Η επικύρωση του θύματος

Η επικύρωση του θύματος

Του Αλέξανδρου Σκούρα

Η «τρελή θεία» των φιλελεύθερων ιδεών, Άυν Ραντ, μπορεί να ήταν ακραία, να ήταν προκλητική, να υιοθετούσε την τακτική του σοκ και δέους, όμως αρκετές φορές ήταν αφοπλιστικά εύστοχη και εντυπωσιακά οξυδερκής. Ο τίτλος της τελευταίας δημόσιας ομιλίας της ήταν «η επικύρωση του θύματος» ή αγγλιστί «the sanction of the victim».

Σε μία κατάμεστη από επιχειρηματίες αίθουσα συνεδρίου, η Ραντ αποφάσισε να καταγγείλει την επιχειρηματική κοινότητα των ΗΠΑ για την προβλεπόμενη υποχώρηση του αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά τη διάρκεια της 50 λεπτών διάλεξης, η ιδρύτρια του αντικειμενισμού παρατηρεί ότι οι επιχειρηματίες που αναζητούν το κέρδος, ενώ παράγουν τεράστια οφέλη στις κοινωνίες τους που μεταφράζονται σε καλύτερα επίπεδα διαβίωσης για όλους, παραμένουν στη συνείδηση των αυτοαποκαλούμενων κοινωνικών ανθρωπιστών ως «οι πιο μισητοί, μόνιμα κατηγορούμενοι, και αποκηρυγμένοι άνθρωποι».

Αυτή η αδικία γίνεται ακόμα χειρότερη όταν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες αποδέχονται τους χαρακτηρισμούς και τις ηθικές κατηγορίες των επικριτών τους και καταλήγουν να απολογούνται για την επιτυχία και την παραγωγικότητά τους. Τί σημασία έχουν όμως όλα αυτά στην Ελλάδα του σήμερα; Τις τελευταίες μέρες έχουν δει το φως της δημοσιότητας πολλές επίσημες εκκλήσεις για τη μείωση της φορολογίας των ιδιωτών και των επιχειρήσεων. Παράλληλα, η κυβέρνηση εξήγγειλε την αύξηση του κατώτατου μισθού και τον «επιτυχημένο» δανεισμό από τις αγορές. Κάθε μία από αυτές τις ειδήσεις περιλαμβάνει και μία ισχυρή δόση επικύρωσης των θυμάτων τους.

Ας ξεκινήσουμε από τη φορολογία. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης η Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε ιδιαίτερα ανταγωνιστική ως προς τα επίπεδα φορολόγησης. Αρκετά συχνά, μάλιστα, παρατηρούμε το παράδοξο των επιχειρηματιών να ζητούν ή να συμφωνούν με ορισμένες αυξήσεις της φορολογίας είτε επειδή τους βοηθούσε ανταγωνιστικά είτε επειδή δεν αφορούσε τους ίδιους ή τις επιχειρήσεις τους. Πάντοτε όμως, οι ενοχικοί μας επιχειρηματίες, φρόντιζαν να προβάλλουν και τον «κοινωνικό ανθρωπισμό» τους ακόμα και όταν ζητούσαν μειώσεις της φορολογίας συνδυάζοντας το αίτημά τους με παράλληλα αιτήματα διαφύλαξης των κεκτημένων του κράτους πρόνοιας και των λοιπών κρατικών προγραμμάτων. Οι επιχειρηματίες δεν έχουν δικαιολογία σε τέτοιου είδους λαϊκισμούς.

Ως άνθρωποι των αγορών, γνωρίζουν τι θα πει έσοδο και έξοδο. Γνωρίζουν τι θα πει έλλειμμα και πλεόνασμα. Γνωρίζουν ότι αν δεν συνδυαστεί η μείωση της φορολογίας με περικοπή δαπανών, ο προϋπολογισμός του κράτους (σχεδόν πάντα) θα αντιμετωπίσει μεγαλύτερα ελλείμματα και μεγαλύτερο κίνδυνο χρεοκοπίας. Τι τους ωθεί λοιπόν από τη μία πλευρά να επιδιώκουν το ατομικό τους συμφέρον και από την άλλη να αυτοακυρώνονται; Είτε είναι ο φόβος των επικριτών είτε η «επικύρωση του θύματος».

Αντίστοιχα, οι πολίτες και οι εργαζόμενοι που πανηγυρίζουν την υποτυπώδη αύξηση του κατώτατου μισθού συμπεριφέρονται, λίγο ή πολύ, με τον ίδιο τρόπο. Όπως γράφει ο Henry Hazlitt στο  βιβλίο του «Οικονομικά σε Ένα Μάθημα» ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθούν οι μισθοί δεν προέρχεται από το κράτος ή από κάποιο νομοσχέδιο αλλά από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οποιαδήποτε δαπάνη, οποιοσδήποτε περιορισμός στην ελεύθερη αγορά που με τον μανδύα των καλών προθέσεων μειώνει την παραγωγικότητα αντί να την αυξάνει, βλάπτει τη χώρα και την οικονομία περισσότερο από ότι την βοηθά. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων νομίζει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι θετική εξέλιξη που βοηθά τους φτωχούς. Στην πραγματικότητα κάνει την απασχόλησή τους πιο ακριβή και κατά συνέπεια μειώνει τη ζήτησή της. Ακόμα μία περίσταση της «επικύρωσης του θύματος».

Τέλος, έχουμε και την κυβέρνηση να δηλώνει πλήρως ικανοποιημένη από την απόδοση του 5ετούς ομολόγου από το οποίο το ελληνικό δημόσιο θα χρεωθεί κάποια επιπλέον δις προκειμένου να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες του. Είναι το ίδιο μοτίβο που βλέπαμε και στα χρόνια των μνημονίων όταν οι τηλεοράσεις μας και τα μέσα ενημέρωσης είχαν μεταμορφώσει την πλειοψηφία των πολιτών σε οικονομικούς αναλυτές που περίμεναν κάθε βράδυ με αγωνία να δουν αν μειώθηκαν τα spreads κατά μία, δύο ή πέντε μονάδες βάσης. Θα περιμένει κανείς λογικός άνθρωπος, σε μία χώρα που ταλαιπωρείται από το δυσθεώρητο χρέος της, ότι κάθε φορά που το κράτος βγαίνει στις αγορές για να δανειστεί, αυτό να γίνεται με σκεπτικισμό και πολιτικό κόστος.

Αντίθετα, οι κυβερνώντες πανηγυρίζουν όταν δανείζονται με 3,6 ή 3,5 τοις εκατό και χρεώνουν τις σημερινές και επόμενες γενιές με καινούρια δις. Κάπου εδώ πρέπει να επαναλάβουμε και το μεγάλο μυστικό της κρίσης: αν δεν είχαμε χρέη και το κράτος μας ζούσε εντός των δυνατοτήτων του, δεν θα είχαμε μπει ποτέ σε κανένα μνημόνιο και καμία επιτροπεία. Θα περνούσαμε μία σχετικά ανώδυνη κρίση και θα συνεχίζαμε μετά από ένα ή δύο χρόνια κανονικά τις ζωές μας. Η τάση της ικανοποίησης από τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού είναι ακόμα μία, ίσως και η πιο μοιραία, περίπτωση της επικύρωσης του θύματος.