Η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη: Η Τυφλή δεν πρέπει να στραβοκοιτάει…

Η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη: Η Τυφλή δεν πρέπει να στραβοκοιτάει…

Του Ιπποκράτη Χατζηαγγελίδη

Το κείμενο αυτό αποτελεί το 4ο της σειράς που αφορά τη ριζική συνταγματική αναθεώρηση. Προηγήθηκαν τα κείμενα για το πολίτευμα (………..), για τη Γερουσία και για το Ενιαίο Ψηφοδέλτιο. Θα έπρεπε να έχει δημοσιευθεί προ 2 εβδομάδων, αλλά καθυστέρησε ώστε να προηγηθεί η συζήτηση των πολιτικών αρχηγών για τη Δικαιοσύνη. Δυστυχώς, πλην της αναφοράς Μητσοτάκη στην ανάγκη αληθινής αναθεωρήσεως του Συντάγματος, τίποτα συγκεκριμένο δεν προέκυψε από τη συζήτηση αυτή. Όμως, αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που καθιστά επίκαιρο και σημαντικό το παρόν κείμενο.

Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για μια δημοκρατία, στη φύση της οποίας είναι η ελεύθερη και διαρκής αντιπαράθεση συμφερόντων κοινωνικών ομάδων και προσώπων, φυσικός διαιτητής των οποίων είναι η Δικαιοσύνη, πριν τον λόγο λάβει η πολιτική, αλλά και αφού αυτή νομοθετήσει. Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες αποτυχίας του καθεστώτος της Μεταπολιτεύσεως ήταν η ανορθολογική απονομή της Δικαιοσύνης, η οποία οφείλεται –εξίσου– τόσο στην πολυνομία όσο και στην κακή διάρθρωση και λειτουργία των δικαστηρίων.

Είναι χαρακτηριστικό –όπως έχει καταγράψει ο, εξαίρετος, κ. Παναγιώτης Καρκατσούλης, καθηγητής στη Σχολή Δημοσίας Διοικήσεως– ότι από το 1974 μέχρι τις μέρες μας πλησιάζουν τις 200.000(!) οι νόμοι, οι νομοθετικές πράξεις, τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις, βάσει των οποίων πρέπει όχι μόνο να λειτουργεί η δημόσια διοίκηση, αλλά και να κινείται το σύνολο σχεδόν της οικονομικής δραστηριότητος! ΧΑΟΣ!!! Ένα χάος που αποθαρρύνει ή καταστρέφει κάθε σοβαρή επενδυτική προσπάθεια και μετατρέπει την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών σε πραγματική κόλαση, με τη γραφειοκρατία στον ρόλο του Διαβόλου.

Ταυτοχρόνως, η εγνωσμένη δικομανία μας βρίσκει το ιδανικό πλαίσιο για να καταστεί ανεξέλεγκτη και να προκαλέσει έμφραγμα στη λειτουργία των δικαστηρίων, ιδίως των μεγάλων Πρωτοδικείων (Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς, Πατρών, Λαρίσης και Ηρακλείου). Η ανορθολογική κατανομή υλικών και ανθρωπίνων πόρων κάνει την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Εκατοντάδες εκατομμύρια δαπανήθηκαν για την κατασκευή σύγχρονων δικαστικών μεγάρων στις περισσότερες επαρχιακές πρωτεύουσες, τα οποία, όμως, υπολειτουργούν, σε πολλές περιπτώσεις με μεταβατικές μόνον έδρες! Ταυτοχρόνως, στην Ευελπίδων και στις άλλες έδρες μεγάλων Πρωτοδικείων γίνεται καθημερινώς το αδιαχώρητο σε πινάκια και αίθουσες, με Δικαστές και Συνηγόρους να ακροβατούν ανάμεσα στις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, την προσωπική τους αξιοπρέπεια και τη σκληρή πραγματικότητα!

Είναι προφανές ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, η απονομή Δικαιοσύνης μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Το φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη Δικαιοσύνη στη χώρα μας είναι πρωτίστως η αρνησιδικία και έπεται η αξιολόγηση όλων των υπολοίπων ουσιαστικών παραγόντων μιας καλής δίκης. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η ασφαλής και ταχεία απονομή Δικαιοσύνης και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι χαρακτηριστικό των αναπτυγμένων κοινωνιών και αποτελούν προϋπόθεση ανάπτυξης σχεδόν όσο και η παιδεία!

