Η κοινωνικοποίηση της ρεμούλας

Προχθές, ο Λετονός εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν Β.Ντομπρόβσκις, δήλωσε πως η χρηματοδότηση των 32 δισεκατομμυρίων ευρώ θα γίνει υπό καθεστώς αυστηρής εποπτείας. Μάλιστα τόνισε πως η συγκεκριμένη χρηματοδότηση δεν θα αφορά μόνον επενδύσεις, αλλά και μεταρρυθμίσεις, και τα εθνικά σχέδια «ανάκαμψης και ανθεκτικότητας τα οποία θα συμφωνηθούν με την Κομισιόν θα έχουν συγκεκριμένα ορόσημα για την εκταμίευση των δόσεων». 

Ανακουφιστικό!

Συνεπώς όσοι ονειρεύονταν πάρτι με αυτά τα 32 δισεκατομμύρια, ας το ξεχάσουν. 

Χθες στο άρθρο του ο Θανάσης Μαυρίδης παρουσίασε μια συγκλονιστική μαρτυρία μιας γυναίκας που έζησε από μέσα—καθώς ήταν απολογήτρια προτάσεων/ προγραμμάτων προς χρηματοδότηση-- την ρεμούλα και την σπατάλη των ΜΟΠ, του β΄πακέτου Ντελόρ και του interreg.

Είναι κοινή η αίσθηση πως το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κονδυλίων είτε απορροφήθηκε σε «μαϊμού» προγράμματα είτε διοχετεύθηκε με την μια ή την άλλη μορφή, έμμεσα ή άμεσα, στην κατανάλωση. 

Η συγκεκριμένη πρακτική είχε την αποδοχή όλου του πολιτικού συστήματος της χώρας, καθώς και τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης πλειοδοτούσαν σε παροχές. 

Συμμέτοχο σε αυτό το πρωτοφανές πάρτι και ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, με τις ποικίλες δραστηριότητες του. Να αναφερθώ ενδεικτικά στην καταμέτρηση των ελαιόδεντρων σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδος ή στην αμαρτωλή δράση των συνεταιρισμών που, τελικά, αποδείχθηκαν ένα βαρέλι χωρίς πάτο. 

Είναι κοινός τόπος πλέον πως τα κοινοτικά κονδύλια αντί να παράγουν εισόδημα, θεωρούνταν τα  ίδια εισόδημα. 

Πάνω σε αυτήν την διακομματική συμπεριφορά δημιουργήθηκε σε ένα κομμάτι της κοινωνίας—ίσως πλειοψηφικό—η συνείδηση της ρεμούλας. Ο εύκολος πλουτισμός, μέσα από εμφανώς παράτυπες διαδικασίες, με την συμμετοχή της Πολιτείας. 

Σε αυτήν την διαδικασία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο κρατικός μηχανισμός σε όλες τις βαθμίδες του, ώστε σήμερα μπορούμε να μιλούμε για κοινωνικοποίηση της διαφθοράς και του παράνομου πλουτισμού. 

Εκατομμύρια πολιτών καρπώθηκαν κονδύλια που ήταν προορισμένα για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Η περιπέτεια του Εθνικού Κτηματολογίου είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. 

Εν έτει 2020, και μετά από όσα περάσαμε, το πολιτικό σύστημα φαίνεται πως επιθυμεί να ξαναζήσει τις «ένδοξες ημέρες» των δεκαετιών του 80, του 90 και του 2000. Τα 32 δισεκατομμύρια είναι τεράστια πρόκληση. 

Και δεν είναι κυρίως οι ολιγάρχες που περιμένουν να καταβροχθίσουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού. Στο κάτω-κάτω αυτοί είναι επώνυμοι, μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών και οι περισσότεροι από αυτούς είναι είτε οικονομικά αποδυναμωμένοι είτε έχουν ανοικτούς λογαριασμούς με την Δικαιοσύνη. Αν υπάρχει πολιτική βούληση οι ορέξεις τους αντιμετωπίζονται. 

Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στα βάθη της ελληνικής κοινωνίας. Στις χαλασμένες συνειδήσεις που θέλουν να περνούν καλά χωρίς να δουλεύουν—κάτι που γινόταν για 30 χρόνια—που έχουν εθιστεί στην ήσσονα προσπάθεια και στην κατεργαριά. Στην «κομπίνα».

Ευτυχώς, όπως προανάφερα, η διαχείριση των 32 δισεκατομμυρίων θα γίνει υπό την αυστηρή επίβλεψη της Κομισιόν. Πιθανόν ο ίδιος ο πρωθυπουργός και το πολιτικό του περιβάλλον να έχουν το όραμα των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων, αλλά πολύ φοβούμαι πως αρκετοί υπουργοί του—αμετανόητοι-- ονειρεύονται προσλήψεις και αυξήσεις στον Δημόσιο τομέα. 

Ας εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στο προφίλ τού πρωθυπουργού και των συνεργατών του και στην αυστηρή επιτήρηση της Κομισιόν, για να μην επαναληφθεί η αμαρτωλή τριακονταετία 1980-2010. 

Για να ανέβουμε επίπεδο, εκτός από την αλλαγή νοοτροπίας του πολιτικού συστήματος, θα πρέπει να αλλάξουν και οι συνειδήσεις στην βάση της κοινωνίας. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι αλλαγές από τα πάνω για να αποδώσουν, απαιτούν και την συναίνεση της πλειοψηφίας των πολιτών. 

Και αυτό είναι το δύσκολο.