Η βία ως ελευθερία έκφρασης

Η βία ως ελευθερία έκφρασης

Της Μαρίας Dawkinson

 

Το ξέπλυμα του ποινικού: η βλακεία. Τα παιδιά με τις μολότοφ, ανώριμα. Οι ενήλικες με τις προτροπές για βία, βλάκες. Κάπου πρέπει να υπάρχει η νομοθεσία που να διαχωρίζει την ανωριμότητα και τη βλακεία από τις ποινικές πράξεις που υπονομεύουν τις ζωές των αποδεκτών της βίας. Έτσι είθισται σε μια οργανωμένη κοινωνία. Αλλιώς όλοι θα ξεπλένονταν από κάποια διάγνωση και τα θύματα θα ζώνονταν με κουμπούρια για αυτοάμυνα.

Καθ'' έξιν δολοφόνος, διπολικός με σχιζοφρένεια. Παιδί που κάνει bullying στους συμμαθητές του, κακά παιδικά χρόνια. Σαδιστής σύζυγος, κακοποιημένος από τους γονείς του. Όλοι έχουμε μια δικαιολογία ως ελαφρυντικό για τις πράξεις μας και όλοι έχουμε μια ψυχική διαταραχή που ερμηνεύει απόλυτα τα αδικήματά μας. Όμως, όταν ζούμε μαζί σε ένα κοινωνικό σύνολο, πρέπει να δίνουμε τη δυνατότητα και στα θύματα να μπορούν να επιβιώσουν. Όχι; Όταν λοιπόν οι θύτες έχουν μια δικαιολογία για τα πεπραγμένα τους, πρέπει και οι αποδέκτες της βίας (όποια μορφή και να έχει αυτή) να έχουν το δικαίωμα να μην την υφίστανται. Ο ποινικός κώδικας είναι η απάντηση, από την εποχή του Χαμουραμπί. Αυτονόητα πράγματα.

Η ανθρωπότητα εξελίχθηκε από τότε, ευτυχώς. Οι ισορροπίες εξετάστηκαν πολύ από τα διάφορα νομικά συστήματα, και στις μέρες μας δεν υπάρχει το ''κλέβει χέρι, κόβω χέρι'' (τουλάχιστον στη Δύση). Ευτυχώς. Υπάρχει το κλέβει χέρι, έχουμε νόμους που αποδίδουν συγκεκριμένη ποινή στην κλοπή και όλα τα άλλα ποινικά αδικήματα, ανάλογα με τη σοβαρότητά τους.

Σήμερα, υπάρχει μια σύγχυση που έχει να κάνει με την ελευθερία του λόγου και την ελευθερία της έκφρασης, όμως. Η ερμηνεία της ελευθερίας είναι πολύ ελεύθερη. Τόσο, που να μας κάνει να αμφισβητούμε αν κάτι ποινικό είναι απλά πολιτική θέση ή έκφραση αυτοδιάθεσης.

Οι άνθρωποι που εκθέτουν σε βία τον κόσμο και στοχεύουν ιδιωτική και δημόσια περιουσία αντιμετωπίζονται ως αντικαθεστωτικοί, αντιμνημονιακοί ή απλά ελεύθερα εκφραζόμενοι ανήλικες και αφήνονται ελεύθεροι, με ελαφρυντικό την ιδεολογία, για να αναπαράγουν τη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι που επιβραβεύουν τη βία και την υποκινούν, αντιμετωπίζονται ως ενεργά πολιτικά όντα ή απλά ανόητοι και απαλλάσσονται λόγω ανοησίας. Κάπου παρακάμπτεται ''λογικά'' και με ''πολιτική ορθότητα'' ο ποινικός κώδικας, στο βωμό της ελευθερίας της έκφρασης. Αλλά ποιας ελευθερίας ακριβώς, του θύτη ή του θύματος; Σε μια ελεύθερη κοινωνία πρέπει όλοι να έχουν ίσα δικαιώματα. Αλλιώς δεν είναι ελεύθερη και  απλά εξυπηρετεί κάποιους συγκεκριμένους ευνοούμενους, εις βάρος των μη ευνοούμενων.

Η δικαιοσύνη στη δημοκρατία είναι ανεξάρτητη εξουσία για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Να αφήνει στην άκρη τις υποκειμενικές ερμηνείες και τις παρερμηνείες και να πράττει το ορθό, κατά τον κώδικα που υπηρετεί. Η εναλλακτική, θα ήταν απόλυτη ανομία.

Η δικαιοσύνη πρέπει να παρεμβαίνει στην προτροπή βίας και στη στοχοποίηση ανθρώπων. Εκείνοι που νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να απειλούν και να θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές των άλλων με τον οποιονδήποτε τρόπο, πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως προβλέπει η νομοθεσία (αρ. 333 Π.Κ., μέχρι ένα χρόνο φυλάκιση, εξαγοράσιμη). Γιατί αν τέτοιες πράξεις εξιλεώνονται με το ίδιο συγχωροχάρτι που παίρνουν την επόμενη μέρα εκείνοι που κάθε φορά καίνε την πόλη, φερ'' ειπείν, τότε η βία και το bullying θα συνεχίζονται και θα πληθαίνουν (λόγω ατιμωρησίας),  μέχρι που θα μονιμοποιηθεί σε μια καθημερινότητα, όπου κάθε μορφής επιθετικότητα θα εκλαμβάνεται σαν απλό παιχνίδι αντισυμβατικότητας, με το ελαφρυντικό της ριζοσπαστικής άποψης και την ελευθερίας της έκφρασης.