Η Δύση, η Ανατολή και στη μέση η Ευρώπη της (καχ)υποψίας

Από αρχαιοτάτων, που λένε, χρόνων η δυτική - δηλαδή η ελληνορωμαϊκή - πολιτική φιλοσοφία αγωνίζεται να βρει την χρυσή τομή ανάμεσα στην αλήθεια και την αρχή της πλειοψηφίας.

Η πρώτη είναι, καταρχήν τουλάχιστον, υπόθεση της επιστήμης. Η δεύτερη είναι ο θεμέλιος λίθος της δημοκρατικής πολιτείας.

Για κακή, όμως, τύχη και των δυο το ζήτημα των προβληματικών μεταξύ τους σχέσεων παραμένει εσαεί ανεπίλυτο. Για τον πολύ απλό και αδυσώπητο λόγο ότι η αλήθεια δεν ψηφίζεται. Είναι ή δεν είναι. Υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ισχύει ή δεν ισχύει. Δεν είναι πάντως θέμα γνώμης. Και πολύ λιγότερο είναι θέμα κοινής γνώμης. Τα κριτήρια της διαμόρφωσής της πόρρω απέχουν από τα κριτήρια με τα οποία ελέγχεται, επικυρώνεται ή απορρίπτεται μια επιστημονική αλήθεια.

Ο Διαφωτισμός επιχείρησε να κόψει τον γόρδιο δεσμό δια της λογικής. Πίστεψε ότι με την δημόσια ανταλλαγή λογικώς ευσταθών επιχειρημάτων θα μπορούσε να προκύψει η αναγκαία πειθώς που θα επέτρεπε και στην αλήθεια να λάμψει και στους πολίτες να την αποδεχθούν ως βάση για την λήψη των συλλογικών τους αποφάσεων και την έκδοση των ετυμηγοριών τους για τις κοινές επιλογές που θα έπρεπε να κατευθύνουν την διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων και να αξιολογούν τα σωστά και τα λάθη της.

Πλην όμως η διαπίστωση ότι η διαφορά μορφωτικού επιπέδου μεταξύ των ανθρώπων συνιστούσε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην παραγωγή κοινωνικών συναινέσεων περί καλής ή κακής διοίκησης εθνών και λαών σε μια εποχή που η εκπαίδευση αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο μιας απειροελάχιστης αριστοκρατίας, έκανε τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην Πεφωτισμένη Δεσποτεία προσφέροντας προς τούτο τις καλές τους υπηρεσίες στις αυλές της ευρωπαίων Μοναρχών.

Παραταύτα η πίστη του Διαφωτισμού στον Ορθό Λόγο επιβίωσε των μοναρχιών, πεφωτισμένων και μη. Στο όνομά του η ανερχόμενη αστική τάξη έκανε την Γαλλική Επανάσταση. Στο όνομά του στη συνέχεια τα Δυτικοπευρωπαϊκά Κράτη διαχωρίστηκαν από την Εκκλησία. Στο όνομά του ο Μαρξ αναποδογύρισε την ιδεαλιστική φιλοσοφία που κυριαρχούσε μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και απέδιδε στο σύγχρονο κράτος την ιδιότητα του εκφραστή του υπερβατικού νοήματος της Ιστορίας. Στο όνομά του ακόμα οι επίγονοί του θα κατηγορούσαν τους αντιπάλους τους ουτοπικούς σοσιαλιστές ότι αγνοούσαν τους νόμους του ιστορικού υλισμού που είχε ανακαλύψει ο δάσκαλος τους. Στο όνομά του πρόβαλαν την ιδεολογία τους ως μια επιστημονική και άρα επαληθεύσιμη πολιτική θεωρία. Στο όνομά του ο φιλελευθερισμός αντίστρεψε την λογική με την οποία ο μαρξισμός-λενινισμός διεκδικούσε το μονοπώλιο της αλήθειας επιμένοντας ότι ο μόνος πολιτικά ορθός λόγος είναι αυτός που παράγεται από τις ελεύθερες οικονομικές, και όχι μόνον, επιλογές των ανθρώπων.

Γι' αυτό άλλωστε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, υπεραμυνόμενος των δυτικών δημοκρατιών έναντι των ολοκληρωτισμών, που με τον ιδεολογικό παραλογισμό τους αιματοκύλισαν τον προηγούμενο αιώνα, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι η Δημοκρατία ήταν το χειρότερο πολίτευμα με την διαφορά ότι όλα τα άλλα ήταν πολύ χειρότερα.

Και κάπως έτσι επήλθε ο συμβιβασμός πάνω στον οποίο θεμελιώθηκε ο "ελεύθερος κόσμος" αναγνωρίζοντας ότι η αρχή της πλειοψηφίας δεν ταυτιζόταν μεν υποχρεωτικά με την αλήθεια, όμως συνιστούσε την μέθοδο δια της οποίας εξυπηρετείτο και επιβαλλόταν το τεκμήριο του κοινού καλού και του δημόσιου συμφέροντος έναντι των πάσης μορφής μερικών και ιδιοτελών συμφερόντων.

