Η μπάλα

Η μπάλα


Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Η τάξη μας δεν ήταν τάξη, ήταν ένα μαγαζί κάπου στη Σόλωνος, μεσοτοιχία με ένα άλλο: δύο αίθουσες, η Πρώτη και η Δευτέρα του 6ου Δημοτικού Σχολείου, και ήταν η αρχή μιας δεκαετίας που μετά από πολλά χρόνια θα την έλεγαν 70s, αν και αυτό τότε δεν είχε φυσικά καμία σημασία. Σημασία είχε το μπουκάλι με το γάλα.

Ήταν ένα περίεργο μπουκάλι: ριγέ. Πλαστικό, κοντόχοντρο, ημιδιάφανο και ριγέ, με ένα στρογγυλό κομμάτι αλουμινόχαρτο στο στόμιο, που το έξυνες από μιαν ακρούλα με το νύχι και το άνοιγες, ή του έκανες δυο μικρές τρύπες τη μια απέναντι από την άλλη, πάλι με το νύχι, και έτσι έτρεχε καλύτερα, και ήταν δροσερό και νόστιμο. Το έλεγες «κοτλέ», γάλα-κοτλέ, και ήταν το μόνο γάλα που υπήρχε, αν οι γονείς σου δεν αγόραζαν ακόμη γάλα από τον γαλατά, που πιο παλιά τον θυμάσαι —κάπως αχνά— να έρχεται με το κάρο, και για λίγα χρόνια μετά με το Datsun και να αφήνει το γάλα στο κατσαρόλι με το καπάκι, έξω από την πόρτα σας.

Αλλά εσύ προτιμούσες το κοτλέ μισόλιτρο μπουκάλι. Όλα τα αγόρια το προτιμούσαν. Όχι μόνο γιατί ήταν μόδα, αλλά γιατί το κοτλέ μπουκάλι ήταν γερό και σκληρό, κι όταν το άδειαζες από το περιεχόμενό του και άσπριζαν τα μουστάκια σου και το πιγούνι σου άμα το τέλειωνες μονοκοπανιά, το πετούσες κάτω και το πάταγες γερά με το παπούτσι σου κι εκείνο πλάταινε και ίσιωνε και, με έναν τρόπο μαγικό, γινόταν μπάλα.

Τι ήθελες ακόμη; Δυο κουβαριασμένες μπλούζες, ή δυο άλλα κουτιά, ή μια πέτρα κι ένα κομμάτι ξύλο — δεν είχε πολλή σημασία, οι εστίες φτιάχνονταν εύκολα, τις έστηνες στο πεζοδρόμιο έξω από τα μαγαζιά που 'κανες μάθημα, μοιραζόσασταν όλοι σε ομάδες στο διάλειμμα και τα κορίτσια πήγαιναν πιο κει για να παίξουν λάστιχο ή κουτσό και για να σας κοροϊδεύουν με γελάκια και σκουντήματα, και σε δυο λεπτά μέσα ήσουν μούσκεμα στον ιδρώτα και κατακόκκινος, και τα μάτια σου πείσμωναν πιο πολύ κι από το στόμα σου με τα ίχνη του γάλακτος γύρω-γύρω και με τα σφιγμένα δόντια, και πέφτατε όλοι μαζί πάνω στην μπάλα, που ήταν ένα πατημένο μπουκάλι γάλα, ένα κοτλέ μπουκάλι, με ρίγες, για να βάλετε γκολ, και σας έλεγαν Ριβελίνο και Ζαϊρζίνιο και Πελέ.

