Η έκλειψη (ή ο μεγάλος περίπατος της σύγκλισης στο Κέντρο)

Η έκλειψη (ή ο μεγάλος περίπατος της σύγκλισης στο Κέντρο)

Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη

Θα μου επιτραπεί ένας προσωπικός τόνος, αφού εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να συμβάλλω στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα που να προωθήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας και να αντιμετωπίσει τις παθογένειες που μας οδήγησαν σε μία βαθιά και πολύχρονη κρίση.

Η ελπίδα, ή αν προτιμάτε η αυταπάτη, ήταν ότι θα μπορούσε να φτιαχτεί ένα ενιαίο και ισχυρό σχήμα που να είναι προϊόν σύνθεσης ανθρώπων, απόψεων και ιδεών τόσο από την προοδευτική σοσιαλδημοκρατική αριστερά, όσο και από την φιλελεύθερη κεντροδεξιά, σύνθεσης που θα μπορούσε να υπερβεί την άγονη αντιπαράθεση των πελατειακών κομμάτων που (υποκρίνονταν ότι) εκπροσωπούσαν την κλασσική διαίρεση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς.

Η προσπάθεια απέτυχε να βρει επαρκές εκλογικό ακροατήριο, ξανά και ξανά. Απέτυχε επίσης να συγκεράσει και τις διαφορές και αντιπαλότητες μεταξύ των προσωπικοτήτων που υποτίθεται ότι έθεταν κοινούς πολιτικούς στόχους και είχαν κατά πλειοψηφία κοινές πολιτικές απόψεις. Τόσο το 2009, με τη Δράση, όσο και το 2011 - 2012 με την αποτυχία σύγκλισης των βασικά φιλελεύθερων κομμάτων, αλλά και το 2013 - 2014, όταν αναζητείτο ο «τρίτος πόλος» μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, με κορωνίδα την τελευταία προσπάθεια σύγκλισης σε έναν φορέα μεταξύ ΠΑΣΟΚ, Ποταμιού, συμπαράταξης κινήσεων και Δράσης, πάντοτε προέκυπτε αδυναμία σύγκλισης όλων σε ένα, μοναδικό, πολιτικό σχέδιο που να δημιουργούσε μία ενιαία εκπροσώπηση αυτού που μπορούμε σχηματικά να ορίσουμε σαν προοδευτικό μεταρρυθμιστικό Κέντρο.

Οι συνεχείς αποτυχίες αναδεικνύουν, κατά τη μάλλον μακρά εμπειρία μου, τα ακόλουθα συμπεράσματα:

– Ο ορισμός του Κέντρου, σαν χώρος που περιλαμβάνει πολίτες με μετριοπαθείς βασικά απόψεις, που αναζητούν πολιτικές συγκλίσεις που να υπερβαίνουν τις διχαστικές, μανιχαϊστικές, αντιπαλότητες στις οποίες έχουμε συνηθίσει, σημαίνει ότι όλοι οι συμμετέχοντες έχουν έναν βαθμό όσμωσης με τις πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς και της αριστεράς που θέλουν να αντικαταστήσουν, ή να συμπληρώσουν, στην εξουσία. Επομένως είναι ευάλωτος ο χώρος αυτός σε διαφορετικό συνδυασμό πολιτικών σεναρίων, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να έχει ισχυρή αυτοπεποίθηση, αφού δεν είναι φορέας μίας μοναδικής ιδεολογίας. Εξ ορισμού λοιπόν είναι εκτεθειμένος στις κεντρόφυγες δυνάμεις και στην πολυδιάσπαση.

– Ο τρόπος αναζήτησης των πολιτικών συγκλίσεων είναι λάθος, αν αναλώνεται σε συζητήσεις ανάμεσα στα πολιτικά στελέχη και τις κινήσεις ή τα κόμματα του χώρου. Τίποτε δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό, αφού προσκρούει στις φιλοδοξίες και στις διαφορετικές αναγνώσεις, αλλά τώρα πια και στη διαπροσωπική ιστορία που έχουν αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι μόνες φορές που κάτι έδειξε να πετυχαίνει ήταν μετά την πρωτοβουλία κάποιου χωρίς προηγούμενη πολιτική ιστορία που είχε ταυτόχρονα τη δυνατότητα να μιλήσει συνθετικά ώστε να συγκινήσει ευρύτερες μάζες πολιτών. Αυτή είναι η περίπτωση του Ποταμιού.

– Η προσπάθεια αποτυγχάνει, ξανά και ξανά, να αποκτήσει ρίζες και μακροβιότητα, γιατί λείπει μία σταθερή κοινωνική αναφορά, με άλλα λόγια δεν έχει γίνει δυνατόν να φανεί είτε από τον πολιτικό λόγο, είτε από το στυλ, είτε από τα πρόσωπα, ότι αυτό που προσπαθεί να μορφοποιηθεί απαντά στα αιτήματα μίας μεγάλης μερίδας πολιτών που βλέπουν το σχήμα σαν δυνητικό εκπρόσωπο των κοινωνικών τους αιτημάτων. (Αυτή είναι και η περίπτωση του Ποταμιού.)

