Η χώρα θα βιώσει μια άδικη ύφεση

Η χώρα θα βιώσει μια άδικη ύφεση

Του Παναγιώτη Γκλαβίνη

Η ανάπτυξη δεν εξαγγέλλεται, ούτε διατάσσεται, ούτε επιβάλλεται με νομοθετικά μέτρα. Ούτε και μπορείς να ζητάς από την οικονομία σου να αναπτυχθεί εδώ και τώρα, όταν επί ενάμιση χρόνο την έχεις στεγνώσει προκαλώντας bank run, μην εισπράττοντας δόσεις και επιβάλλοντας capital controls. Βάζοντάς της, μάλιστα, και περιορισμούς με τη μορφή επιθετικών προσδιορισμών, όπως «δίκαιη» ανάπτυξη.

Η ανάπτυξη έχει έναν μόνο επιθετικό προσδιορισμό κι αυτός είναι «βιώσιμη». Όλα τα άλλα είναι λόγια του αέρα μαθητευόμενων μάγων. Εκτός αν με το «δίκαιη», οι ανεξάντλητοι στην προπαγάνδα κυβερνώντες εννοούν τον πλούτο που καραδοκούν να αναδιανείμουν, αφού όμως πρώτα κάποιος άλλος τον δημιουργήσει.

Όπως και να την ονομάσεις, βέβαια, ένας μόνο δρόμος υπάρχει για να 'ρθει η ανάπτυξη: οι επενδύσεις.

Ποιος, όμως, θα επενδύσει στην Ελλάδα σήμερα; Θα επενδύσει, άραγε, το κράτος; Με τι λεφτά! Θα επενδύσει ο ιδιωτικός τομέας; Πώς θα γίνει αυτό; Διότι, για να γίνουν επενδύσεις, θα πρέπει και να χρηματοδοτηθούν. Ποιος, λοιπόν, θα χρηματοδοτήσει το κόστος υλοποίησης νέων επενδυτικών σχεδίων στη χώρα;

α) Η αυξημένη ζήτηση. Με άλλα λόγια, η κατανάλωση, το παλιό, γνωστό και δοκιμασμένο, ελληνικό πρότυπο (μη βιώσιμης) ανάπτυξης, που κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το 2010, διότι ακριβώς δεν ήταν βιώσιμο. Βέβαια, η αύξηση της ζήτησης μπορεί πράγματι να ωθήσει έναν επιχειρηματία να ανοίξει μια δουλειά ή να επεκτείνει μια υφιστάμενη. Αύξηση της ζήτησης, ωστόσο, δεν πρόκειται να υπάρξει, για τον απλούστατο λόγο ότι τα μέτρα που ελήφθησαν τελευταία είναι υφεσιακά, όπως ομολογούν και οι ίδιοι οι κυβερνώντες.

β) Οι δημόσιες επενδύσεις ή οι κρατικές ενισχύσεις. Το παλιό καλό μοντέλο της κρατικοδίαιτης ανάπτυξης, που τέλειωσε κι αυτό με την κρίση. Το 2010 ήρθε η ώρα να το πληρώσουμε. Και το πληρώσαμε κι αυτό πανάκριβα. Τώρα, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων περικόπτεται, ενώ τα λεφτά του ΕΣΠΑ δεν απορροφώνται, για τους ίδιους λόγους που δεν γίνονται επενδύσεις γενικώς. Ούτως ή άλλως, δεν φτάνουν για να δημιουργήσουν όση ανάπτυξη χρειαζόμαστε προκειμένου να πετύχουμε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που υποσχεθήκαμε.

Η οικονομία μας αντιμετωπίζει την πρόκληση της επίτευξης ενός υψηλού πλεονάσματος το 2018, εκκινώντας από θέση ύφεσης, στην οποία βρίσκεται εδώ και ένα χρόνο. Αυτό την υποχρεώνει από τη μια να μειώνει τις δημόσιες δαπάνες, περιορίζοντας τις δυνατότητες κρατικής ενίσχυσης της επενδυτικής δραστηριότητας, από την άλλη να αυξάνει τα δημόσια έσοδα, αφαιρώντας αναπτυξιακούς πόρους από την οικονομία. Υπό τις συνθήκες αυτές, ανάπτυξη μέσω αύξησης της ζήτησης ή δημοσίων επενδύσεων αποκλείεται να πετύχουμε.

