασία, πιστεύεται πως οι αλλαγές στις διαχρονικές προτιμήσεις των ανθρώπων μπορούν να αποκλειστούν με ασφάλεια από τη μακροοικονομική εξέταση. Αντιθέτως, τα μακροοικονομικά βασισμένα στην κεφαλαιακή διάρθρωση (capital based) επιτρέπουν κάποιο βαθμό διαχρονικής υποκατάστασης της κατανάλωσης.

Απορρίπτοντας την υπόθεση της αυστηρής διαχρονικής συμπληρωματικότητας, δεν σημαίνει πως οι πραγματικές αλλαγές που βιώνονται είναι συχνές και δραματικές. Ακριβώς το αντίθετο. Ο ισχυρισμός των κεφαλαιακών μακροοικονομικών (capital based) λέει πως με την πάροδο του χρόνου ακόμη και οι μικρές αλλαγές έχουν σημαντική και σωρευτική επίδραση για το βιώσιμο, ή το μη βιώσιμο, αναπτυξιακό μοντέλο κατανομής των πόρων. Θα μπορούσαμε πιο εύστοχα να πούμε πως τα μακροοικονομικά της κεφαλαιακής διάρθρωσης επισημαίνουν πως εάν το επιτόκιο μας πληροφορήσει για μια μικρή αλλαγή (στους διαθέσιμους πόρους και στις τεχνολογικές εξελίξεις), ενώ στην πραγματικότητα δεν συνέβη καμία αλλαγή (ή το επιτόκιο παραλείπει να μας πληροφορήσει για μια μικρή αλλαγή που όντως έχει συμβεί), οι συνέπειες μπορεί να επιφέρουν σωρευτικές ανορθολογικές κατανομές πόρων, που ενδεχομένως θα οδηγήσουν σε μια δραματική διόρθωση.

Η κατανόηση της φύσης της αποταμίευσης οδηγεί σε ένα βασικό μακροοικονομικό ερώτημα: Πώς μεταφράζει η διαδικασία της αγοράς τις χρονικές καταναλωτικές προτιμήσεις, σε κατάλληλες αλλαγές στις διαχρονικές επιχειρηματικές/παραγωγικές αποφάσεις και δράσεις; Προϋποθέτοντας, αν δεχτούμε τη θεωρία του Keynes, πως η μειωμένη καταναλωτική ζήτηση κατά την παρούσα περίοδο συνεπάγεται ανάλογη χαμηλή καταναλωτική ζήτηση σε μεταγενέστερες περιόδους, είναι εντελώς αδικαιολόγητο.

Θα εξαχθεί κοινότοπα το συμπέρασμα πως σε μια οικονομία στην οποία οι προσδοκίες της επιχειρηματικής κοινότητας διέπονται από μια τέτοια προϋπόθεση, η διαδικασία της αγοράς θα βιώνει συστηματικές αποτυχίες συντονισμού, όποτε και όταν αλλάζει η αποταμιευτική συμπεριφορά των ανθρώπων. Αυτή η ιδιαίτερα αποκαλυπτική πτυχή της κεϋνσιανής οπτικής θέτει ένα ερώτημα σχετικά με την ίδια τη βιωσιμότητα της οικονομίας της αγοράς, σε περιπτώσεις όπου οι διαχρονικές αποταμιευτικές προτιμήσεις αλλάζουν. Και, κυρίως, εγείρει το πιο θεμελιώδες ερώτημα: Πώς διαμορφώθηκε σε αυτό που είναι το παρόν διαχρονικό πρότυπο κατανομής των πόρων;

Οι θέσεις του Keynes και οι προτάσεις του για τις «κατάλληλες» κυβερνητικές πολιτικές

Εξετάζουμε τον Edward W. Fuller https://mises.org/library/garrison-keynes

Στην αυστριακή θεωρία το επιτόκιο είναι η τιμή διαφοράς μεταξύ των σταδίων της παραγωγής. Η στρέβλωση του επιτοκίου από τις κεντρικές τράπεζες και η ακόλουθη νομισματική και πιστωτική επέκταση τροφοδοτούν διαρκώς τους επιχειρηματικούς κύκλους, καθώς διαταράσσεται η σχέση αποταμίευσης - επένδυσης. Στη θεωρία του Keynes δεν ισχύει το ίδιο. O Keynes (1936, σελ. 143) υποστήριξε πως ο επιχειρηματικός κύκλος προκαλείται από τις διακυμάνσεις στην οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Οι επενδύσεις είναι ασταθείς λόγω της αβεβαιότητας των επενδυτών σχετικά με τις ταμειακές ροές (cash flow). Μια ξαφνική κατάρρευση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου αποτελεί την έναρξη του επιχειρηματικού κύκλου. Ο Keynes κατηγόρησε τους von Mises και Hayek επειδή θεώρησε πως «μπερδεύουν την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου με το επιτόκιο».

Σύμφωνα με τον Keynes, το θεμελιώδες «ελάττωμα» της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς είναι χρονίως οι χαμηλές επενδύσεις. Η ανεργία είναι χρονίως υψηλή, διότι οι επενδύσεις είναι χρονίως χαμηλές. Επομένως, ο πιο σημαντικός στόχος της κεϋνσιανής πολιτικής είναι η αύξηση των επενδύσεων. Όσο για την προτιμώμενη μέθοδο επίτευξης πλήρους απασχόλησης, ο Keynes με συνέπεια διατήρησε την άποψή που είχε στα 1930's πως «ήταν επιθυμητή η τόνωση των επενδύσεων» (Moggridge, 1976 σελ. 132). Σύμφωνα με τον Keynes, υπάρχουν πρακτικά δύο τρόποι με τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των επενδύσεων. «Οι επενδύσεις διεγείρονται (stimulated) είτε με αύξηση του προγράμματος της οριακής κεφαλαιακής απόδοσης, ή με μείωση των επιτοκίων» (Keynes, 1936, σελ. 193).

Το κύριο συστατικό της κεϋνσιανής πολιτικής, είναι η «κοινωνικοποίηση» των επενδύσεων (σύμφωνα με τα γραπτά του «socialisation of investment»). Ο Keynes πίστευε πως η «κοινωνικοποίηση» των επενδύσεων είναι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί μόνιμη και πλήρης απασχόληση. «Μια κατά κάποιο τρόπο γενική κοινωνικοποίηση των επενδύσεων (a somewhat comprehensive socialisation of investment) θα αποδειχθεί ως το μόνο μέσο για τη διασφάλιση μιας προσέγγισης της πλήρους απασχόλησης» (Keynes, 1936, σελ. 378). Η αβεβαιότητα για τις μελλοντικές ταμειακές ροές επενδυτικών σχεδίων προκαλεί χρονίως χαμηλή αυτόνομη επένδυση, άρα: «το καθήκον του καθορισμού του τρέχοντος όγκου των επενδύσεων δεν μπορεί να αφεθεί σε χέρια ιδιωτών» (Keynes, 1936, σελ. 320).

Με την κοινωνικοποίηση των επενδύσεων, η κυβέρνηση μπορεί να ωθήσει την οικονομία μέχρι τον περιορισμό της ζήτησης από τα σύνορα των παραγωγικών δυνατοτήτων (PPF). Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση μπορεί να εξασφαλίσει πως η οικονομία θα παραμείνει κοντά σε αυτά τα σύνορα. Ο Keynes πρότεινε ένα μόνιμο πρόγραμμα διαχείρισης των επενδύσεων που θα κρατάει συνεχώς την οικονομία κοντά σε αυτά τα σύνορα (Garrison, 2001 σελ. 44). Η κοινωνικοποίηση των επενδύσεων είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί πως η ποσότητα των καταναλωτικών αγαθών που προκύπτουν από τη δομή της παραγωγής πάντα ισούται με τη μέγιστη παραγωγική δυνατότητα της κοινωνίας. (Garrison 2001, σελ. 154). H νομισματική πολιτική μπορεί να αυξήσει το ποσοστό της επένδυσης στη θεωρία του Keynes: «Μια αύξηση της προσφοράς χρήματος θα αυξήσει οπωσδήποτε τα συνολικά εισοδήματα. Βεβαίως, όπως προκύπτει από αυτήν τη θεωρία, η απασχόληση δύναται να αυξηθεί με την αύξηση του πληθωρισμού» (Hicks, 1937, σελ. 150-151).