Μόνον που τα τελευταία αυτά ήταν και είναι που ορίζουν το περιεχόμενο και των κοινωνικών και κατ' επέκταση των πολιτικών αντιθέσεων. Και είναι τελικώς αυτές ακριβώς οι αντιθέσεις από την διαχείριση των οποίων εξαρτάται όχι μόνον η ομαλότητα της εξέλιξης των πραγμάτων στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αλλά, από ό,τι πλέον φαίνεται, και η τύχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το πρόβλημα με αυτήν την τελευταία είναι ότι παραδόξως δίνει συνεχώς τροφή σε υποψίες που θεριεύουν την συνωμοσιολογία, επωάζουν τον σκοταδισμό και εν τέλει απαξιώνουν την Δημοκρατία.

Τελευταίο παράδειγμα οι αποφάσεις που παρθήκαν από σειρά ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την αναστολή της χορήγησης του εμβολίου της AstraZeneca.

Κανένας βέβαια δεν ψήφισε ούτε και θα μπορούσε να ψηφίσει για το καλώς ή κακώς έχει της απόφασης. Την αλήθεια για τα εμβόλια την ξέρουν, αν την ξέρουν, μόνον ειδικοί επιστήμονες.

Εκείνο όμως που σίγουρα ξέρουμε ως κοινοί θνητοί είναι ότι η απόφαση αυτή δεν ήταν καν συλλογική.

Η Γαλλία υποχρεώθηκε να την υιοθετήσει υπό την ασφυχτική πίεση των γειτονικών της χωρών. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ισλανδία προηγήθηκαν και ακολούθησε η Γερμανία θέτοντας την Γαλλία και την Ιταλία προ τετελεσμένων που υποχρέωσαν τις υπόλοιπες να ευθυγραμμιστούν για προληπτικούς λόγους.

Ό,τι κι αν κρύβεται πίσω από τα γεγονότα, οι απορίες που δημιουργούνται είναι πολύ περισσότερες από τις υποψίες. Και το ερώτημα είναι πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διατηρήσει την συνοχή της με τους οι πολίτες της να διερωτώνται πόσο τελικά αβάσιμες είναι οι θεωρίες συνωμοσίας. .

Κι όλα αυτά με τα αυταρχικά καθεστώτα να αποδεικνύονται αποτελεσματικότερα στην αντιμετώπιση προβλημάτων ζωτικών για την επιβίωση, αν όχι και για την ευημερία των ανθρώπων. Όπως καλή ώρα συμβαίνει με την Κίνα που πλέον εξέρχεται νικήτρια από την υγειονομική κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία του COVID 19 βυθίζοντας τον δυτικό κόσμο σε μια πρωτοφανή οικονομική κρίση από την οποία ουδείς προς το παρόν ξέρει πώς και πότε θα βγει.

Τουταυτόν ισχύει και για την Ρωσία της οποίας η οικονομία βρίσκεται βέβαια σε ιδιαιτέρως προβληματική κατάσταση. Πλην όμως δεν παύει να καθορίζει σε κρίσιμο βαθμό τις διεθνείς ισορροπίες και να αποτελεί έναν παράγοντα οι σχέσεις με τον οποίο είναι προσδιοριστικής σημασίας για το μέλλον τουλάχιστον της μισής Ευρώπης.

Το μισή έχει την δική του κυριολεκτική σημασία. Διότι αν οι Αμερικανοί εμμείνουν στην στρατηγική της μετωπικής σύγκρουσης με τα εμπορικά και γαιωπολιτικά συμφέροντα της Κίνας δυο εξίσου εφιαλτικά τινά μπορεί να συμβούν.

Το ένα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση να τεθεί προ του αμείλικτου διλήμματος να ευθυγραμμιστεί με την αμερικανική Διοίκηση Μπάιντεν αναθερμαίνοντας τις αναγκαίες για την ασφάλειά της ευρωατλαντικές σχέσεις ή να τηρήσει τους όρους της στρατηγικής συμφωνίας που σύναψε με την Κίνα αξιοποιώντας το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές;

Το δεύτερο που μπορεί να συμβεί είναι να αναβιώσει το σενάριο που δεν άφηνε τον Κίσινγκερ να κοιμηθεί και έκανε τον Νίξον να τρέχει στο Πεκίνο ενώ είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο του Watergate και είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την παραμονή του στην εξουσία: να δημιουργηθεί, δηλαδή, ένας άξονας Κίνας-Ρωσίας με την σύσταση ενός ευρασιατικού μπλοκ στο οποίο προσχωρώντας η Τουρκία θα διασπάσει οριστικά την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και το μέτωπο της Δύσης με την Ανατολή.

Στην περίπτωση αυτή η μεν Ευρωπαϊκή Ένωση θα βρεθεί προ διπλής και ίσως καταλυτικής πίεσης, η δε Ελλάδα στην πρώτη γραμμή του ανατολικού μετώπου τα πρώτα νεότερα από το οποίο θα έρθουν μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης Μαρτίου και κυρίως μετά την άτυπη πενταμερή συνδιάσκεψη για το κυπριακό.

Κατόπιν των όσων δήλωσε χθες στην συνέντευξή του στον Τζώρτζ Στεφανόπουλος, ο Πρόεδρος Μπάιντεν δεν φαίνεται να αφήσει πολλά περιθώρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε για να αγνοήσει τις προειδοποιήσεις του είτε για να συνεχίσει να αντιμετωπίζει à la carte τον ανά τον κόσμο σεβασμό των αρχών της Δημοκρατίας και των όποιων σχέσεων έχει με την αλήθεια. Κυρίως με την αλήθεια η ώρα της οποίας μάλλον δεν θα αργήσει να σημάνει για την Ευρώπη μετά την επιστροφή πίσω στα χαρακώματα του μεταπολεμικού κόσμου.