Η παραβολή του φασιανού

Η παραβολή του φασιανού

Του Βασίλη Παζόπουλου*

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση πως μετά από τόσα χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης και χαμηλών επιτοκίων, οι αμερικάνικες εταιρείες θα πρέπει να έχουν συσσωρεύσει τεράστια ποσά σε μετρητά. Πράγματι, το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων, αν εξαιρέσουμε τις εταιρίες του χρηματοοικονομικού κλάδου, αυξήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ, πλησιάζοντας τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Φαινομενικά είναι μια καλή εξέλιξη, αλλά με μια δεύτερη ματιά βρισκόμαστε μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει βυθιστεί σε μια παγίδα χρέους.

Μια πρόσφατη μελέτη σε πάνω από 2.000 επιχειρήσεις, από την Standard & Poor''s, αποκάλυψε πως μόλις 25 εταιρίες κατέχουν τα μισά εταιρικά μετρητά στις ΗΠΑ (η έρευνα αναφέρεται στις μη χρηματοοικονομικές εταιρείες).

Αν εξαιρέσουμε τις 25 πλουσιότερες, η μέση επιχείρηση που έχει αξιολογηθεί με υψηλό βαθμό φερεγγυότητας κατέχει 17 σεντς μετρητών στο ταμείο της για κάθε δολάριο που χρωστάει, ενώ οι χαμηλότερης πιστωτικής ποιότητας μόλις 12.

Το 2015 το ανεξόφλητο χρέος διογκώθηκε κατά 50 φορές σε σχέση με την αύξηση των ταμειακών διαθέσιμων. Η αναλογία μετρητών προς χρέος είναι τόσο χαμηλή, που πλέον πλησιάζει το επίπεδο πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008, όπως αναφέρει η έκθεση.

Ποιος έχει μαζέψει τα λεφτά

Τα μετρητά είναι περισσότερο από ποτέ συγκεντρωμένα στην κορυφή της επιχειρηματικής πυραμίδας. Το ποσοστό ήταν 38% πριν από πέντε χρόνια, ενώ σήμερα έχει σκαρφαλώσει στο 51%.

Ο τομέας της τεχνολογίας κατέχει τη μερίδα του λέοντος με 63% των συνολικών ταμειακών διαθεσίμων, ενώ πριν μια δεκαετία ήταν σχεδόν το μισό. Το 1/4 των μετρητών το κατέχουν οι 3 τεχνολογικοί γίγαντες. Η Apple (που κατέχει τα σκήπτρα από το 2009), η Microsoft και η Alphabet (Google). 

Το παράδοξο είναι πως ενώ οι πιο υγιείς επιχειρήσεις κατέχουν τόσα μετρητά, προσφεύγουν στις αγορές εκδίδοντας ομόλογα. Ο λόγος είναι πως χρειάζονται χρήματα για να καλύψουν τις εγχώριες ανάγκες τους.

Οι επιχειρήσεις αυτές δημιουργούν πολύ σημαντικό ποσοστό των ταμειακών ροών τους εκτός ΗΠΑ και αποφεύγουν να επαναπατρίσουν τα μετρητά, γιατί θα πρέπει να πληρώσουν υψηλό φόρο που ανέρχεται στο 35%.

Τα χαμηλά επιτόκια οδηγούν σε αποεπένδυση

Ένας προφανής λόγος για την εκτόξευση του εταιρικού χρέους είναι η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, η οποία αναζωογόνησε την αμερικάνικη οικονομία με βαρύ αντίτιμο:
τη διεύρυνση των ανισοτήτων, τον εθισμό στην πίστωση και τον κλονισμό του δόγματος της μη επέμβασης του δημοσίου στην αγορά.

Θεωρητικά με τα χαμηλά επιτόκια ευνοούνται οι επενδύσεις. Ωστόσο, στην πράξη τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια προκαλούν αποεπένδυση.

Αντί να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε σύγχρονες παραγωγικές διαδικασίες για να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους, τις ενθαρρύνει να εξαγοράζουν τον ανταγωνισμό. Είναι πιο ευκολότερο από το να ανταγωνίζονται.