Μήπως, λοιπόν, μπορεί να χρηματοδοτηθεί με άλλο τρόπο η ανάπτυξη;

γ) Ίδια κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά σχέδια, οι επιχειρήσεις δεν έχουν. Ως επί το πλείστον, έχουν χρέη και όσες έχουν βγάλει τα διαθέσιμά τους έξω, σκέφτονται περισσότερο να τα ακολουθήσουν παρά να τα φέρουν πίσω για να τα επενδύσουν.

δ) Το Χρηματιστήριο δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει αυξήσεις κεφαλαίου των εισηγμένων εταιριών, ώστε να υλοποιήσουν νέα επενδυτικά σχέδια. Η διεθνής συγκυρία, άλλωστε, κάθε άλλο παρά ευοίωνη είναι για τις επενδύσεις σε μετοχές και αυτό, περιέργως, το βιώνει και το ελληνικό χρηματιστήριο, αν και υποτιμημένο.

ε) Οι τράπεζες, τέλος, αντί να διοχετεύουν ρευστότητα στην ιδιωτική οικονομία, την αποστεγνώνουν κι από τους πόρους που δεν πρόλαβε στο μεταξύ να εξαντλήσει η υπερφορολόγηση. Η επιστροφή των καταθέσεων ανακόπηκε βίαια το φθινόπωρο του 2014 και έκτοτε η τάση αναστράφηκε, για να επιδεινωθεί δραματικά στη συνέχεια. Στο μεταξύ, η ύφεση (μήτηρ πάσης κακίας) συνεχίζει να κοκκινίζει δάνεια και όλα δείχνουν πως οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση.

Τι μένει, λοιπόν; Οι ξένες επενδύσεις.

Ξένες παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα που να προσβλέπουν στην ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς, δεν πρόκειται να υπάρξουν, για τον ίδιο λόγο που δεν υλοποιούν τέτοιες επενδύσεις οι Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα την ελληνική αγορά από τους ξένους. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, δυστυχώς, είναι έτοιμες να φύγουν από την Ελλάδα. Το κύμα αποεπένδυσης και (δια)φυγής αυτή την εποχή δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική οικονομική ιστορία.

Ξένες επενδύσεις θα υλοποιηθούν στη χώρα μόνο σε συνδυασμό με αποκρατικοποιήσεις. Θα καταφέρει, άραγε, ο Σύριζα να προβεί σε επιθετικές ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να προκαλέσει εξ αυτού του λόγου ανάπτυξη; Θα αγνοήσουν οι ξένοι επενδυτές το country risk, ώστε να επενδύσουν μαζικά στην απόκτηση και αναβάθμιση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα;

Ούτε το ένα θα γίνει, ούτε το άλλο, αφενός γιατί οι ιδιωτικοποιήσεις προσκρούουν σ' αυτό που ο Σύριζα θεωρεί «δίκαιη» ανάπτυξη, ταυτίζοντας ιδεολογικά και εργαλειακά το κράτος με τον δημόσιο τομέα, τον οποίο δεν θέλει –και δεν πρόκειται– να μειώσει, αφετέρου επειδή η διεθνής επενδυτική κοινότητα δεν εμπιστεύεται την ελληνική διοίκηση, την ίδια στιγμή που φοβάται ακόμη το Grexit, λόγος για τον οποίο διστάζει να επενδύσει.

Το πρόβλημα με τις αποκρατικοποιήσεις, όταν δεν έχει λυθεί το ζήτημα του χρέους, μάς υποχρεώνει να κυνηγάμε την ουρά μας. Για να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του χρέους μας, θα πρέπει να επιτύχουμε συγκεκριμένα έσοδα μέσω των αποκρατικοποιήσεων. Επειδή, όμως, το χρέος δεν είναι βιώσιμο, ο άλλος διστάζει να επενδύσει στις ελληνικές αποκρατικοποιήσεις, ώστε να μας φέρει τα προσδοκώμενα έσοδα, ώστε να καταστεί το χρέος μας βιώσιμο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θα έχουμε ανάπτυξη. Ύφεση θα έχουμε. Μια άδικη ύφεση. Άδικη γιατί δεν χρειαζόταν να τη ζήσουμε. Άδικη γιατί αυτοί που θα υποφέρουν από τη νέα ύφεση, θα είναι ακριβώς αυτοί στους οποίους ο κ. Τσίπρας υπόσχεται τώρα μια «δίκαιη» ανάπτυξη. Αυτοί που τον Γενάρη του '15 θέλησαν να ζήσουν μαζί του τον αντιμνημονιακό τους μύθο.

* Ο κ. Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής διεθνούς οικονομικού δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