Η σημασία του καλογραμμένου νόμου

Ένα από τα σημαντικότερα και πλέον διαχρονικά προβλήματα της δημοκρατίας, αλλά και ευρύτερα κάθε πολιτικής κοινωνίας, είναι η ποιότητα της νομοθέτησης. Για τους φιλελεύθερους, ιδανικά η νομοθεσία πρέπει να είναι απλή, όσο γίνεται πιο περιορισμένη, να έχει αφηρημένο και όχι φωτογραφικό χαρακτήρα στις προβλέψεις της, να μπορεί να εφαρμοστεί για όλους το ίδιο. Αυτές είναι σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά της νομοκρατίας, του ιερού δισκοπότηρου της φιλελεύθερης σκέψης.

Πέρα όμως από το περιεχόμενο του νόμου, υπάρχει και μια δεύτερη, απλούστερη αλλά όχι λιγότερο σημαντική διάσταση - αυτή της διαδικαστικής ποιότητας της νομοθέτησης. Αυτό είναι και το αντικείμενο του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης, της μελέτης που για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά δημοσίευσε αυτές τις μέρες το ΚΕΦίΜ, εξετάζοντας φέτος τη νομοθετική παραγωγή του 2019.

Ο Δείκτης μετρά παραμέτρους όπως η γλωσσική σαφήνεια, το μέγεθος των νομοθετημάτων, ο χρόνος και η ποιότητα της δημόσιας διαβούλευσης, το αν ακολουθήθηκε η κανονική διαδικασία ή ο επισπευμένος δρόμος του κατεπείγοντος, η υπάρξη άσχετων διατάξεων και τροπολογιών της τελευταίας στιγμής. Και το σημαντικό είναι ότι αυτές οι παράμετροι που αποκαλύπτουν το αν και το κατά πόσο οι νομοθέτες μας σέβονται την αποστολή τους, τους συναδέλφους τους στη Βουλή και τους Έλληνες πολίτες αποτελούν όχι μόνο διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, αλλά αποτελούν εδώ και καιρό θεσμικές υποχρεώσεις.

Παρ’ όλα αυτά, όπως καταδεικνύει ο Δείκτης, η χαλαρότητα στην τήρησή τους μάλλον δεν εξαρτάται από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019, μια χρονιά κατά την οποία την εξουσία τη μοιράστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ στα δύο μισά του έτους, δεν υπάρχει αξιόλογη διαφοροποίηση σε σχέση με τις επιδόσεις των δύο κυβερνήσεις, ενώ κανείς από τους 39 νόμους και τις 25 κυρώσεις που ψηφίστηκαν πέρσι δεν καλύπτει πλήρως τις προϋποθέσεις της καλής νομοθέτησης.

Κι όμως, με λίγες διαδικαστικές παρεμβάσεις η ποιότητα της νομοθέτησης στη χώρα μας θα μπορούσε να εκτιναχθεί προς το καλύτερο. Άλλωστε, η Βουλή ήδη μπορεί (και οφείλει) να μη δέχεται προς συζήτηση άσχετες και εκπρόθεσμες τροπολογίες, νομοσχέδια που δεν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα καθορισμένα πρότυπα ποιότητας, που δεν έχουν περάσει από επαρκή διαβούλευση, που δεν έχουν ποσοτικοποιημένη έκθεση συνεπειών εκεί όπου αυτό είναι εφικτό.

Έχοντας αφήσει πίσω μας την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, ήρθε η ώρα να αφήσουμε πίσω μας και τα κουσούρια που μας άφησε. Η Βουλή μπορεί να νομοθετεί καλύτερα. Είναι θέμα ποιότητας δημοκρατίας.