Επίσης είναι φτηνότερο να επαναγοράζουν τις μετοχές τους για να ανέβουν τα κέρδη ανά μετοχή, ακόμα και όταν τα περιθώρια κέρδους τους μειώνονται, από το να επενδύσουν σε νέα μηχανήματα. Είναι σαν να αγοράζετε το σπίτι σας σε υψηλότερη τιμή, και στη συνέχεια να ισχυρίζεστε ότι αξίζει περισσότερα χρήματα !

Για αυτό φτάσαμε στο παράδοξο του να μην δεν ανεβαίνει η παραγωγικότητα παρά την τεχνολογική πρόοδο.

Η παραβολή του φασιανού

Τι συμβαίνει όταν μια κοινωνία θυσιάζει το μακροπρόθεσμο συμφέρον της για χάρη των βραχυπρόθεσμων ανταμοιβών;

Η απάντηση δίνεται από την παραβολή του φασιανού:
Μετά από κάποιο σημαντικό γεγονός, για παράδειγμα ένας βαρύς χειμώνας ή την  αποτελεσματικότητα των κυνηγών, είχαμε ως αποτέλεσμα να επιβιώσει μόλις ένας φασιανός. Ο φασιανός όπως ήταν φυσικό, είχε αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο του χώρου και βέβαια της τροφής του.

Επειδή το περιβάλλον ήταν ρυθμισμένο να θρέψει μεγαλύτερο αριθμό πτηνών, είχε την δυνατότητα να τρώει όσο ήθελε.

Παρόλο που είχε πάρει κιλά, συνέχιζε να τρώει λαίμαργα, με αποτέλεσμα να γίνει υπερβολικά παχύς και οκνηρός. Μην μπορώντας πλέον να πετάξει, το τέλος του ήταν θέμα χρόνου.

Μια ημέρα μπήκε μέσα στο χωράφι μια αλεπού, δεν μπορούσε να διαφύγει και… τον έφαγε !

Στην αναζήτηση της παραγωγικότητας

Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι δύσκολο να επιτευχθεί στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ακόμα και σε αναδυόμενες αγορές, αρχίζει να γίνεται δύσκολο. Η Κίνα μετατόπισε εκατομμύρια ανθρώπους από την αγροτική παραγωγή στην βιομηχανική σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Φυσικά η παραγωγικότητά της αυξήθηκε. Ωστόσο αυτά τα εύκολα κέρδη είναι αμφίβολο αν θα συνεχιστούν.

Στον ανεπτυγμένο κόσμο το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας δραστηριοποιείται στον τομέα των υπηρεσιών. Είναι δύσκολο να υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας σε καθαριστήρια, εστιατόρια και κομμωτήρια.

Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα είναι η μείωση του περιθωρίου κέρδους στις μεταποιητικές μονάδες. Δεν είναι τυχαίο που ο πλούτος μετατοπίζεται στον τεχνολογικό κλάδο και απομακρύνεται από τις παραδοσιακές βιομηχανίες. Η μείωση της κερδοφορίας από την μείωση του οριακού ποσοστού κέρδους περιορίζει τις επενδύσεις.

Να προλάβουμε την αλεπού

Μέχρι τώρα το καπιταλιστικό σύστημα έβρισκε λύσεις. Η ευφυΐα του συνιστάται στο να μπορεί να μεταμορφώνει τις ατέλειες του σε ευκαιρίες.

Για να γυρίσει ο κοινωνικός τροχός πρέπει η απόσταση ανάμεσα στο χαμηλότερο στρώμα και  το αμέσως υψηλότερο να είναι πρσβάσιμη. Ο δυνατότερος να μην υψώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στον ανταγωνισμό.

Αποτελεσματικό οικονομικό σύστημα είναι εκείνο που ανοίγει ευκαιρίες για όλους. Που επιτρέπει να αναπτύξουν τις ικανότητες και τα ταλέντα τους δίχως να συνθλίβονται μέσα σε μια υπερβολικά άκαμπτη δομή. Για να μην κατέχει κανείς μονίμως τη πρώτη θέση στο παιχνίδι, τα ζάρια πρέπει να ξαναρίχνονται δίκαια.

Ας ελπίζουμε να το δούμε σύντομα, πριν μας προλάβει… η αλεπού.

 

* Ο κ. Βασίλης Παζόπουλος είναι οικονομολόγος, χρηματιστηριακός αναλυτής, συγγραφέας του βιβλίου «Επενδυτές χωρίς Σύνορα» (www.ependytes.com).