Επίσης, η χώρα μας διαθέτει επτά –7– Ανώτατα Δικαστήρια, όπως τα έχει καταμετρήσει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φίλιππος Σπυρόπουλος, ευλόγως διερωτώμενος –δημοσίως και επανειλημμένως– εάν η μικρή μας χώρα χρειάζεται τόσα ανώτατα δικαστήρια! Μια τρικέφαλη Δικαιοσύνη (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο) να προσπαθεί να βρει κοινό βηματισμό μέσα από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου άγονται ακόμη και υποθέσεις που θα έπρεπε να έχουν τερματίσει στο Εφετείο! Την εικόνα συμπληρώνουν το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, το Ειδικό Δικαστήριο Υπουργών και το Ειδικό Δικαστήριο Μισθών (Μισθοδικείο).

Θεωρώ αυτονόητο ότι η ενοποίηση της κορυφής της Δικαιοσύνης θα έχει ως αποτέλεσμα την ορθολογικότερη και πλέον ολοκληρωμένη έκδοση αποφάσεων και οδηγιών προς τα πρωτοβάθμια & δευτεροβάθμια δικαστήρια, αλλά και γρήγορη έκδοση αποφάσεων επί θεμάτων ιδιαίτερης σημασίας και δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες σήμερα χρονίζουν με ιδιαιτέρως αρνητικά αποτελέσματα.

Όμως, αυτή και άλλες λειτουργικές καινοτομίες τις οποίες θα παραθέσω δεν αρκούν, αν δεν αλλάξει συνολικώς το νομικό μας σύστημα, μέρος του οποίου είναι η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της. Και αυτό δεν είναι νομική, αλλά αμιγώς πολιτική υπόθεση! Στη χώρα μας, όπως και γενικώς στην ηπειρωτική Ευρώπη, ισχύει η γαλλογερμανική νομική και νομοθετική αντίληψη: τα πάντα απαγορεύονται πλην όσων ρητώς επιτρέπονται! Αυτή η –φοβική και οπισθοδρομική– αντίληψη είναι ένα ιστορικό αποτέλεσμα που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε1. Είναι όμως σημαντικό να επισημάνουμε πόσο πιο αποτελεσματικό είναι το δικαστικό σύστημα των αγγλοσαξονικών χωρών, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων. Στις χώρες αυτές το νομικό δόγμα είναι ακριβώς το αντίθετο από το δικό μας: τα πάντα επιτρέπονται πλην όσων ρητώς απαγορεύονται! Το πρακτικό και ουσιαστικό αποτέλεσμα του νομικού αυτού συστήματος είναι ότι το κράτος δεν έχει μεταβληθεί σε ρυθμιστή κάθε πτυχής των δραστηριοτήτων των πολιτών του, διατηρώντας τον αυστηρώς ρυθμιστικό του ρόλο και παρεμβαίνοντας μόνον όσο είναι απαραίτητο για να τηρούνται οι «συμβάσεις», που χαρακτηρίζουν το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της αστικής δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας.

Θα ήμουν παράλογος αν πίστευα ότι είναι εφικτή η απλή μεταφορά του αγγλοσαξονικού φιλελευθέρου μοντέλου στη χώρα μας. Δυστυχώς, η βαριά κληρονομιά των 1.000 χρόνων της θεοκρατικής και φοβικής Βασιλείας των Ρωμαίων (γνωστότερης ως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) και των 400 της κατοχής από την Υψηλή –Οθωμανική– Πύλη δεν μπορεί να ξεπερασθεί μέσα σε 200 μόνο χρόνια ελευθέρου βίου. Ένας Κοραής, ένας Συκουτρής κι ένας Θεοτοκάς δεν φτάνουν για να αναβιώσει το ελεύθερο πνεύμα της αρχαίας Ελλάδος… Όμως, πρέπει να γίνει μια νέα αρχή, αν θέλουμε να συνεχισθεί η ύπαρξη του ελευθέρου Ελληνικού Κράτους.

