Η μεγάλη ευκαιρία της Νέας Δημοκρατίας

Η μεγάλη ευκαιρία της Νέας Δημοκρατίας

Του Σάκη Μουμτζή

Είναι διάχυτη η εντύπωση πως η συντηρητική παράταξη στην χώρα μας από την δεκαετία του 50, πρέσβευε στην οικονομική της πολιτική τις αρχές του κρατισμού και με αυτές πορεύεται μέχρι σήμερα.

Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να εντάξουμε τις διακριτές περιόδους  της πολιτικής ζωής, μέσα στο διεθνές πλαίσιό τους και έτσι να τις αποτιμήσουμε.

Στην δεκαετία του 50 η διεθνής οικονομική σκέψη και πρακτική εκυριαρχείτο από την θεωρία του Κέυνς, ενώ στην ηπειρωτική Ευρώπη η ακαδημαϊκή κοινότητα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ασπαζόταν την ιδέα του καπιταλισμού με κρατική διεύθυνση που είχε τις ρίζες του στα γερμανικά πανεπιστήμια της δεκαετίας του 30.

Πάνω σε αυτές τις αρχές βασίστηκε το θαύμα της ευρωπαϊκής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, ένα μίγμα κρατικών παρεμβάσεων και απελευθερώσεως τιμών, υπηρεσιών, κλπ. Ήταν λογικό και οι Έλληνες οικονομολόγοι, που οι περισσότεροι απέκτησαν τους μεταπτυχιακούς τίτλους στα γερμανικά πανεπιστήμια, να αποδεχθούν  την σημαντική συμβολή του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη, επηρεάζοντας έτσι έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων. Ακόμα και ο πιο «φιλελεύθερος» από αυτούς, ο Ξ. Ζολώτας, θεωρούσε την ρυθμιστική παρουσία του κράτους αναγκαία και η κριτική που ασκούσε αφορούσε το μέγεθος αυτής της παρουσίας.

Μέσα σε αυτό το κλίμα κινήθηκαν οι δύο σημαντικοί πολιτικοί άνδρες –αλλά και διανοούμενοι- ο Γ. Καρτάλης ( 1951-52) και ο Π. Παπαληγούρας ( 1952-63) που με την παρουσία τους σημάδεψαν την οικονομία της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Ο πρώτος έκανε όλην την δύσκολη δουλειά, δηλαδή περιόρισε θεαματικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού και προσπάθησε να ελέγξει το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Πάνω στις επιτυχίες του Γ. Καρτάλη στηρίχτηκε η υποτίμηση του Σ. Μαρκεζίνη, κάτι που δυστυχώς δεν μνημονεύεται.

Ο Π. Παπαληγούρας –οπαδός του «ρεαλιστικού φιλελευθερισμού- ήταν ο θεμελιωτής του οικονομικού θαύματος της οκταετίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή που χαρακτηριζόταν από τις κρατικές παρεμβάσεις με την δημιουργία των μεγάλων κρατικών οργανισμών ( καπνού, ζάχαρης, βάμβακος ), των  μεγάλων επενδύσεων και τον έλεγχο της αγοράς. Ως γνωστόν, κάθε επιθετικός προσδιορισμός στην λέξη «φιλελευθερισμός» εισάγεται για να περιορίσει το εύρος του  ή και για να  τον ακυρώσει ολοσχερώς.

Αν για τους ηγέτες της συντηρητικής παράταξης της δεκαετίας του 50, υπήρχε το συγκεκριμένο επίπεδο αναφοράς  της οικονομικής σκέψης που καθόριζε την πολιτική τους, για τους ηγέτες που ανέλαβαν τις τύχες της από την δεκαετία του 80 και μετά- όταν φιλελεύθερα  ρεύματα επικρατούσαν στις οικονομικές θεωρίες και πρακτικές- ελάχιστα ελαφρυντικά υπάρχουν. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, και λόγω της οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διέθετε, προσέγγισε τον οικονομικό φιλελευθερισμό εμπειρικά, αποφεύγοντας να δημιουργήσει σχολή σκέψης που θα ηγεμόνευε ιδεολογικά. Η συνέχεια για την Νέα Δημοκρατία ήταν τραγική, καθώς στην περίοδο 2004-2006, εγκλωβίστηκε στην βλακώδη πολιτική της «ήπιας προσαρμογής» που πολύ γρήγορα μετατράπηκε στην ιδεολογία του « άστο γι΄ αργότερα» με τις καταστροφικές συνέπειες για τον τόπο.

Σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στον δρόμο προς την εξουσία, έχει την ευκαιρία να δώσει τον αέρα  του οικονομικού φιλελευθερισμού στο κόμμα του. Βέβαια ένα μεγάλο κόμμα δεν μπορεί να διαθέτει ιδεολογική καθαρότητα, γιατί τότε θα μετατραπεί σε σέχτα πιστών. Όμως η πολιτική του ενότητα- αποτέλεσμα αναγκαίων συμβιβασμών- θα πρέπει να συγκροτηθεί πάνω στην πλήρη αντίθεσή του στον κρατισμό και στις πολιτικές που απορρέουν από αυτόν.

Θα πρέπει να πείσει τον Έλληνα πολίτη πως η θλιβερή και αδιέξοδη κατάσταση στην οποίαν αυτός  βρίσκεται σήμερα, οφείλεται στην ασύδοτη επέκταση του κράτους τα τελευταία  40 χρόνια.  Είναι μια μάχη που πρέπει να την δώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ώστε να γνωρίζουμε όλοι τι θα γκρεμίσει και τι θα κτίσει.

 

Για το άρθρο αυτό ανέτρεξα στο βιβλίο του Μιχάλη Ψαλλιδόπουλου « Πολιτική Οικονομία –Έλληνες διανοούμενοι» εκδ. Τυπωθήτω, 1999, Αθήνα.