Η εξάρτηση της Wall Street από τις ψηφιακές εταιρίες

Όσοι παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις χρηματιστηριακές εξελίξεις, έχουν εντυπωσιασθεί από την δυναμική που έχει αναπτύξει o χρηματιστηριακός δείκτης S&P, οποίος με ευκολία επανήλθε στα επίπεδα των 2.900 μονάδων, πλησιάζοντας σχετικά στις τιμές των 3.393 μονάδων που είχε καταγράψει πριν από το ξέσπασμα της κρίσης από την πανδημία του covid-19.

Και καθώς τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου (Q1) του 2020, άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, η προσοχή όλων εστιάζεται στο ειδικό βάρος που έχουν 6 μόλις εταιρείες στην διαμόρφωση του δείκτη S&P. Εταιρείες από τον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας, που απ’ ότι φαίνεται ανταπεξέρχονται σχετικά ανώδυνα στις επιπτώσεις από την πρώτη φάση της κρίσης. Για παράδειγμα η ανακοίνωση της Google, σχετικά με τα στοιχεία του Q1, διέψευσε πανηγυρικά τις εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών αναλυτών για συρρίκνωση των διαφημιστικών εσόδων της. Η Google εμφάνισε αύξηση της τάξης του +13%, στα έσοδα της εν μέσω κρίσης, με αποτέλεσμα την ανάκαμψη της τιμής της μετοχής της.

To γεγονός ότι 6 μετοχές αποτελούν το 25% της κεφαλαιοποίησης του S&P 500, είναι κάτι που έχει να παρουσιαστεί από την εποχή της φούσκας του Dot Com το 2000. Τότε οι 5 μετοχές της Microsoft (NASDAQ:MSFT), της General Electric (NYSE:GE), της Cisco (NASDAQ:CSCO), της Intel (NASDAQ:INTC) και της Walmart (NYSE:WMT) κατείχαν 18% της βαρύτητας του δείκτη.

Σήμερα, με την κεφαλαιοποίηση του S&P 500, να κυμαίνεται στα $21 τρισ., αθροιστικά 6 εταιρείες έχουν χρηματιστηριακή αξία που υπερβαίνει τα $5,4 τρισ. Οι εταιρείες αυτές που ομαδοποιούνται πίσω από το ακρωνύμιο FAANGM, είναι η Facebook (NASDAQ:FB), η Amazon (NASDAQ:AMZN), η Apple (NASDAQ:AAPL), η Netflix (NASDAQ:NFLX), η Google (NASDAQ:GOOGL) και η Microsoft (NASDAQ:MSFT), προερχόμενες όλες από το τεχνολογικό οικοσύστημα της περίφημης Silicon Valley.

Προς το παρόν οι FAANGM δείχνουν να συμβάλλουν στην ανάκαμψη του S&P 500 και των χρηματιστηρίων της Νέας Υόρκης. Οι εταιρείες αυτές κουβαλούν εξαιρετικά αποτελέσματα από τη περασμένη χρονιά και δραστηριοποιούνται σε ένα κλάδο που κατά κοινή ομολογία δεν φαίνεται ότι θα υποχωρήσει, τουλάχιστον για το Q1. Και αυτό καταγράφεται και στο ταμπλό των χρηματιστηρίων.

Ο S&P 500 βρίσκεται ακόμα στο -16,4% από την κορυφή που είχε καταγραφεί στις 19 Φεβρουαρίου 2020, την ίδια στιγμή που οι FAANNGM βλέπουν τις τιμές τους να απέχουν μόλις 4,5% από τα προηγούμενα υψηλά ακρότατα τους. Υπεραποδίδουν λοιπόν και οδηγούν στην ψυχολογική επάνοδο στο bull rally.

Eπομένως βλέπουμε ότι οι ηγέτιδες εταιρείες του S&P 500, καθορίζουν και θα καθορίσουν εν πολλοίς την πορεία του δείκτη, στα υπόλοιπα τρίμηνα του 2020. Στα τρίμηνα δηλαδή, που θα επιβαρύνονται από τα οικονομικά στοιχεία και των υπολοίπων εταιρειών των χρηματιστηρίων της Wall Street, όπως είναι για παράδειγμα η JPMorgan (JPM), η Procter & Gamble (PG), η Johnson & Johnson (JNJ), η Home Depot (HD), η PepsiCo (PEP), η Merck (MRK) και άλλες. Ήδη η Investment Bank Cowen & Co., εκτιμά ότι η Facebook και η Google θα απωλέσουν διαφημιστικά έσοδα ύψους $44 δισ. μέχρι το τέλος του 2020 και ότι τόσο η Amazon όσο και η Apple θα υποστούν μια σημαντική μείωση των εσόδων τους από το Q2 και μετά.

Η εξάρτηση της πορείας ενός δείκτη από ένα μικρό αριθμό εταιρειών, έστω και εταιρειών αιχμής, αποτελεί πρόβλημα στις χρηματιστηριακές αγορές. Το ίδιο ισχύει και στην συγκεκριμένη περίπτωση των FAANGM, παρ’ όλο που προς το παρόν, οι μετοχές αυτές απορρόφησαν τους κραδασμούς της πτώσης και έδωσαν το σύνθημα της επανάκαμψης. Οι FAANGM θα πρέπει να αποδείξουν μέσα στο τρέχον οικονομικό έτος, ότι δικαιολογούν τις αποτιμήσεις τους, όχι μόνο μέσω των μεγεθών του παρελθόντος αλλά και του παρόντος.

Κάτι ανάλογο συνέβαινε για πολλά χρόνια και στον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας. Ο δείκτης ήταν για πολλά χρόνια τραπεζοκεντρικός, δηλαδή οι τράπεζες είχαν μεγάλο ειδικό βάρος πάνω του, με αποτέλεσμα να εκτοξεύεται σε περιόδους τραπεζικής ευεξίας και να κατακρημνίζεται σε περιόδους που τα πράγματα για τις τράπεζες δεν πήγαιναν καλά. Έτσι ο Γενικός Δείκτης, είχε κτυπηθεί σε σημαντικό βαθμό κατά τις περιόδους των ανακεφαλαιοποιήσεων, όταν μηδένιζαν οι τιμές των τραπεζικών μετοχών. Αλλά ακόμα και σήμερα, είναι γνωστό σε όλους μας ότι οι περισσότερες εισηγμένες εταιρείες έχουν υπεραποδώσει, αλλά αυτό δεν καθρεφτίζεται στη συνολική απόδοση του χρηματιστηρίου, καθώς οι τραπεζικές μετοχές βρίσκονται ακόμα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

* Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

** Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.