Η ανάδειξη Φον ντερ Λάιεν και η διαδικασία Spitzenkandidaten

Η ανάδειξη Φον ντερ Λάιεν και η διαδικασία Spitzenkandidaten

Της Κωνσταντίνας Γεωργάκη*

Την Τρίτη το βράδυ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έγραψε μια νέα σελίδα ευρωπαϊκής ιστορίας, επιλέγοντας να τοποθετήσει για πρώτη φορά μια γυναίκα στην κορυφαία θέση της Ευρώπης. Η Γερμανίδα Υπουργός Άμυνας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξελέγη Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρόκειται να αναλάβει τα ηνία του Berlaymont από τον ερχόμενο Νοέμβριο για πενταετή θητεία.

Ωστόσο, παρά το άρωμα προόδου που αποπνέει, η ανάδειξη φον ντερ Λάιεν αποτελεί ταυτόχρονα συνταγματική οπισθοδρόμηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο λόγος; Η στο πλαίσιο αυτής μη τήρηση της διαδικασίας Spitzenkandidaten, βάσει της οποίας τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα αναδεικνύουν, πριν τη διενέργεια των Ευρωεκλογών, συγκεκριμένους υποψηφίους για το ρόλο του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την προεδρία να καταλήγει μετεκλογικά στο πρόσωπο του προταθέντος από τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα.

Ενόσω δεν προβλέπεται ρητά από τις καταστατικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία Spitzenkandidaten αποτελεί παρόλα αυτά το επιστέγασμα της διηνεκούς απόπειρας ενίσχυσης του συνδέσμου μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ανάδειξης του επικεφαλής της ενωσιακής εκτελεστικής εξουσίας. Με αφετηρία τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, καθίσταται σαφής η πρόθεση ενίσχυσης της συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία ανάδειξης του υποψηφίου για την προεδρία της Επιτροπής, αρχικά με τη θεσμοθέτηση απλής και εν συνεχεία σύμφωνης κοινοβουλευτικής γνώμης αναφορικά με το πρόσωπο του υποψηφίου που επρόκειτο, εν συνεχεία, να διοριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Σήμερα, σε μια αντιστροφή αρμοδιοτήτων των δύο ενωσιακών οργάνων, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περιορίζεται στην πρόταση του υποψηφίου για το αξίωμα του προέδρου, με την εκλογή του να εναποτίθεται πλέον στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η μεταβολή της αρμοδιότητας έγκρισης σε αρμοδιότητα εκλογής του υποψηφίου προέδρου της Επιτροπής εξηγεί γιατί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναζητά πλέον την ενεργό συμμετοχή του στη διαδικασία ανάδειξης, μη αρκούμενο στην απλή επικύρωση του προταθέντος από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προσώπου. Η διαδικασία Spitzenkandidaten ακολουθήθηκε για πρώτη φορά στις Ευρωεκλογές του 2014. Αν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν δέχθηκε ότι δεσμευόταν από τους αναδειχθέντες κορυφαίους υποψηφίους των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, εν τέλει επέλεξε να προτείνει για την προεδρία της Επιτροπής τον Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, Spitzenkandidat του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που απέσπασε τις περισσότερες έδρες στις Ευρωεκλογές.

Σήμερα, σε μια απόπειρα εξεύρεσης ενός υποψηφίου που θα μπορούσε να διασφαλίσει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική στήριξη, η φον ντερ Λάιεν προτάθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δίχως να βρίσκεται μεταξύ των προεκλογικά αναδειχθέντων Spitzenkandidaten. Αν μη τι άλλο, η κίνηση αυτή συνιστά συνταγματική παλινδρόμηση. Αν και πολλοί σπεύδουν να χαρακτηρίσουν τη διαδικασία Spitzenkandidaten ως «συνταγματικό πραξικόπημα» σε βάρος των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η με τον τρόπο αυτό ανάδειξη του υποψηφίου για την ηγεσία της Επιτροπής αποτελεί στην πραγματικότητα μια ένεση δημοκρατικής νομιμοποίησης σε μια Ευρώπη που κατηγορείται διαρκώς για έλλειμμα δημοκρατικών και διαφανών διαδικασιών. Η εφαρμογή της διαδικασίας Spitzenkandidaten διασφαλίζει ότι η ψήφος των πολιτών στις Ευρωεκλογές, πέραν της ανάδειξης των εκπροσώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντικατοπτρίζει και την προτίμησή τους για το πρόσωπο που θα αναλάβει την ηγεσία της Επιτροπής. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται, πάντοτε εντός του καθορισμένου από τις ενωσιακές Συνθήκες νομικού πλαισίου, η δυνατότητα των πολιτών να επηρεάσουν μια από τις μέχρι πρότινος πλέον σκιώδεις διαδικασίες σε ενωσιακό επίπεδο.

Η οριακή επικράτηση φον ντερ Λάιεν καταδεικνύει ότι το Κοινοβούλιο της έδωσε «ψήφο ανοχής». Ήδη πριν τη χθεσινή ψηφοφορία, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα είχαν εκφράσει την έντονη δυσαρέσκειά τους για την αγνόηση των αναδειχθέντων κορυφαίων υποψηφίων τους, καθιστώντας σαφές ότι θα στήριζαν την υποψηφιότητα φον ντερ Λάιεν μόνο εφόσον ως νέα πρόεδρος δεσμευόταν για την εφεξής ευλαβική τήρηση της διαδικασίας Spitzenkandidaten, προτείνοντας, μάλιστα, να καταστεί αυτή στο μέλλον νομικά δεσμευτική.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ενώ η ανάδειξη φον ντερ Λάιεν έπληξε την απόπειρα εκδημοκράτησης της διαδικασίας ανάδειξης του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σίγουρα δεν επέφερε τον θάνατό της. Μένει, ωστόσο, να δούμε αν η νέα (και πρώτη γυναίκα) Πρόεδρος της Επιτροπής θα ανταποκριθεί στις κοινοβουλευτικές προσδοκίες.

* Η Κωνσταντίνα Γεωργάκη είναι υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης