Η σιωπηλή πλειοψηφία

Η σιωπηλή πλειοψηφία

Σύμφωνα με ένα γνωστό αξίωμα, στις δημοκρατίες η πλειοψηφία (έστω και η σχετική) κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει (και προστατεύεται). Η πλειοψηφία αυτή αποκρυσταλλώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Και στο μεσοδιάστημα, πώς γίνεται αντιληπτή η τοποθέτησή της;

Σε συνθήκες αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η πλειονότητα των πολιτών αρκείται να ασκεί το εκλογικό της δικαίωμα μία φορά κάθε 3-4 χρόνια. Εν συνεχεία, εμπιστεύεται την κυβέρνηση να λειτουργεί ως εντολοδόχος της.

Το ίδιο ισχύει και για συλλογικές οντότητες – επαγγελματικές-συνδικαλιστικές, επιστημονικές, αθλητικές. Τα μέλη, π.χ., του σώματος των εκπαιδευτικών κάθε βαθμίδας εμπιστεύονται σε αιρετούς εκπροσώπους, συνδικαλιστικούς (ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΠΟΣΔΕΠ) ή και ασκούντες διοίκηση (πρυτανικές αρχές), να μιλούν και να δρουν για λογαριασμό τους.

Είθισται, επίσης, οι μειοψηφίες να επιδιώκουν να ακούγονται, κάθε φορά που διαφωνούν με την πλειοψηφούσα άποψη. Απερίσπαστοι από τα βάρη της διακυβέρνησης, οι αντιπολιτευόμενοι έχουν την άνεση να επιδίδονται σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων, με λόγο άλλα και έργα.

Η ελληνική εμπειρία επιβεβαιώνει ότι όσο μικρότερη είναι μια ομάδα διαμαρτυρομένων τόσο μεγαλύτερο θόρυβο επιδιώκει να προκαλεί. Ο θόρυβος αυτός της εξασφαλίζει μέσω των ΜΜΕ προβολή δυσανάλογη σε σχέση με την κοινωνική της βάση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τρέχουσα διαμάχη με επίκεντρο το ελληνικό πανεπιστήμιο. Ο θόρυβος προέρχεται από μικρές ομάδες ακτιβιστών και από κόμματα της αντιπολίτευσης που στηρίζουν τα αιτήματα και τις μεθόδους τους. Επικεντρώνεται στην αστυνομική φύλαξη των πανεπιστημίων και στην υπεράσπιση των καταλήψεων ως μέσου πολιτικής διαμαρτυρίας.

Οι καταλήψεις, με τη σειρά τους, προσελκύουν τα ΜΜΕ, που δίνουν βήμα στους οργανωτές και τους υποστηρικτές τους, εξασφαλίζοντάς τους δημοσιότητα σε περίπτωση επέμβασης της αστυνομίας.

Το αποτέλεσμα είναι να συγκεντρώνεται η προσοχή του κοινού σε λόγια και εικόνες έντονα συγκρουσιακές. Αγνοείται, έτσι, το προβληματικό υπόβαθρο που οδήγησε στην τρέχουσα κρίση.

Αγνοείται, κυρίως, το γεγονός ότι, εδώ και δεκαετίες, η απουσία αστυνόμευσης και η ανενόχλητη δράση διαφόρων ομάδων συντηρεί ένα κλίμα ανασφάλειας που ακυρώνει στην πράξη την έννομη τάξη, φαλκιδεύει την ακαδημαϊκή ελευθερία και παρεμποδίζει τη διοικητική λειτουργία στα ελληνικά ΑΕΙ.

Και, βέβαια, αγνοείται το γεγονός ότι το πρόβλημα της ασφάλειας, ως προϋπόθεσης για την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, δεν είναι το μόνο που αντιμετωπίζει το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Σήμερα, λοιπόν, η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από το δίπολο αστυνόμευση/κατάληψη. Και, απέναντι στις τοποθετήσεις της κυβέρνησης και του πρύτανη του ΑΠΘ, ακούγονται σχεδόν αποκλειστικά φοιτητές και καθηγητές που τάσσονται κατά του πρόσφατου νόμου για τα ΑΕΙ και συνηγορούν υπέρ των καταλήψεων. Μάλιστα, τα ΜΜΕ συντηρούν την εντύπωση ότι οι συγκεκριμένοι μιλούν εξ ονόματος των φοιτητών και των καθηγητών (με οριστικό άρθρο).

Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Δικαιούται όμως να ρωτήσει κάποιος, γιατί κανείς δεν εκφράζει αντίλογο στις καταλήψεις; Για τον ίδιο λόγο που κανείς δεν μιλά κατά της παραβίασης των νόμων σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής – από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό μέχρι τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας ή την καλώς εννοούμενη άσκηση του δικαιώματος στη συνάθροιση. Για τον ίδιο λόγο που κανείς δεν θα βγει στον δρόμο για να στηρίξει τα μέτρα προστασίας απέναντι στην πανδημία (θα ήταν οξύμωρο) ή τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία ή στην παιδεία που δειλά προωθεί η κυβέρνηση.

Και για ένα λόγο παραπάνω, που αφορά το πανεπιστημιακό περιβάλλον: Tη διάχυτη ανασφάλεια, αίσθημα που συχνά συνδυάζεται με αδιαφορία – αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σημαντική μερίδα καθηγητών απλώς απέχει από τη λειτουργία της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Δικαιούμαστε, λοιπόν, να εικάσουμε ότι και στα πανεπιστήμια, όπως και στην ευρύτερη κοινωνία, υπάρχει μια πλειοψηφία η οποία δεν επιδοκιμάζει τη βία και την ανομία – όπως εκδηλώνεται με βίαιες διαδηλώσεις και με καταλήψεις πανεπιστημίων αλλά και σχολείων – πλειοψηφία η οποία δεν εκδηλώνεται παρά μόνο στην κάλπη.

Στον πανεπιστημιακό μικρόκοσμο, υπάρχει τρόπος να ανιχνευθεί η σιωπηλή αυτή πλειοψηφία, με μεθόδους ηλεκτρονικής διαβούλευσης. Σε επίπεδο κοινωνίας, υπάρχει το τεκμήριο του εκλογικού αποτελέσματος – τεκμήριο αμάχητο μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Επομένως, χρέος των εκλεκτών της εκάστοτε πλειοψηφίας, από τον πρωθυπουργό μέχρι τον πρύτανη, είναι, δείχνοντας εμπιστοσύνη στους εκλογείς αλλά και στις δυνάμεις τους, να ανταποκριθούν στην εντολή που έλαβαν και να υλοποιήσουν το πρόγραμμά τους. Και, αν προκληθούν υπέρμετρα, να βρουν τον τρόπο να κινητοποιήσουν τη σιωπηλή πλειοψηφία. Το έπραξε ο στρατηγός de Gaulle, τον Μάη του 1968 – τον οποίον οι περισσότεροι θυμούνται για λάθος λόγους...


* Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι Καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.