Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας

Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας

Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*

Έχει επικρατήσει να θεωρείται παθογένεια του ισχύοντος Συντάγματος η διάλυση της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν προκαλεί εντύπωση, συνεπώς, που οι περισσότερες από τις προτάσεις αναθεώρησης του Συντάγματος που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους από το πολιτικό ή το επιστημονικό προσωπικό, προβλέπουν την αποσύνδεση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Αναλόγως όμως του ειδικότερου τρόπου με τον οποίο επιδιώκεται αυτή η αποσύνδεση, είναι δυνατόν να προκληθούν αποτελέσματα που είναι τα αντίθετα από τα επιδιωκτέα. Ειδικότερα:

1. Η πρόταση προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία μόνο εφόσον δεν επιτευχθεί η εκλογή από τη Βουλή με την προβλεπόμενη αυξημένη πλειοψηφία, στερείται εσωτερικής συνοχής. Ευλόγως, είναι δυνατή η διατύπωση επιχειρημάτων υπέρ επιμέρους σημείων της πρότασης αυτής, η οποία όμως δεν φαίνεται πειστική, καθώς επιχειρεί να συνδέσει διαφορετικά συστήματα εκλογής και, με τον τρόπο αυτό, χαρακτηρίζεται από θεμελιώδη αντίφαση ως προς τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

2. Η καθιέρωση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα απαντά σε άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα, το πολίτευμα των οποίων χαρακτηρίζεται ως κοινοβουλευτικό. Τόσο το πολίτευμα της Αυστρίας, όσο και αυτό της Ιρλανδίας είναι προεδρευόμενα και κοινοβουλευτικά, όπως και το δικό μας, με τη διαφορά ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από το εκλογικό σώμα. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι στην Ιρλανδία, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πολιτικά κόμματα συνεννοούνται και προτείνουν έναν μόνο υποψήφιο. Αντιθέτως, στην Αυστρία, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά έντονης κομματικής αντιπαράθεσης. Από τα ανωτέρω παραδείγματα καλείται η χώρα μας να αντλήσει συμπεράσματα. Σε συνταγματικό επίπεδο, πάντως, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα δεν παρουσιάζει προβλήματα. Στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του Συντάγματος εντάσσεται ο προεδρευόμενος χαρακτήρας του πολιτεύματος, υπό την έννοια του αιρετού τρόπου ανάδειξης του αρχηγού του Κράτους. Από ποιους (θα) εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι, όμως, υπόθεση του αναθεωρητικού νομοθέτη.

3. Παρόλα αυτά, στα ελληνικά δεδομένα, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα θέτει θέματα που άπτονται του πραγματικού Συντάγματος. Συγκεκριμένα, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα παρέχει σε αυτόν λαϊκή νομιμοποίηση. Με τον τρόπο αυτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθίσταται ουσιαστικά, αν και ατύπως, εξίσου ισχυρός πόλος με την Κυβέρνηση εντός της εκτελεστικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, τίποτε δεν εμποδίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αντιπαρατεθεί με την Κυβέρνηση σε ένα θέμα ουσίας, ιδίως στις περιπτώσεις που η λαϊκή πλειοψηφία που τον ανέδειξε είναι διαφορετική από την πλειοψηφία, η οποία ανέδειξε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και άρα την Κυβέρνηση.

4. Ενόψει των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων που διαθέτει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, θα φαίνονταν ανακόλουθες διαδικασίες εκλογής, πολύπλοκες ή χρονοβόρες, στις οποίες θα οδηγούσαν π.χ. η ετήσια παράταση της θητείας του απερχόμενου Προέδρου ή η εις το διηνεκές επανάληψη των ψηφοφοριών, μέχρις ότου εξασφαλισθεί η εκλογή Προέδρου με την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία. Για τον ίδιο λόγο, και πέραν της ανάγκης αποσύνδεσης της αδυναμίας συγκέντρωσης της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας από τη διάλυση της Βουλής, ίσως πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα της απλοποίησης της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 32 του Συντάγματος.

5. Από την άλλη πλευρά, στο μέτρο κατά το οποίο προβλεφθεί η δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία στην ίδια Βουλή, μετά από προηγούμενες ψηφοφορίες στις οποίες δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία, καταργείται το αναγκαίο συναινετικό στοιχείο της διαδικασίας. Η ανωτέρω περίπτωση είναι δυνατόν να οδηγήσει την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε επιλογή υποψηφίου με αμιγώς κομματικά χαρακτηριστικά.

6. Η πρόταση ανάθεσης της εκλογής σε διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα φαίνεται να αποφεύγει αρκετά από τα ανωτέρω προβλήματα. Ωστόσο, η συμμετοχή σε αυτό το εκλεκτορικό σώμα του συνόλου των δημάρχων και περιφερειαρχών καθιστά τη συμμετοχή των βουλευτών μειοψηφική, μολονότι οι τελευταίοι αντιπροσωπεύουν το έθνος και όχι περιορισμένα τοπικά συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή στο εκλεκτορικό σώμα πολιτών που θα προκύπτουν από κλήρωση ούτε στην αρχαία ελληνική πράξη στηρίζεται, όπως αντίθετα προβάλλεται, ούτε στα δεδομένα του σύγχρονου συνταγματικού κράτους ανταποκρίνεται.

Κατόπιν τούτου, τα περισσότερα πλεονεκτήματα φαίνεται να συγκεντρώνει η ανάθεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ένα μικτό εκλεκτορικό σώμα με τη συμμετοχή αφενός του συνόλου των βουλευτών, αφετέρου του συνόλου των περιφερειαρχών και αριθμού δημάρχων, έτσι ώστε ο αριθμός των εκλεκτόρων του πρώτου και δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης να ορίζεται σε κλάσμα του όλου αριθμού των βουλευτών. Ενδεικτικά, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των βουλευτών παραμένει ως έχει σήμερα, το εκλεκτορικό σώμα θα μπορεί να απαριθμεί τριακόσια εξήντα μέλη (τριακόσιους βουλευτές, δεκατρείς περιφερειάρχες και σαράντα επτά δημάρχους). Η απαιτούμενη πλειοψηφία προτείνεται να ορισθεί στα τρία πέμπτα του συνόλου του εκλεκτορικού σώματος για την πρώτη ψηφοφορία (216 ψήφοι), προκειμένου να μειωθεί στην απόλυτη πλειοψηφία στη δεύτερη ψηφοφορία (181 ψήφοι) και να αρκεί η σχετική πλειοψηφία στην τρίτη ψηφοφορία.

Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο αποσυνδέεται η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, αλλά και οι προβλεπόμενες ψηφοφορίες μειώνονται από έξι σε τρεις, κατ'ανώτατο όριο. Μέσω της διεύρυνσης του εκλεκτορικού σώματος και της κατά τεκμήριο μεγαλύτερης απόστασης δημάρχων και περιφερειαρχών από τις κομματικές επιδιώξεις, επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζεται ο συναινετικός χαρακτήρας της εκλογής.

 

* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.