Η αύξηση του βασικού μισθού, ως πηγή προβλημάτων

H απόφαση της κυβέρνησης για την αύξηση του βασικού μισθού στα 713€, άφησε μικτά συναισθήματα στους επιχειρηματίες και στους εργαζόμενους. Επιπλέον τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προχώρησαν σε έναν πλειοδοτικό διαγωνισμό, για το ύψος στο οποίο πρότειναν να προσδιοριστεί ο κατώτατος μισθός. Έτσι το ΠΑΣΟΚ ζήτησε ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751€, ο ΣΥΡΙΖΑ στα 800€ και το ΚΚΕ στα 825€.

Ελάχιστοι ωστόσο εστίασαν στο αποτέλεσμα, που θα επιφέρει αυτή η αύξηση στα οικονομικά των επιχειρήσεων και μάλιστα στα οικονομικά των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που απασχολούν την πλειονότητα των 650.000 εργαζομένων, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. H ετήσια επιβάρυνση του εργοδοτικού κόστους ανά εργαζόμενο που αμείβεται με τον βασικό μισθό είναι €57, επί 14 μήνες, επί 1,25 (εργοδοτικές εισφορές), καταλήγει στο ποσό των €997, εκ των οποίων περισσότερα από €300, θα οδηγηθούν στα δημόσια ταμεία. Μια επιβάρυνση, που μόνο αμελητέα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, για εταιρείες που υστερούν τόσο σε παραγωγικότητα, όσο και σε ανταγωνιστικότητα και των οποίων το μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα, είναι το χαμηλό κόστος λειτουργίας.

Και είναι φανερό ότι η σημερινή αύξηση στον κατώτατο μισθό, δεν είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης των επιχειρήσεων ή της αύξησης των οικονομικών μεγεθών τους, αλλά της κρατικής παρέμβασης σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της ακρίβειας και του υψηλότερου κόστους διαβίωσης, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης. Έχουμε λοιπόν, μια κρατική παρέμβαση με λεφτά τρίτων, όπως έχει γίνει και με το πλαφόν των ενοικίων των επαγγελματικών μισθώσεων ακινήτων. Μια οριζόντια παρέμβαση, που θα επιφέρει επιπλέον προβλήματα στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αγωνίζονται να διασωθούν.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο κατώτατος μισθός αναλογεί ήδη στο 65% του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης φαίνεται ότι οι μικρές επιχειρήσεις, με έως 10 εργαζομένους, προσφέρουν χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με τις πιο μεγάλες, που έχουν κατά κανόνα τη δυνατότητα και τη βούληση να παρέχουν καλύτερες αμοιβές.

Η αύξηση του βασικού μισθού έρχεται την ίδια στιγμή, που ο ξενοδοχειακός και τουριστικός κλάδος δηλώνει ότι αδυνατεί να προσελκύσει εργαζόμενους και ο ευρύτερος βιομηχανικός κλάδος αδυνατεί να βρει προσωπικό για 300.000 θέσεις απασχόλησης, όχι λόγω χαμηλών αμοιβών, αλλά λόγω της απουσίας έστω και μιας οριακής εξειδίκευσης. Μιλάμε δηλαδή, για ένα εντελώς στρεβλό περιβάλλον, μέσα στο οποίο δεν συναντώνται με ορθολογικό τρόπο οι επιχειρήσεις με τους υποψήφιους εργαζόμενους. Ένα περιβάλλον στο οποίο δεν λειτουργούν οι κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Και ένα περιβάλλον, στο οποίο μετά από πολλά χρόνια, ενεργοποιούνται επιτέλους μηχανισμοί επιμόρφωσης και κατάρτισης.

Οι μισθοί καθώς και η απασχόληση προσδιορίζονται από τους ρυθμούς της ανάπτυξης του ΑΕΠ και από την πορεία των ίδιων των επιχειρήσεων, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία που έδωσε το Υπουργείο Εργασίας για τις μέσες μηνιαίες αποδοχές των περίπου 2,2 εκατομμυρίων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα μέσα το 2021.

Λόγω της ισχυρής ανάπτυξης, αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων από 2,051 εκατομμύρια το 2020, σε 2,163 εκατομμύρια το 2021.

Καταγράφηκε μια αύξηση των μισθών της τάξης του 12,27%, που σε απόλυτα μεγέθη μεταφράζονται σε επιπλέον €3,2 δισ.

Οι μηνιαίες αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, έφτασαν μέσα στο 2021 τα €2,418 δισ., από €2,154 δισ. ευρώ το 2020.

Καταγράφηκε μείωση του αριθμού των εργαζομένων, που αμείβονται με αποδοχές κάτω από τα €500, καθώς και αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που κινούνται σε όλα τα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια.

Όλα όσα καταγράφηκαν, είναι απότοκα της ισχυρής ανάπτυξης.

Ωστόσο η σημερινή αύξηση του κατώτατου μισθού, αποτελεί κρατική παρέμβαση, που θα οδηγήσει σε αύξηση του διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος και της ανταπόκρισης των χαμηλόμισθων στις αυξήσεις των τιμών. Κι αυτό είναι κατανοητό.

Όταν όμως διαβάζουμε επιχειρήματα του τύπου, ότι η αύξηση στο βασικό μισθό, θα δώσει ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ μέσω της αύξησης της ζήτησης, τότε λυπάμαι πολύ, αλλά η σχετική επιχειρηματολογία μετατρέπεται σε λογική Σύριζα που υποστηρίζει ότι «θα έρθει η ανάπτυξη. αν πρώτα ανέβει ο βασικός μισθός».

Πολύ φοβόμαστε, ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα δοκιμάσει τις αντοχές της πραγματικής οικονομίας και ειδικότερα των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που βρίσκονται επί ξύλου κρεμάμενες. Με κίνδυνο να ακολουθήσει όχι μόνο αποκλιμάκωση του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, αλλά και απώλειες στις υπάρχουσες θέσεις εργασίας. Και φυσικά η αύξηση στο βασικό μισθό, στις τριετίες, στο επίδομα ανεργίας, στα οικογενειακά επιδόματα κλπ, θα τροφοδοτήσει κι άλλο τις πληθωριστικές τάσεις.

Η αναπτυσσόμενη οικονομία είναι αυτή που αυξάνει την απασχόληση, καθώς και την αγοραστική δύναμη του εργαζόμενου. Και αντίστοιχα η χαμηλή ανεργία ανεβάζει τις αποδοχές του. Οτιδήποτε άλλο, αποτελεί κρατική παρέμβαση με αμφίβολα αποτελέσματα.