Η Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να έχει φιλελεύθερο χαρακτήρα, το κράτος της πρέπει να δώσει χώρο στην κοινωνία, οι Έλληνες πρέπει να νοιώθουν ελεύθεροι πολίτες και όχι μόνον ευσεβείς υπήκοοι! Μόνον έτσι θα γίνουμε και υπεύθυνοι πολίτες, μόνον έτσι το πολιτικό σύστημα δεν θα παράγει διαφθορά και διαπλοκή. Το νέο σύνταγμα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε όλα να επιτρέπονται πλην όσων ρητώς απαγορεύονται! Αυτή η κολοσσιαία αλλαγή στο νομικό μας σύστημα θα απελευθερώσει τις μεγάλες δυνάμεις του έθνους που κρατάει δέσμιες ο κρατισμός προς όφελος των μετριοτήτων που πνίγουν την κοινωνία μας, προς όφελος της διαπλοκής που στηρίζεται σε αυτούς. Η πολιτειακή και συνταγματική αλλαγή θα αποτελέσει το εφαλτήριο μιας δυναμικής ανάπτυξης, αφού η οικονομία, οι αληθώς παραγωγικές δυνάμεις, θα έχει αποδεσμευθεί από τη μέγγενη του κράτους, αλλά και ενός παρωχημένου και αντιαναπτυξιακού νομικού πλέγματος.

Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη λειτουργία του νέου πολιτεύματος. Όπως έχω ήδη πει, αυτό θα επιτευχθεί μέσω της εκλογής της ηγεσίας της από ένα όργανο υψηλής νομιμοποιήσεως και καθολικής αποδοχής, όπως η Γερουσία και όχι από το Υπουργικό Συμβούλιο. Έτσι, καθίσταται περιττή η εκλογή των δικαστικών συμβουλίων και των προϊσταμένων των δικαστηρίων. Αντιθέτως, η επαναφορά του διορισμού τους εγγυάται με τον καλύτερο τρόπο την επιλογή των αρίστων και όχι των κομματικών εκλεκτών ή/και όσων έχουν καλές «δημόσιες σχέσεις». Με τον τρόπο αυτό η Δικαιοσύνη θα μπορέσει να ενισχύσει το κύρος της και τις διαδικασίες αυτοκάθαρσης, ώστε να πάψει να απαξιώνεται από τη δράση παραδικαστικών κυκλωμάτων.

Περαιτέρω:

