Η απέλαση των Ρώσων διπλωματών και η υπεράσπιση της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας

Η απέλαση των Ρώσων διπλωματών και η υπεράσπιση της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας

Του Αλέξανδρου Σκούρα

Πριν από λίγες μέρες, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της να απελάσει από τη χώρα μέλη της διπλωματικής αποστολής της Ρωσίας, με τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο να δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να αποδέχεται συμπεριφορές που δεν σέβονται το διεθνές δίκαιο. Μεταξύ των κατηγοριών που απηύθυνε η ελληνική κυβέρνηση είναι η απόπειρα αλίευσης και διακίνησης πληροφοριών και ο χρηματισμός κρατικών λειτουργών.

Η συγκεκριμένη κίνηση προξένησε αρχικά την έκπληξη τουλάχιστον σε όσους είχαν μείνει στην εποχή του έντονου φλερτ της σημερινής κυβέρνησης με τη Ρωσία του Πούτιν ιδίως κατά την περίοδο της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015, ή συνέδεαν παραδοσιακά την ελληνική Αριστερά με μια εξαρχής φιλορωσική στάση.

Κανείς βεβαίως, πέραν από τους άμεσα εμπλεκόμενους σ' αυτή την ιστορία δεν μπορεί να ξέρει ούτε το τι ακριβώς συνέβη, ούτε και το παρασκήνιο αυτής της απόφασης που προφανώς θα υπήρξε πλούσιο. Ένα πράγμα πάντως είναι βέβαιο: Τα τελευταία χρόνια, σε όποια χώρα επιδιώκει η Ρωσία να ασκήσει επιρροή, η κατεύθυνση της επιρροής αυτής είναι εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων.

Αρκεί εξάλλου να κοιτάξει κανείς εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και αλλού που διάκεινται φιλικά στη σημερινή ρωσική κυβέρνηση: μπορεί να τοποθετούνται στα δεξιά ή στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, αλλά ανεξάρτητα από τον αυτοπροσδιορισμό τους, τις ενώνει η επίκληση της αντισυστημικότητας, η επιθυμία ενός ισχυρού κράτους με όσο γίνεται μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων στους φορείς της εξουσίας, η αποστροφή τους προς τους θεσμούς που υποτίθεται ότι εμποδίζουν την πραγμάτωση της «λαϊκής βούλησης», η δυσπιστία απέναντι στην έννοια των δικαιωμάτων, και βεβαίως ο αντιδυτικισμός.

Όλα αυτά τα στοιχεία συγκροτούν τον σύγχρονο «απολυταρχικό λαϊκισμό», τον οποίο μετρά το έγκριτο σουηδικό Ινστιτούτο Timbro στον ομώνυμο δείκτη και έχει παρουσιάσει στην Ελλάδα το ΚΕΦίΜ. Και αξίζει να αναφερθεί πως στον δείκτη αυτό η χώρα μας καταλαμβάνει την καθόλου τιμητική δεύτερη θέση στην Ευρώπη, πίσω μόνο από την Ουγγαρία του Όρμπαν. Μόνο τυχαίο δεν είναι μάλιστα το γεγονός ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι Έλληνες που εκφράζουν στις έρευνες γνώμης συμπάθεια προς τον Βλαδίμηρο Πούτιν και το μοντέλο της διακυβέρνησής του, υποστηρίζουν κάποιες ή περισσότερες από τις θέσεις αυτές ανεξάρτητα από το πού οι ίδιοι αυτοτοποθετούνται ιδεολογικά.

Βεβαίως, η επιρροή αυτή και οι ετερόκλητες εκφάνσεις της δεν εκδηλώνονται σε άγονο γι' αυτές έδαφος. Όντως συχνά οι πολιτικές και κοινωνικές ελίτ μοιάζουν αποκομμένες από τα προβλήματα, τις ανησυχίες και τις ελπίδες των πολιτών. Όντως η Δύση βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις: την ασυμβίβαστη θωράκιση των ατομικών ελευθεριών απέναντι στους πραγματικούς και φαντασιακούς κινδύνους της ασφάλειας· τη διασφάλιση της συνέχισης της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας· την αντικατάσταση του δύσκαμπτου και κρατικιστικού κράτους πρόνοιας του προηγούμενου αιώνα με ένα πιο ευέλικτο και πιο αποτελεσματικό μοντέλο· τα ζητήματα ταυτότητας και νοήματος· τη μετανάστευση.

Και όσο οι φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες διστάζουν να τοποθετηθούν πειστικά απέναντι σ' αυτά τα υπαρκτά ζητήματα, τόσο οι απελάσεις διπλωματών ή ακόμη και οι αποκαλύψεις της ευθείας παρέμβασης ακόμη σε εκλογικές διαδικασίες δεν θα επαρκούν και το αίτημα για «ισχυρούς ηγέτες» θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση. Άλλωστε, ιστορικά παραδείγματα αυτής της διαδικασίας μπορεί κανείς να βρει πολλά και ηχηρά ανατρέχοντας στον ποικιλόχρωμο ολοκληρωτισμό του περασμένου αιώνα.

Αυτό που χρειάζεται σήμερα επιτακτικά είναι η διαρκής και επίμονη υπεράσπιση των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας παράλληλα με τη διατύπωση τολμηρών προτάσεων πολιτικής που ενισχύουν την ελευθερία στην κοινωνία και την οικονομία και μπορούν να δώσουν λύσεις στις αγωνίες των πολιτών. «Πρέπει», όπως τονίζει ο Φρίντριχ Χάγιεκ στο σημαντικό του άρθρο με τίτλο «Οι διανοούμενοι και ο σοσιαλισμός» του 1949, «να κάνουμε ξανά τη φιλοσοφική θεμελίωση της ελεύθερης κοινωνίας ένα ζωντανό φιλοσοφικό ζήτημα, και την εφαρμογή της ένα εγχείρημα που αποτελεί πρόκληση για την επινοητικότητα και τη φαντασία των πιο δυνατών πνευμάτων ανάμεσά μας».

Αυτή είναι η πρόκληση για τη φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Και σ' αυτό το πεδίο, θα κριθούμε όλοι.