Η σημασία της αντιπολίτευσης

Η σημασία της αντιπολίτευσης

Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, τόσο θα καλλιεργείται από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία η εικόνα του Αλέξη Τσίπρα ως ενός χαρισματικού πολιτικού ηγέτη που κατόρθωσε κάτι που σχεδόν φαίνεται αδύνατο: Να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ από μια αντισυστημική, αντιμνημονιακή ήσσονος πολιτικής σημασίας παράταξη στον μείζονα κυβερνητικό εταίρο - σε μια πολιτική δύναμη που κρατά την εξουσία τρία χρόνια και μάλιστα εφαρμόζοντας μνημόνια, έχοντας κάνει στροφή 180 - κι όχι 360 - μοιρών ως προς τα όσα κάλεσε τους πολίτες να ψηφίσουν σε εθνικές εκλογές και δημοψήφισμα, και κρατώντας μια απ' ό,τι φαίνεται συμπαγή κοινοβουλευτική ομάδα.

Για πολλούς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μάλιστα, ο Πρωθυπουργός και το κόμμα του βρίσκονται στο μέσο μιας εντυπωσιακής ιδεολογικής μετακίνησης από τη ριζοσπαστική Αριστερά προς την σοσιαλδημοκρατία, εκτίμηση που ο χρόνος θα δείξει αν ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα.


Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τις ικανότητες του Πρωθυπουργού στο πεδίο της πολιτικής τακτικής, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος σε όλα αυτά: Το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη, δεν έχει να αντιμετωπίσει μια ενιαία δομική αντιπολίτευση του “όχι σε όλα”, της πόλωσης και της εργαλειακής χρήσης της αγανάκτησης των πολιτών. Και πλέον, έχουμε τα δεδομένα να το δείξουμε αυτό.

Σήμερα, το ΚΕΦίΜ παρουσίασε τη νέα του μελέτη με τίτλο “Πώς ψηφίζουν τα κόμματα: Κοινοβουλευτική ψήφος Ιούνιος 2012 - Ιούλιος 2018” με την τιμητική παρουσία του πρώην Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Ευάγγελου Βενιζέλου.


Η έρευνα καταδεικνύει αυτό που όλοι λίγο-πολύ υποψιαζόμασταν: ότι η συμπεριφορά της εκάστοτε αντιπολίτευσης διαφέρει ριζικά στις δύο περιόδους 2012-2015 και 2015-2018, αντανακλώντας μεταξύ άλλων την κορύφωση (στις πρώτες εκλογές του 2015) και στη συνέχεια την κατάρρευση (στις δεύτερες εκλογές του 2015) της διαιρετικής τομής “μνημόνιο-αντιμνημόνιο”. Είναι για παράδειγμα χαρακτηριστικό πως η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση από το 2015 έως τον Ιούλιο του 2018 υπερψήφισε το 57% των νομοσχεδίων της σημερινής κυβέρνησης, ενώ ο αντιπολιτευτικός ΣΥΡΙΖΑ, από το 2012 ως το 2015 μόλις το 21% των νομοσχεδίων της τότε συγκυβέρνησης. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι κατά την περίοδο από το 2015 μέχρι σήμερα η ΝΔ ταυτίζεται περισσότερο στην κοινοβουλευτική της ψήφο με τα κόμματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας παρά με το ΚΚΕ και τη ΧΑ που βρίσκονται ομοίως στην αντιπολίτευση - πράγμα που φυσικά δεν ισχύει για τον αντιπολιτευτικό ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρέθηκε πιο κοντά στα αντισυστημικά κόμματα παρά στο τότε ΠΑΣΟΚ της σοσιαλδημοκρατίας με την οποία σήμερα φλερτάρει τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό επίπεδο.


Η κωλοτούμπα του φθινοπώρου του 2015 και ο έλεγχος από τον Πρωθυπουργό της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν βεβαίως απαραίτητες προϋποθέσεις για να αποφευχθεί η ολική καταστροφή της χώρας, την οποία ολοένα και περισσότεροι πρωταγωνιστές του εξαμήνου της “ηρωικής διαπραγμάτευσης” αναγνωρίζουν πλέον ως απολύτως ανοιχτό ενδεχόμενο εκείνη την περίοδο. Όμως ούτε η κωλοτούμπα, ούτε ο έλεγχος της κοινοβουλευτικής ομάδας θα ήταν εφικτός αν η σημερινή αντιπολίτευση του ευρωπαϊκού τόξου - η ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ και το Ποτάμι - δεν αποφάσιζαν να βάλουν πλάτη στα δύσκολα και να μην επενδύσουν στην απορριπτική αντιπολίτευση και τον λαϊκισμό.

Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι κατά καιρούς κάποια από αυτά τα κόμματα δεν αξιοποιούν κι αυτά ευκαιρίες για εύκολα μικροκομματικά λέι-απ όπου το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Δεν ζούμε σ' έναν ονειρικό κόσμο. Όμως είναι αδιαμφισβήτητη και η ποσοτική διαφορά και η, αδιανόητη αν τα πράγματα ήταν ανάποδα, στήριξη στις κρίσιμες μέρες του φθινοπώρου του 2015. Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το δούμε, να το αναγνωρίσουμε και να το επεξεργαστούμε σοβαρά όλοι μας, αν θέλουμε πραγματικά να περιορίσουμε τις πιθανότητες η Αθήνα να αρχίσει ξανά να καίγεται μετά τις επόμενες εκλογές και να ενισχύσουμε τις πιθανότητες ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει πράξη, με έργα και όχι απλά στα λόγια, την πολυθρύλητη στροφή του προς τη σοβαρότητα.