Πιο μετά η εστία ήταν μία μονάχα, δυο δέντρα πάνω από το ανάχωμα στη Μακεδονίας με κάτι —δεν θυμάσαι πια τους δρόμους—, και παίζατε μονότερμα με κανονική μπάλα, ή τέλος πάντων σχεδόν κανονική, ξεφούσκωτη όλο και με ξέφτια, και με ένα μαύρο δερμάτινο εξάγωνο να έχει ξηλωθεί και να κρέμεται από μια γωνιά περιμένοντας ποιανού αγοριού κλοτσιά θα το ξεκολλήσει τελείως, και τέρμα καθόταν ο συμμαθητής σου ο Κυριάκος, ο συνονόματος, που ένα καλοκαίρι είχε σπάσει το χέρι του πηδώντας από το γιαπί της Δελφών, γιατί όλοι το κάνατε τότε αυτό το σάλτο αν θέλατε να είστε κάποιοι στη γειτονιά, και με τον γύψο εκείνο έκανε τις καλύτερες αποκρούσεις της ζωής του και όλοι τον φωνάζατε Μάγερ, κι εσάς σάς έλεγαν Κρόιφ και Μίλερ και Μπεκενμπάουερ.

Ακόμη πιο μετά κοιτάς πίσω από το Χαριλάου, στο γηπεδάκι, τους άλλους να παίζουν με μια μπάλα τελείως κανονική πια, κλεμμένη από το γήπεδο μετά από στραβοκλοτσιά, που ο Κέρβερός του, ο Σόλων ο φροντιστής, δεν μπόρεσε να την πάρει πίσω, και έχεις ξεκινήσει και τον Άσσο Σκέτο και είσαι πια βαρύς τύπος, και κάποια στιγμή κυλάει η κανονική, δοξασμένη μπάλα προς το μέρος σου, έτσι όπως κάθεσαι με ένα βιβλίο δύσκολο στα χέρια, που το βαριέσαι κι ούτε και το καταλαβαίνεις, και σκέφτεσαι να της δώσεις μια, ένα ξερόμυτο, και να τη δεις να φεύγει σούμπιτη κατά το μέλλον, μα τελικά προτιμάς ένα πλασεδάκι, κι εκείνη γυρνά πίσω στα ιδρωμένα παιδιά, που τότε, κάτω από τον ήλιο, τα λένε Τζεντίλε και Καμπρίνι και Αρντίλες και Κέμπες και Ρόσι.

Κι έπειτα ήρθαν και πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν και πέρασαν πολλές χαμένες ευκαιρίες, ήρθε κι άλλος ήλιος, ήρθαν και πέρασαν κι άλλα κορίτσια που σε κορόιδευαν με γελάκια και σκουντήματα, είδες κι άλλα ματς, κι άλλα γλυκά κοντρόλ με το μυτάκι, κι άλλες κάθετες πάσες — κι ας πέρναγε πάντα από δίπλα σου εσένα η μπάλα, κι ας ήσουν πάντα ένα γκολ πίσω εσύ, κι ας έχανες, κι ας έχανες συνέχεια, δεν είχε σημασία, σημασία είχε μόνο που όλο αυτό ήτανε βέβαια ζωντανό, σπαρταριστό και πάντοτε ακμαίο, και βλάστιζε δίπλα σου και έκανε παχύ ίσκιο σαν σκεπαστή θύρα, κι εσύ καθόσουν και το θαύμαζες μυστικά και το απολάμβανες, κι όλο φανταζόσουν τον εαυτό σου να 'ναι εκεί, στο χόρτο, με τους αγίους, και να καίνε τα μάτια σας κι από καμιά φορά να κλαίτε και να δίνετε θάρρος ο ένας στον άλλο, και να λέτε πως υπάρχει χρόνος για να ανατραπεί το αποτέλεσμα, υπάρχει χρόνος, υπάρχουν πάντα και οι καθυστερήσεις για να βάλεις γκολ, τα χασομέρια, από την κλειστή γωνία, με ένα πλασεδάκι, με ένα ξερόμυτο, με μια κεφαλιά ψαράκι, ακόμα και με το χέρι, κι όλοι επάνω στις κερκίδες, κι εκείνος σου ο εαυτός πίσω από το Χαριλάου, κι ο άλλος σου στην αλάνα με τα δύο δέντρα, και ο μικρότερος με το γάλα στα μουστάκια, όλοι επάνω στις κερκίδες θα σηκώνονταν για να ζητωκραυγάσουν. Υπήρχε χρόνος, έλεγες.

Υπάρχει χρόνος.