– Η αναζήτηση επαρκούς πολιτικού ακροατηρίου για μία επιθετική μεταρρυθμιστική ατζέντα για την ελληνική κοινωνία προσκρούει στην πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει τα μνημόνια. Γιατί τα μνημόνια είναι μία λίστα μεταρρυθμίσεων, ό,τι θετική ή αρνητική ιδέα αν έχει κανείς για αυτές, και έχουν επιβληθεί με τη σιδηρά πειθαρχία της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν έχει σχεδόν άλλη πηγή για να πιει νερό. Έτσι η μεταρρυθμιστική πραγματικότητα είναι εδώ, υπηρετούμενη από τις κυβερνήσεις πρώτα της ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και τώρα του πρώην «αντιμνημονιακού» ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας έδαφος μόνο για κριτική επί της ταχύτητας, της λάθος στόχευσης ή της μικρής «πίστης», της «ιδιοκτησίας» του προγράμματος μεταρρυθμίσεων ή (ακόμα χειρότερα) για κριτική επί της ποιότητας των προσώπων που κυβερνούν, πράγμα που ενέχει τον σπόρο μιας ελιτίστκης αντίληψης, αποκρουστικής εξ ορισμού στο ευρύ κοινό.

– Αφήνουμε κατά μέρος το ότι η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται τις έξωθεν επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις σαν ευθεία βολή στα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα και αρνείται να συμπαραταχθεί.

Έτσι φτάνουμε σήμερα σε μία ακόμη αποτυχία ανασύνθεσης του προοδευτικού κεντρώου χώρου, την πιο πρόσφατη, παρά το ότι είχε συμφωνηθεί ένα συμβιβαστικό πολιτικό πλαίσιο και μία κατ' αρχήν διαδικασία για εκλογή «αρχηγού από τη βάση». Στην οποία είχα συμμετάσχει και εγώ, εκπροσωπώντας τη Δράση.

Η αποτυχία οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, από τα υπονοούμενα σχέδια των συμμετεχόντων για την επόμενη ημέρα. Θα είναι το υποτιθέμενο κοινό σχήμα σύμμαχος με τον Τσίπρα, ή με τον Μητσοτάκη, σε μία εναλλακτική διακυβέρνηση, διαφορετική από τη σημερινή, που δεν έχει κανέναν μπούσουλα και έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε πλήρη στασιμότητα;

Ο διχασμός σε αυτό το βασικό ερώτημα, που το κάνει πιεστικό η τρέχουσα επιδεινούμενη συγκυρία, δυναμίτισε το όλο εγχείρημα. Με την επικουρία όλων των άλλων παραγόντων που μόνιμα συντροφεύουν τις προσπάθειες «σύγκλισης» από το 2009 και εδώ.

Η σημερινή πραγματικότητα της χώρας απαιτεί να απαντήσουμε, πρώτα και κύρια, στο ζήτημα της οικονομικής καχεξίας. Η χώρα σέρνεται, οι πολίτες είναι απογοητευμένοι και φοβισμένοι για τις προοπτικές τους, δεν υπάρχει κανένα παραγωγικό όραμα, οι νέοι και οι προικισμένοι της κοινωνίας μας παίρνουν των ομματιών τους για άλλες χώρες. Η χώρα, αυτή η χώρα που δεν γνώρισε από την ίδρυση της, το 1821, μέχρι το 2008, τίποτε άλλο από μεγέθυνση, μεγέθυνση εδαφική, πληθυσμιακή, οικονομική, συνεχή μεγέθυνση ατομικών και συλλογικών φιλοδοξιών, η χώρα αυτή κινδυνεύει με συρρίκνωση. Συρρίκνωση οικονομική, πληθυσμιακή, συρρίκνωση ατομικών και συλλογικών φιλοδοξιών και ίσως, στο τέλος της διαδρομής, και συρρίκνωση εδαφική.

Οι παραγωγικοί πολίτες αυτής της χώρας, όσοι έχουν απομείνει, αυτοί ζητούν πολιτική εκπροσώπηση, αυτοί είναι ορφανοί και ζητούν κάποιον να τους πάρει από το χέρι και να τους δώσει ένα νέο συλλογικό παραγωγικό όραμα.

Μάλλον δεν θα είναι ο «κεντρώος» προοδευτικός χώρος αυτός που θα μπορέσει, μόνος του, να το κάνει αυτό. Γιατί, εκτός των αντινομιών που παρουσιάζει, δεν υπάρχει πλέον και ο χρόνος.

Η στόχευση πια πρέπει να είναι ευρύτερη, από σήμερα. Είναι αναγκαία μια ισχυρή συμμαχία δυνάμεων που να αναλάβει να εμπνεύσει και πάλι γρήγορα τη χώρα. Συμμαχία που να απαντά εκ των προτέρων και στο βασικό ερώτημα: Με ποιον από τους δύο στυλοβάτες του νέου δικομματισμού θα συνταχθούμε.

Το ερώτημα δεν μπορεί πλέον να μένει κάτω από το τραπέζι ή να πετάγεται η μπάλα στην εξέδρα.

Επείγον...