Η αποζημίωση (πουρμπουάρ) για τους καταθέτες της Λαϊκής 

Η αποζημίωση (πουρμπουάρ) για τους καταθέτες της Λαϊκής 

Του Γιώργου Δασκαλόπουλου

Το ποσό έξι σεντς ανά ευρώ ή των 6 ευρώ για κάθε 1000 ευρώ κατάθεσης που κουρεύτηκε το 2013 στην Λαϊκή Τράπεζα της Κύπρου, θα λάβουν οι καταθέτες της τράπεζας, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι τελικά το ποσό αυτό ίσως να είναι και –ελάχιστα- μεγαλύτερο. Ωστόσο οι διαδικασίες για την επιστροφή της μικρής αυτής αποζημίωσης, που αφορά αρκετές χιλιάδες Έλληνες αποταμιευτές μένουν ακόμη να διευθετηθούν όπως επίσης και οι όροι για την περίπτωση επαναπατρισμού τους. 

Τις προηγούμενες ημέρες στον κυπριακό τύπο δημοσιεύματα που επικαλούνται τον διαχειριστή Κλεόβουλο Αλεξάνδρου, αναφέρουν ότι το συνολικό ποσό το οποίο έχει εισπραχθεί από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής, ανέρχεται μέχρι σήμερα στα περίπου 220 εκατ. ευρώ.

Κατά τα ίδια δημοσιεύματα αν πωληθεί και το ποσοστό των μετοχών που η Λαϊκή (CPB (Λαϊκή) κατέχει στην BOCH (Bank of Cyprus Holdings), θα εισπραχθεί ένα επιπλέον ποσό κοντά στα 32 εκατ. ευρώ δεδομένου ότι οι μετοχές θα πωληθούν με βάση τη σημερινή τους τιμή. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας πώλησης των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας, αναμένεται ότι οι πιστωτές της, κυρίως οι «κουρεμένοι» καταθέτες της, θα λάβουν μόλις το 6% των 4 δισ. ευρώ που κουρεύτηκαν.

Σημειώνεται ότι στο τραπεζικό δράμα της Κύπρου, το 2013, οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ στη Λαϊκή χαρακτηρίστηκαν μη εγγυημένες και «κουρεύτηκαν» πλήρως, αφήνοντας τους καταθέτες μόνο με τα 100.000 ευρώ της εγγυημένης κατάθεσης. Η υπόθεση επηρέασε και χιλιάδες Έλληνες αποταμιευτές που είχαν μεταφέρει τα χρήματά τους στην τράπεζα, φοβούμενοι αντίστοιχες εξελίξεις στην Ελλάδα, αλλά και λόγω των υψηλών επιτοκίων προθεσμιακών καταθέσεων που προσέφερε τότε, η Λαϊκή (γύρω στο 4%) μέχρι την κατάρρευση της. 

Να σημειωθεί ότι η αρχική αξία των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας, τον Μάρτιο του 2013, την περίοδο που ξεκίνησε η εξυγίανση της Λαϊκής, είχε εκτιμηθεί κοντά στα 750 εκατ. ευρώ. Όπως όμως προέκυψε από την διαδικασία πώλησης των στοιχείων αυτών, οι εκτιμήσεις ήταν αισιόδοξες, ενώ ακόμη και για το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο της Λαϊκής, δηλαδή η συμμετοχή της στην Τράπεζα Κύπρου, (που πωλήθηκε κατά το ήμισυ το 2017, έναντι 65 εκατ. ευρώ) η αξία της υπόλοιπης συμμετοχής είναι περίπου η μισή, λόγω της κατακρήμνισης της κεφαλαιουχικής αξίας της Τράπεζας Κύπρου.

Το ποσό που έχει εισπραχθεί από την πώληση περιουσιακών στοιχείων της CPB είναι κατατεθειμένο σε ειδικό λογαριασμό στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου για να διατεθεί κάποια ώρα στους πιστωτές.

Ωστόσο ο χρόνος παραμένει άγνωστος όπως και οι διαδικασίες που θα ακολουθηθούν για τους Έλληνες καταθέτες, ειδικότερα σε περίπτωση επαναπατρισμού των όποιων κεφαλαίων προκύψουν τελικά. 

Η περίπτωση της Λαϊκής, διαφοροποιήθηκε σε σχέση με την Τράπεζα Κύπρου στην «λύση» που τότε αποφασίστηκε και εφαρμόσθηκε για τη  «διάσωση» του τραπεζικού συστήματος της χώρας, με την έννοια ότι στην πρώτη, οι «ανασφάλιστες» καταθέσεις κουρεύτηκαν πλήρως και στην δεύτερη όχι, διαμορφώνοντας ένα πρωτοφανές διεθνές δεδομένο, με προφανή χαρακτηριστικά άνισης μεταχείρισης. 

Αυτό ώθησε περίπου 1.000 Έλληνες καταθέτες να ασκήσουν νομικά μέσα. Η διαδικασία διαιτησίας ασκήθηκε για λογαριασμό των Ελλήνων πολιτών που έχασαν κεφάλαια λόγω των καταθέσεων τους στη Λαϊκή Τράπεζα ή στην Τράπεζα Κύπρου ή ως αποτέλεσμα των ομολόγων που αγόρασαν και τα οποία εκδόθηκαν από τις τράπεζες. Τον Δεκέμβριο  του 2017, οι συνήγοροι κατέθεσαν ένα υπόμνημα υπέρ των συμφερόντων των εναγόντων.

Οι νομικοί σύμβουλοι εκτιμούν ότι τα στοιχεία αυτά υποστηρίζουν έντονα τη θέση των εναγόντων ότι η συμμετοχή της κυπριακής κυβέρνησης στην απαλλοτρίωση παραβίασε τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών στο πλαίσιο της Διμερούς Εμπορικής Συμφωνίας Κύπρου-Ελλάδας. Επίσης οι συνήγοροι των εναγόντων υποβάλουν και νέα διαιτησία στο ICSID, βασισμένη στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία υπέρ των Ελλήνων πολιτών που έχασαν κεφάλαια στη διάσωσή της Κύπρου.

Και για τις δύο περιπτώσεις οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι τα νομικά εγχειρήματα δεν θα οδηγήσουν εύκολα σε περαιτέρω αποζημιώσεις, ιδιαίτερα εφόσον ολοκληρωθεί και η διαδικασία του διαχειριστή.