Ακολούθησαν την κεϋνσιανή θεωρία οι κεντρικοί σχεδιαστές;

Η απάντηση είναι ξεκάθαρα πως ναι. Από το 1950 (και κυρίως τα τελευταία 30 χρόνια με την ανακάλυψη δεκάδων αντισυμβατικών πιστωτικών διαύλων), κάθε ομοσπονδιακή κυβέρνηση και κάθε διοίκηση της FED –αλλά και οι κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και σταδιακά στην Κίνα– ανέπτυξαν μαζικά τις κεϋνσιανές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές. Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ανάπτυξης της οικονομίας έχει χρηματοδοτηθεί από κρατικές δαπάνες, πιστώσεις και μείωση των αποταμιεύσεων. Δηλαδή με «κοινωνικές επενδύσεις», μείωση επιτοκίων και άρα αύξησης της προσφοράς χρήματος και «ευθανασία» των αποταμιευτών.

Ενδεικτικά μόνο μπορούμε να ανατρέξουμε στις χαλαρές νομισματικές πολιτικές της Federal Reserve που ξεκίνησαν με τον Alan Greenspan, στις επιδοτήσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για στεγαστικά και φοιτητικά δάνεια και στις επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων σε κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις - κολοσσούς. Ενδεικτικά μπορεί να δει κάποιος εδώ μια λίστα με επιχειρήσεις που λειτουργούν με χρήματα των φορολογούμενων εδώ.

Ανάλογα και «καλύτερα» τα πήγε η νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Ένωση. Προγράμματα ΜΟΠ, ΕΣΠΑ, επιδοτήσεις πάσης φύσεως, «δημόσια» έργα, ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά για «ώθηση των επενδύσεων» και άφθονο χρήμα μέσω τεράστιων πιστώσεων στην κοινωνία για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ώστε να απορροφηθεί η παραγωγή. Η Ιαπωνία περίπου τα ίδια και η Κίνα ακολούθησε κατά πόδας (χαρακτηριστικές είναι οι πόλεις φαντάσματα στην Κίνα). Λαμβάνοντας υπ' όψη πως «το καθήκον του καθορισμού του τρέχοντος όγκου των επενδύσεων δεν μπορεί να αφεθεί σε χέρια ιδιωτών» (Keynes, 1936, σελ. 320) διαπιστώνουμε πως οι κυβερνήσεις ανά τον πλανήτη συμφωνούν απόλυτα. Πρακτικά, βρισκόμαστε σε έναν παράδεισο κεϋνσιανών πολιτικών. Η μήπως ο προσωρινός αυτός παράδεισος οδηγεί τελικά στο χάος;

Οι ενέργειες αυτές των κεντρικών σχεδιαστών με τη σειρά τους οδήγησαν σε μη παραγωγικές/βιώσιμες επενδύσεις, ένα στοιχείο που επισημαίνει ανέκαθεν η αυστριακή οικονομική σχολή. Η στεγαστική φούσκα στις ΗΠΑ προκάλεσε ένα παγκόσμιο ντόμινο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και το νομισματικό σύστημα έφτασε ένα βήμα πριν την κατάρρευση το 2008. Το τραγικό αποτέλεσμα ήταν η διάσωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων αλλά και πολλών κυβερνήσεων με μια πρωτοφανή επιδρομή στα εισοδήματα εκατομμυρίων φορολογούμενων και μαζικά bailouts.

Αρχικά η Fed και κατόπιν η ΕΚΤ αλλά και η Κίνα ακολούθησαν την Ιαπωνία στα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης». Τα προγράμματα αυτά κατά γενική ομολογία απέτυχαν. Η «απόσυρση» εκατομμυρίων ανθρώπων από το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ, η στασιμότητα των εισοδημάτων καθώς και η μαζική απασχόληση σε fast food και super markets είναι τα κύρια χαρακτηριστικά στην αγορά εργασίας. Καθώς η οικονομία επιβραδύνθηκε, και οι μισθοί έμειναν στάσιμοι (η μειώθηκαν), ο καταναλωτής αναγκάστηκε να χρεωθεί κι άλλο περιορίζοντας περισσότερο τις αποταμιεύσεις. Δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη πως η πλειοψηφία των Αμερικανών και Ευρωπαίων δεν έχουν ικανές αποταμιεύσεις ούτε για μια απλή καθημερινή περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Στην ΟΝΕ, δε, υπολογίζεται πως περίπου 1 τρισεκατομμύριο ευρώ βρίσκεται εκτός τραπεζικού συστήματος, με τον αριθμό να αυξάνεται συνεχώς, σύμφωνα με το Reuters.