  • Οι εισαγγελείς να εκλέγονται σε περιφερειακό επίπεδο, μεταξύ υποψηφίων που έχουν ασκήσει δικηγορία τουλάχιστον 15 έτη, αλλά να συνεχίζουν να υπάγονται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η καινοτομία αυτή θα εισάγει –για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης– μια λαϊκή παράμετρο, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα πληρέστερης ικανοποιήσεως του λαϊκού αισθήματος, χωρίς όμως τις υπερβολές των λαϊκών δικαστηρίων. Η εμπειρία που θα αποκτηθεί θα μας δώσει τη δυνατότητα, στο απώτερο μέλλον, να εξετάσουμε τη δυνατότητα καθιερώσεως δικαστηρίων ενόρκων και περιορισμού των Δικαστών σε δικονομικά καθήκοντα. Επίσης, και ίσως το σημαντικότερο, η εκλογή των εισαγγελέων θα τους καταστήσει αληθινούς Δημόσιους Κατήγορους και όχι εργαλείο της εκτελεστικής εξουσίας και του κράτους, όπως –δυστυχώς– συμβαίνει σήμερα σε πολλές περιπτώσεις.
  • Η καθιέρωση πλήρους ασυμβίβαστου των δικαστών με οποιαδήποτε άλλη δημόσια θέση και η κάθε είδους συμμετοχή τους σε διάφορες επιτροπές μη δικαστικού χαρακτήρα θα αποκόψει πλήρως τη Δικαιοσύνη από τη διαπλοκή με την εκτελεστική εξουσία.
  • Ομοίως, η κατάργηση της δυνατότητας του υπουργού Δικαιοσύνης ή/και του Προέδρου του Αρείου Πάγου ή όποιου άλλου μονοπρόσωπου οργάνου να ασκεί την πειθαρχική δίωξη των δικαστών, η οποία πρέπει να περάσει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και στην Επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας.
  • Ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας, με αντικείμενο την επιμέλεια εκτελέσεως των Δικαστικών αποφάσεων, αλλά και τη διεξαγωγή ερευνών κατ' εντολή των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών.
  • Καθιέρωση αντικειμενικού συστήματος προαγωγών των δικαστών, βασισμένο στη μοριοδότηση με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως η συμμετοχή σε μη αναιρεθείσες αποφάσεις (ειδικά για έλλειψη αιτιολογίας), η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, η μη συμμετοχή σε αναιτιολόγητες αναβολές ή η πειθαρχικώς άμεμπτη συμπεριφορά κλπ. Οι κρίσεις, όπως άλλωστε και οι αποφάσεις των δικαστηρίων, θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες και βάσιμες.
  • Θέσπιση του αμετάθετου των δικαστών (ώστε να μην ασκούνται πιέσεις για δυσμενή μετάθεση σε βάρος τους), εκτός εάν η μετάθεση αποφασίζεται με τη συναίνεσή τους, εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος ή λόγω προαγωγής.
  • Την ενίσχυση του θεσμού των ενόρκων με αδιάβλητο σύστημα επιλογής και θέσπιση αποζημιώσεώς των, ώστε να έχουν κίνητρο να απονέμουν δικαιοσύνη. Επιπλέον σε εγκλήματα που απαιτούνται ειδικές νομικές γνώσεις προτείνεται να κληρώνονται ως ένορκοι και δικηγόροι.
  • Το Δικαστικό Σώμα να ενισχυθεί –και ταυτοχρόνως να μπολιασθεί– με την επιλογή δικαστών μέσα από αναγνωρισμένους δικηγόρους, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου δικηγόροι με συσσωρευμένη εμπειρία σε δύσκολους και ιδιαίτερους τομείς, σε υποθέσεις δηλαδή που η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης απαιτεί ειδικές γνώσεις και εμπειρία, μπορούν να βοηθήσουν όχι μόνο στην αποφόρτιση των Δικαστηρίων, καθότι η εμπειρία τους θα τους επιτρέπει να αποφασίζουν με ταχύτητα και αξιοπιστία, αλλά –ιδίως σε εξειδικευμένες αστικές υποθέσεις, όπως π.χ. χρηματοπιστωτικά ή/και χρηματιστηριακά ζητήματα– μπορούν να δικάζουν και με όλη την απαραίτητη αξιοπιστία και εγκυρότητα. Μάλιστα, δεν θα απέκλεια την πιθανότητα να εκλέγονται ως ad hoc πάρεδροι όχι μόνο νομικοί, αλλά και ειδικοί επιστήμονες ή/και εμπειρογνώμονες ικανοί να δώσουν στη σύνθεση του Δικαστηρίου με τις απαραίτητες εξειδικευμένες γνώσεις.
  • Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης πρέπει να ενταχθεί οργανικώς στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Πρέπει, σε μια σειρά υποθέσεων με κριτήρια αντικειμένου και αξίας, να καταστεί υποχρεωτική η προσφυγή στη διαμεσολάβηση με δυνατότητα περαιτέρω δικαστικής κρίσεως, εάν ένα εκ των μερών ή αμφότερα δεν ικανοποιηθούν. Εν πάση περιπτώσει, είναι απαράδεκτο να ασχολούνται τα δικαστήρια με χιλιάδες ανούσιες –από νομικής απόψεως– υποθέσεις διαφορών, οι οποίες μάλιστα χρονίζουν και καθίστανται βάρος και δαπάνη για τους διαδίκους.
  • Τέλος, η επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης και η εξάλειψη του απαράδεκτου φαινομένου της αρνησιδικίας μπορεί να επιτευχθεί και με τη –συναινετική– μεταφορά της υποθέσεως σε δικαστήριο άλλο από αυτό της αρχικής δικαιοδοσίας, έτσι ώστε να γίνεται η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των σύγχρονων υποδομών, των δικαστών, αλλά και του προσωπικού των δικαστηρίων.
  • Η Σχολή Δικαστών πρέπει να είναι 2ετούς διάρκειας και να απαιτούνται και προφορικές εξετάσεις. Αν το σύστημα των πανελλαδικών έχει αποτύχει, δεν είναι διότι δεν είναι αδιάβλητο, αλλά επειδή είναι ισοπεδωτικό! Αυτό, όμως, είναι απαράδεκτο και ιδιαιτέρως επικίνδυνο στην περίπτωση των δικαστών. Σε τελική ανάλυση, δυνατότητα εκμάθησης των νόμων έχει και ένας τρομοκράτης ή ένας παιδεραστής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μπορούν να διορισθούν ως δικαστές! Όμως, χωρίς προφορικές εξετάσεις κάλλιστα μπορούν να εισαχθούν στο δικαστικό σώμα, πληρώντας τα τυπικά κριτήρια των γραπτών εξετάσεων.
  • Ομοίως, πρέπει να αποκτήσουν νόημα, δηλαδή να γίνουν αυστηρές, οι εξετάσεις δικηγόρων, ενώ θα πρέπει να καθιερωθεί numerus clausus των νέων δικηγόρων, αναλόγως των ετησίων αναγκών. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εισάγονται στο σώμα λιγότεροι δικηγόροι από όσους αποχωρούν, ώστε συνολικώς ο αριθμός να μειωθεί και να σταθεροποιηθεί στον αριθμό που θα κριθεί βέλτιστος. Αυτό ασφαλώς είναι άδικο για τους νέους αποφοίτους των νομικών σχολών, αλλά είναι ακόμη πιο άδικο αυτό που συμβαίνει τώρα με την πλήρη απαξίωση των σπουδών τους. Προφανώς και ο αριθμός αποφοίτων των νομικών σχολών πρέπει να μειωθεί ή, ακόμη πιο σωστά, να καταστεί σαφές ότι το πτυχίο της Νομικής δεν αποτελεί εισιτήριο για τη δικηγορία ή/και το δικαστικό σώμα, αλλά μόνον απαραίτητη προϋπόθεση. Ταυτοχρόνως, πρέπει να απελευθερωθούν πλήρως τα επαγγέλματα του συμβολαιογράφου και του δικαστικού επιμελητή. Σε τελική ανάλυση, το απολύτως προστατευόμενο ατομικό μας δικαίωμα είναι η προσφυγή σε αξιόπιστες νομικές υπηρεσίες και σε δίκαιη δίκη, άρα σε αξιόπιστους δικηγόρους και δικαστές. Όμως, δεν είναι ατομικό δικαίωμα ο –σχεδόν αυτονόητος– διορισμός ως δικηγόρων ή δικαστών όσων κατόρθωσαν να πάρουν πτυχίο Νομικής!
  • Τέλος, επιβάλλεται, πλέον, η διάσπαση των μεγάλων Πρωτοδικείων ώστε να κατανεμηθεί καλύτερα η δικαστική ύλη και να επιταχυνθεί η απονομή της Δικαιοσύνης. Είναι απολύτως παράλογο να δικάζονται 3.000.000 κατοίκων του λεκανοπεδίου Αττικής στις επιεικώς απαράδεκτες αίθουσες της πρώην Σχολής Ευελπίδων, σε συνθήκες που εξευτελίζουν κάθε έννοια αξιοπρέπειας και σοβαρότητος δικαστών και διαδίκων! Το τεράστιο πρόγραμμα κατασκευής δικαστικών μεγάρων δεν θα πέσει έξω από την κατασκευή Πρωτοδικείων π.χ. στο Χαλάνδρι, στο Περιστέρι και στη Γλυφάδα!

Κλείνω το τεράστιο αυτό θέμα έχοντας επίγνωση των ελλείψεων αλλά και της αποσπασματικότητος που μπορεί να χαρακτηρίζουν το κείμενό μου. Είμαι βέβαιος ότι στις προτάσεις μου υπάρχουν λάθη και ελλοχεύουν «παγίδες» που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στο αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Όμως, θεώρησα ότι άξιζε να αναλάβω τον κίνδυνο, ακόμη και αν εκτεθώ, γιατί η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης είναι η πεμπτουσία της Δημοκρατίας, άρα πρέπει να μας απασχολεί όλους όσους θέλουμε να είμαστε ενεργοί πολίτες! Ασφαλώς, το ζήτημα ξεπερνάει την αντίληψη και τις δυνατότητες ενός ανθρώπου, πολλώ δε μάλλον μη νομικού, όμως ελπίζω να προκαλέσω ένα γόνιμο και αποτελεσματικό διάλογο με τη συμμετοχή όλων των ειδικών.