H επανάσταση του αυτονόητου στα εργασιακά

H επανάσταση του αυτονόητου στα εργασιακά

Ξεκινάω διατυπώνοντας τρία βασικά ερωτήματα που σχετίζονται με τα εργασιακά: Επηρεάζουν οι τεχνολογικές αλλαγές τις εργασιακές σχέσεις;

Αλλάζει ραγδαία το περιβάλλον μας; Είμαστε ευχαριστημένοι από τον τρόπο που λειτουργεί η αγορά εργασίας στην Ελλάδα;

Είναι προφανές ότι η απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα είναι καταφατική ενώ η απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι αρνητική.

Πράγματι, οι αλλαγές που συντελούνται είναι συγκλονιστικές. Όχι εξαιτίας της πανδημίας, αλλά εξαιτίας της ψηφιακής επανάστασης. Το σημερινό και πολύ περισσότερο το αυριανό τεχνολογικό περιβάλλον δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό που ήταν μερικά χρόνια πριν. Συνέπεσε βέβαια στη διάρκεια της πανδημίας να αυξηθεί η ανάγκη για εργασία από απόσταση.

Τις αλλαγές στο τεχνολογικό περιβάλλον και τις συνέπειές τους στην αγορά εργασίας δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με φοβικά σύνδρομα, βλέποντας εχθρούς και δαίμονες και διατυπώνοντας αδιέξοδες τοποθετήσεις, όπως κάναμε με αντίστοιχες αλλαγές στις προηγούμενες δεκαετίες.

Είναι απαραίτητο να βλέπουμε την μεγάλη εικόνα. Και αυτή δεν είναι άλλη από την ανάγκη αλλαγής του σαθρού-εσωστρεφούς οικονομικού μοντέλου του παρελθόντος με ένα νέο-εξωστρεφές μοντέλο, που βασίζεται στα κίνητρα και την παραγωγή.

Έχει σημασία δηλαδή, αυτή τη φορά να δούμε πώς θα εκμεταλλευτούμε τις απέραντες ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά μας, ελαχιστοποιώντας τους όποιους κινδύνους. Οι ψηφιακές τεχνολογίες θα βελτιώσουν την παραγωγική λειτουργία, αλλά θα απαιτήσουν προσαρμογές των εργαζομένων σε διάφορους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Το νέο νομοσχέδιο του υπουργού εργασίας Κωστή Χατζηδάκη στοχεύει ακριβώς σε τέτοιου είδους προσαρμογές.

Με την κάρτα εργασίας, για παράδειγμα, προστατεύεται ο εργαζόμενος γιατί θα μπορεί και από το κινητό του τηλέφωνο να καταγράφει πότε προσέρχεται στην εργασία του, πότε αποχωρεί και πόσες ώρες εργάζεται υπερωριακά. Θα μπορεί έτσι να έχει αξιώσεις για επιπλέον αμοιβή σε περίπτωση υπέρβασης του νόμιμου ωραρίου. Αποτρέπεται η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία που αποτελούσε μια μάστιγα για τον εργαζόμενο αλλά και για την οικονομία συνολικά.

Είναι γνωστό ότι επιχειρήσεις στη γκρίζα ζώνη της οικονομίας δεν μεγεθύνονται, δεν επενδύουν συστηματικά σε νέες τεχνολογίες και δεν εστιάζουν σε εξαγωγές καθότι στόχος τους είναι να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ.

Οι επιχειρήσεις αυτές εγκλωβίζουν πόρους που εναλλακτικά θα χρησιμοποιούνταν στην επίσημη οικονομία από εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Επιπλέον, με το νομοσχέδιο αυξάνεται ο αριθμός των υπερωριών σε 150 από 120 που είναι σήμερα στις υπηρεσίες και 96 στη βιομηχανία, φτάνοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Δίνεται επίσης η δυνατότητα στον εργαζόμενο να επιλέξει την κατανομή του χρόνου εργασίας του. Ένα τέτοιο σύστημα ωφελεί τους εργαζόμενους, που επιθυμούν να εργαστούν περισσότερο κάποιες ημέρες, προκειμένου π.χ. να μπορούν να λάβουν άδεια, ή να δουλέψουν λιγότερο άλλες ημέρες, ή τους εργαζόμενους που επιθυμούν να δουλέψουν για 4 ημέρες την εβδομάδα.

Χωρίς ούτε να μειώνονται οι αποδοχές τους ούτε να αυξάνεται ο μέσος όρος εργασίας που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τις 5 ημέρες την εβδομάδα και 8 ώρες την ημέρα.

Το νομοσχέδιο κατοχυρώνει δικαιώματα και για τους άνδρες εργαζόμενους όπως η άδεια πατρότητας, ενώ ενισχύει τις προσλήψεις και τις δυνατότητες εξέλιξης των γυναικών, οι οποίες πλήττονται από την ανεργία περισσότερο από τους άνδρες.

Τέλος, το νομοσχέδιο διασφαλίζει την ελάχιστη εγγυημένη λειτουργία και προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών ως προς την παροχή ενός μίνιμουμ (33%) επιπέδου υπηρεσιών σε κρίσιμους κλάδους κατά τη διάρκεια απεργιακών κινητοποιήσεων.

Δεν ανακαλύπτει τον τροχό. Απλά υιοθετεί ρυθμίσεις που υπάρχουν σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Αυστραλία κλπ.

Είναι ενθαρρυντικό που ένας υπουργός της κυβέρνησης προχωρά σε τέτοιου είδους (απαραίτητες και αυτονόητες) μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις που δεν είναι ούτε «νεοφιλελεύθερες» ούτε «επαναφέρουν τον εργασιακό μεσαίωνα» όπως δογματικά υποστηρίζουν όσοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε και να συνεχίσει η Ελλάδα να λειτουργεί στη βάση ενός σαθρού, αναχρονιστικού, ξεπερασμένου οικονομικού μοντέλου.

* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου