Η πραγματική διάσταση της επίσκεψης Lavrov

Η πραγματική διάσταση της επίσκεψης Lavrov

Του Δρ. Κωνσταντίνου Φίλη

Η επίσκεψη Lavrov στην Αθήνα δεν αναμένεται να φέρει απτά αποτελέσματα. Παρά την κρισιμότητα της συγκυρίας (Συρία, προσφυγικό, τρομοκρατία, Κυπριακό), περισσότερο οφείλεται στο αφιερωματικό έτος Ελλάδας-Ρωσίας παρά εξυπηρετεί γεωπολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες. Έχει, ωστόσο, ενδιαφέρον να δούμε πως θα κινηθεί η Ρωσία στο Κυπριακό (δεδομένου πως το υφιστάμενο status quo είναι ευνοϊκότερο για αυτή), μετά τις αποστάσεις που πήρε από τις πιέσεις που ασκούνται για άμεση διευθέτηση, αλλά και αν θα επιλέξει την ελληνική επικράτεια για να κατακρίνει τη Δύση και αν θα καταδικάσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, ο οποίος αφορά και την ίδια. 

Η Αθήνα, από την πλευρά της, αντιλαμβάνεται πλέον καλύτερα τα όρια αξιοποίησης του ρωσικού παράγοντα (λαμβάνοντας υπόψη και το αρνητικό κλίμα στις σχέσεις με τη Δύση), ενώ θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθειες για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της ούτως ή άλλως επιφυλακτικής Μόσχας.

Στο πολιτικό πεδίο, η αποστασιοποίηση της Ελλάδας από την πρόθεση επιβολής νέων κυρώσεων στη Ρωσία, ελέω Συρίας, αποτιμάται θετικά από την τελευταία. Όπως, άλλωστε, και η ορθή θέση ότι η μεγάλη ανατολική χώρα αποτελεί εγγενές μέλος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Εφόσον, όμως, η χώρα αδυνατεί να σταθεροποιηθεί, το διαμέτρημά της συρρικνώνεται, όπως και ο λόγος της στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι εξίσου απομειωμένος –έτσι και αλλιώς, το σύνολο του εθνικού κεφαλαίου σπαταλάται στα ζητήματα περί την οικονομία και το χρέος. Δεν είναι τυχαίο πως παρά την κινητικότητα του Υπουργείου Εξωτερικών, τις συνεχείς διεργασίες με κράτη της περιοχής (Ισραήλ, Αίγυπτο), τις περιφερειακές διασκέψεις με αραβικά κράτη, κτλ, φαίνεται να μην εισακουγόμαστε επαρκώς ούτε καν στα καίρια εθνικά ζητήματα, πολύ περισσότερο να ασκούμε ουσιαστική επιρροή σε περιφερειακό ή ευρωπαϊκό επίπεδο –στοιχείο που θα μας αναβάθμιζε στα μάτια της Ρωσίας.

Στον οικονομικό τομέα, με εξαίρεση τα τουριστικά ρεύματα, οι εμπορικές συναλλαγές έχουν πληγεί καίρια από κυρώσεις και αντίμετρα, ρωσικές εταιρείες έχουν μέχρι σήμερα επιδείξει μικρό ενδιαφέρον για τις ιδιωτικοποιήσεις (καθοριστική η συμμετοχή τους ή μη στο σκέλος των μεταφορών και δη στα διευρωπαϊκά δίκτυα), ενώ στην ενέργεια, παρά τις αμοιβαία καλές προθέσεις, το σχέδιο Turkish/Greek Stream δεν έχει αποκτήσει ακόμη ισχυρή δυναμική υλοποίησης.  

Επειδή ορισμένοι προσεγγίζουν τις ελληνορωσικές σχέσεις με όρους ορθοδοξίας, κοινών δεσμών, ακόμη και μεταφυσικής, ας επισημάνουμε πως η επανακάμπτουσα Ρωσία όχι μόνο αποκατέστησε -έστω και μερικώς- τις σχέσεις της με την Τουρκία, προχωρώντας με την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού και του Turkish Stream για την τροφοδοσία της διψασμένης τουρκικής αγοράς, αλλά φέρεται να συζητά ακόμη και την εγκαθίδρυση εξελιγμένου αντιπυραυλικού συστήματος στην τουρκική επικράτεια (αυτή η πληροφορία δεν έχει επιβεβαιωθεί αλλά δεν έχει διαψευστεί κιόλας). Παρά το ότι η προσέγγιση Μόσχας-Άγκυρας οφείλεται περισσότερο σε τακτικούς ελιγμούς, λόγω της αποξένωσής τους από τη Δύση, γίνεται αντιληπτό πως το Κρεμλίνο δεν διακατέχεται από συναισθηματισμούς στη χάραξη της πολιτικής του αλλά από μία realpolitik θεώρηση. Αντίστοιχα, οι ελληνορωσικές σχέσεις, που ουδέποτε υπήρξαν στρατηγικές, χρειάζονται ένα ισχυρό, θετικό (επιχειρηματικό;) σοκ για να εισέλθουν σε τροχιά στρατηγικής εμβάθυνσης. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όμως, αυτή η προοπτική φαντάζει ιδιαίτερα μακρινή, οπότε για κάποιο καιρό ακόμα, θα αρκεστούμε στα θερμά λόγια για όσα «δένουν» τους δύο λαούς.

 * Ο Δρ.Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.