Η πιο ωραία αφήγηση

Η πιο ωραία αφήγηση

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Διάβαζα τη συνέντευξη που έδωσε ένας συγγραφέας τις προάλλες, και μία από τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου στις οποίες κλήθηκε να απαντήσει ήταν η εξής: «Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι αποξενώνονται όλο και περισσότερο, τι είναι αυτό που μπορεί ακόμα να τους ενώσει;» Τη διάβασα, και αμέσως μετά, σχεδόν συνεπαρμένος, την ξαναδιάβασα κι άλλη μία. Μάλιστα, μου έκανε τόση εντύπωση που μάλλον αμέλησα να διαβάσω την ίδια την απάντηση. Αντιθέτως, αντέγραψα την παράδοξη ερώτηση σε έναν φάκελο του Word που κρατώ, το Αρχείο Μονοκέρων.

Τώρα, προφανώς και δεν ισχύει αυτή η θέση. Αν κάτι χαρακτηρίζει τον κόσμο μας, είναι το ακριβώς αντίθετο: όσο πάει, βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά με τους άλλους. Για την ακρίβεια, ακόμη κι αν ήθελε κάποιος να αποξενωθεί, ακόμη κι αν ήθελε να απομακρυνθεί από τους άλλους, να μονάσει, να αποκοπεί κοινωνικά, δεν θα τα κατάφερνε: ο κόσμος αργά ή γρήγορα (πολύ γρήγορα, εδώ που τα λέμε) θα σε βρει, ο κόσμος εύκολα ή δύσκολα (πανεύκολα, εδώ που τα λέμε) θα είναι πάντα εκεί, δίπλα σου, και —αν τυχόν δεν θέλεις τη φασαρία του—, όχι, δεν θα σε αφήσει σε ησυχία. Θα σε πάρει μαζί του.

Σε σχετική αποξένωση ζουν μόνο κάτι φυλές του Αμαζονίου, και ίσως κάποιοι ακόμη πληθυσμοί σε εξαιρετικά απομονωμένες περιοχές της υφηλίου. Και μάλιστα δεν το ξέρουν καν ότι είναι «αποξενωμένοι», γιατί απλούστατα έτσι έχουν μάθει να ζουν. Οι ίδιοι, δηλαδή, δεν βιώνουν κάποιου είδους αποξένωση, δεν νιώθουν μοναξιά, ή πικρία, ή εκείνο το άσχημο συναίσθημα του παρία, του εξοστρακισμένου ή του μονήρους ανθρώπου.

Έχουμε μιλήσει και από εδώ κάμποσες φορές για την ανάγκη των ανθρώπων να βλέπουν στο παρελθόν ψήγματα μιας χαμένης Εδέμ, μιας αγαπημένης πατρίδας που χάθηκε, κάποιων δυνατοτήτων που φυλλορρόησαν και πάνε κλπ. κλπ., όπως επίσης έχουμε μιλήσει για τον θαυμασμό που τείνουμε να δείχνουμε στο χθες, αν και δεν έχουμε απολύτως κανένα στοιχείο για να το θαυμάζουμε έτσι — αν εξαιρέσουμε τη ρομαντική ψυχή μας.

Δεν είμαστε σίγουροι για τους λόγους που γίνεται αυτό? απλώς το διαπιστώνουμε. Μα βέβαια ποτέ δεν ίσχυσε κάτι τέτοιο. Αυτό που ισχύει είναι η διαρκής και όλο και πιο βαθιά —και ουσιαστική— ένωσή μας με όλο και περισσότερες ομάδες του πληθυσμού, με όλο και περισσότερους ανθρώπους. Αυτό που ισχύει, επίσης, είναι η πρόοδος.

Σε ένα πολύ σπουδαίο «πικαρέσκο» μυθιστόρημα που γράφτηκε τρεις ΑΙΩΝΕΣ από σήμερα, στο «Ζιλ Μπλας» του Αλέν-Ρενέ Λεσάζ (στη γλώσσα μας κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg), υπάρχει μια μικρή σκηνή ανάμεσα στις εκατοντάδες άλλες. Σε ένα τραπέζι λοιπόν, όπου παρίστανται ο ίδιος ο Ζιλ Μπλας και ο κύριός του, ο Δον Γκονζάλες, ένας από τους συνδαιτυμόνες, κάποιος ηλικιωμένος κόμης, γκρινιάρης και χολερικός, που πάντα μιλά με αποστροφή για το παρόν αντιπαραβάλλοντάς το με ένα φαντασιακό παρελθόν, λέει κάποια στιγμή κοιτώντας τα ροδάκινα που σέρβιραν οι τραπεζοκόμοι μετά το φαγητό: «Αχ, αλίμονο! Στον καιρό μου, τα ροδάκινα ήταν πολύ μεγαλύτερα από αυτά. Η φύσις, κύριοι, εκφυλίζεται μέρα με την ημέρα…» Οπότε ο Δον Γκονζάλες, με ένα χαμόγελο, του λέει, «Φαντάζομαι, λοιπόν, πόσο πελώρια θα ήταν τα ροδάκινα τον καιρό του Αδάμ και της Εύας».

Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες —στ' αλήθεια— γι' αυτό το θέμα. Αλλά δεν θα το κάνουμε, δεν έχει αξία. Αυτό που έχει αξία είναι να μπορούμε, όσο περισσότερο γίνεται, να αγκαλιάζουμε τις δυνατότητες που μας παρέχονται κάθε φορά: τις δυνατότητες που είναι πλέον ολότελα δίπλα μας — είτε στην άκρη του κέρσορά μας, είτε έξω, στον δρόμο. Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι το κάνουμε. Και το κάνουμε (όταν δεν πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο για να φάμε τις σάρκες μας) με επιτυχία. Ο καθένας μας μπορεί να σκεφτεί πόσες φορές τις τελευταίες ημέρες βρέθηκε σε κοινωνία με πάμπολλους άλλους ανθρώπους, ή μοιράστηκε τη χαρά τους, ή συμμερίστηκε τον πόνο τους, ή αισθάνθηκε σεβασμό, αγάπη ή συμπόνια για ανθρώπους με τους οποίους δεν έχει βρεθεί καν ποτέ από κοντά, μα που τους γνωρίζει και τον γνωρίζουν καλά απλώς χάρη στο διαδίκτυο, απλώς χάρη στην ψηφιακή παγκοσμιοποίηση? απλώς επειδή στην εποχή μας οι άνθρωποι ενώνονται όλο και περισσότερο, διατηρώντας παράλληλα την αυτοτέλειά τους, και τα δικά τους χαρακτηριστικά, αυτά που τους ξεχωρίζουν? απλώς επειδή η εποχή μας μισεί, αποστρέφεται την αποξένωση.

Το παρελθόν είναι μια μεγάλη, ακριβή χώρα γεμάτη θησαυρούς. Αλλά κυρίως είναι μια «αφηγούμενη» χώρα. Όμως η πιο μεγάλη, η πιο ωραία αφήγηση είναι πάντα μπροστά μας, και είναι το αύριο — και είμαστε εμείς, μαζί.