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΙΣ ΗΠΑ


 

Πηγή γραφήματος: zerohedge

 

Τα περισσότερα εισοδήματα πηγαίνουν στην αποπληρωμή του τοξικού χρέους για τη διάσωση των «too big to fail» και, ακόμα χειρότερα, μέσω τυχοδιωκτικού δανεισμού φαίνεται να δημιουργείται νέο τοξικό χρέος. Χαρακτηριστικό είναι πρόσφατο δημοσίευμα στο Bloomberg σχετικά με τη δανειακή αγορά αυτοκινήτων –της αγαπημένης των κυβερνήσεων δηλαδή και κατεξοχήν επιδοτούμενης βιομηχανίας παγκοσμίως.

«Πάρα πολλοί δανειολήπτες οδηγούν αυτοκίνητα που δεν μπορούν να αποπληρώσουν, δήλωσε η Janet Tavakoli, πρόεδρος και ιδρυτής της Tavakoli Structured Finance. Η Tavakoli είχε χτυπήσει το καμπανάκι και για τη στεγαστική φούσκα το 2007, πριν την κατάρρευσή. Τώρα προβλέπει προβλήματα στα δάνεια αυτοκινήτων. «Η πιστωτική αγορά αυτοκινήτων είναι παρόμοια με αυτά που είδαμε το 2007. Οι οφειλέτες δεν έχουν σωστή τεκμηρίωση, και σε πολλές περιπτώσεις δεν χρειάζονται καν πιστωτική αξιολόγηση. Είναι ένα πραγματικό σκάνδαλο αυτό που συμβαίνει.» Μπορεί να αποτελεί σκάνδαλο, όμως συνάδει απόλυτα με την «τόνωση» των «κοινωνικών επενδύσεων» και την προσφορά χρήματος για «αύξηση των εισοδημάτων και τόνωση της ζήτησης». Ο Keynes μάλλον δεν θα διαφωνούσε καθόλου με αυτό.

 TRUE MONEY SUPPLY-2 (TMS-2)

 Πηγή γραφήματος: Acting man.FRED

Οι νομισματικές και πιστωτικές επεκτάσεις που αντικατοπτρίζονται στη TMS-2 αποτελούν απόδειξη μιας πρωτοφανούς έκδοσης χρέους τα τελευταία 15 χρόνια. Το γιατί αυτός ο νομισματικός πληθωρισμός δεν έχει μεταφραστεί σε αύξηση του ΔΤΚ (CPI) είναι ένα σύνθετο ζήτημα: (μαζικές παγκόσμιες επενδύσεις / πλεονάζουσα παραγωγή (overcapacity), απεριόριστη προσφορά τεχνολογιών που μειώνουν τα κόστη και τους χρόνους παραγωγής, οικονομία με βάση την παροχή υπηρεσιών, άνιση κατανομή πλούτου, «χρηματοοικονομική μηχανική» κλπ). Επιπρόσθετα, όπως «υποψιάζεται» και η BIS, η προσκόλληση των νομισματικών αρχών στον πληθωρισμό επιτρέπει να εξελιχθούν άλλα σοβαρότατα προβλήματα στον οικονομικό κύκλο που δεν εξετάζονται καν.

Συμπέρασμα

Όλες οι πολιτικές των κεντρικών σχεδιαστών απέτυχαν ως προς τον κύριο στόχο και θα αποτύχουν ξανά, καθώς το μόνο που έκαναν είναι να τραβούν τη μελλοντική κατανάλωση προς τον παρόντα χρόνο (και σε άλλες περιπτώσεις να σπρώχνουν τη δυνητική παρούσα κατανάλωση σε μελλοντικό χρόνο) ή προς τόνωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, δημιουργώντας ένα τεχνητό wealth effect. Μείωσαν έτσι τις αποταμιεύσεις που θα μπορούσαν και, θα έπρεπε, να χρησιμοποιούνται για παραγωγικές επενδύσεις και στρέβλωσαν τις χρονικές καταναλωτικές ανθρώπινες προτιμήσεις και συνεπακόλουθα τις επιχειρηματικές αποφάσεις. Οι ενέργειες των κεντρικών σχεδιαστών από το 2008 και μετά έσπειραν τους σπόρους για μια νέα ισχυρότατη παγκόσμια οικονομική ύφεση.

Τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αγορά έχουν προέλθει από εσφαλμένες νομισματικές πολιτικές και από την απαγόρευση μέσω αυτών των πολιτικών να κατανέμεται ορθολογικά ο πλούτος. Οι συνεχιζόμενες πληθωριστικές ενέργειες των κεντρικών σχεδιαστών έχουν προκαλέσει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που θεωρούσε ο Keynes πως θα προκύψουν. Εξελίσσεται έντονη συσσώρευση πλούτου σε ολιγάρχες, προλεταριοποίηση πληθυσμών και σταδιακή εξαφάνιση της μεσαίας τάξης, η οποία συνθλίβεται από τις κρατικά επιδοτούμενες too big to fail επιχειρήσεις. Επιπλέον η χρεοκοπία των κυβερνητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη συνηγορεί σε μια όλο και πιο ενδεχόμενη οικονομική κατάρρευση.

Από την εποχή της καπιταλιστικής βιομηχανικής επανάστασης, εμφανίστηκαν πολλοί «σοφοί» διαθέσιμοι να «σώσουν» τον κόσμο από τα «δεινά» της ελεύθερης αγοράς. Όλοι τους είχαν ως σημείο αναφοράς, ως σταθερά δηλαδή, ένα υπαρκτό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης το οποίο αντιμετώπισαν ως ασθένεια που χρειάζεται θεραπεία. Ο Μαρξ, ο Κέυνς, όπως και άλλοι ρεβιζιονιστές, είχαν το ηθικό πλεονέκτημα, καθώς οι θεωρίες τους μιλούσαν για δικαιοσύνη και σοφή διαχείριση από έναν ανώτερο κεντρικό σχεδιασμό. Στο πέρασμα των χρόνων σταδιακά αποδομήθηκε ο Μαρξισμός, αφού δυστυχώς πρώτα κατέστρεψε εκατομμύρια ανθρώπων. Ο δυτικός κόσμος βρίσκεται μπροστά σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς βιώνει μία ακόμα κρίση και ίσως δεύτερη κατάρρευση του κεντρικού σχεδιασμού μετά από αυτόν της ΕΣΣΔ.

Εκτιμώ πως χρειαζόμαστε μια δυναμική στροφή στα κλασικά οικονομικά του κεφαλαίου και της αποταμίευσης. Ο καπιταλισμός δεν «εφαρμόζεται», δεν είναι ασθένεια, αλλά ούτε και υπάρχει κάποιο «αόρατο χέρι» που κινεί την αγορά. Οι νόμοι της οικονομίας είναι εξελιγμένοι μέσα από αιώνες εθελοντικής δράσης και συναλλαγής και θα παραμείνουν τέτοιοι. Η αγορά λαμβάνει πληροφορίες από τις τιμές, οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζονται από την προσφορά, τη ζήτηση, την τεχνολογική εξέλιξη, τα διαχρονικά στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και την προθυμία των ανθρώπων να καταναλώσουν ή να αποταμιεύσουν σε δεδομένες στιγμές. Η διαμόρφωση όλων αυτών των φαινομένων προκύπτει και συντονίζεται από τη συνάθροιση εκατομμυρίων ατομικών εθελοντικών δράσεων, οι οποίες τελικά έχουν ως αποτέλεσμα μια σχετικά αυτό-οργανωμένη συναλλακτικά και παραγωγικά κοινωνία. Δεν σχεδιάζεται κεντρικά αυτή η κοινωνία. Η κοινωνία της αγοράς μπορεί μόνο να καταστραφεί από τον κεντρικό σχεδιασμό.

* Ο κ. Ευθύμης Μαραμής είναι επιχειρηματίας/επενδυτής, ανεξάρτητος αναλυτής της αυστριακής σχολής οικονομικών και κοινωνικής οργάνωσης.

Παραπομπές:

Garrison Roger 2001. Time and Money: The Macroeconomics of Capital Structure. New York: Routledge.

Keynes, John Maynard. 1936. General Theory of Employment, Interest and Money. London: Macmillan.

Moggridge, Donald E. 1976. John Maynard Keynes. New York: Penguin Books.

Hicks, John R. 1937. “Mr. Keynes and the 'Classics'; A Suggested Interpretation,” Econometrica 5, no. 2: 147–159.