Γίγαντες και νάνοι: Η περίπτωση Deutsche Bank ως δοκιμασία του συστήματος

Γίγαντες και νάνοι: Η περίπτωση Deutsche Bank ως δοκιμασία του συστήματος

Του Κώστα Μποτόπουλου*

Από καιρό γνωρίζαμε ότι η Deutsche Bank είναι ένας γίγαντας με πήλινα πόδια: υπερβολικά μεγάλη για τις επιδόσεις της (επανειλημμένα καμπανάκια στα stress tests, προειδοποίηση του ΔΝΤ ότι αποτελεί το «μεγαλύτερο τραπεζικό συστημικό κίνδυνο παγκοσμίως»), υπερβολικά γερμανική για το διεθνές προφίλ της, υπερβολικά μπλεγμένη σε σκάνδαλα για το μάθημα ηθικής που εξάγει αυτή και η χώρα της.

Μια τέτοια εμπλοκή ήταν εξάλλου αυτή που τη φέρνει στη σημερινή κατάσταση αβεβαιότητας, σχεδόν πανικού: η συμμετοχή της στα όχι παράνομα αλλά εντελώς παράτολμα και οικονομικά έωλα χρηματοδοτικά σχήματα (mortgage-backed securities), που συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην παγκόσμια οικονομική κρίση, είναι αυτή που επέτρεψε, κατόπιν μακράς εορτής, στις αμερικανικές Αρχές (αφού η Deutsche πουλούσε τέτοια προϊόντα στην αγορά των ΗΠΑ) να της επιβάλλουν, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, τεράστια πρόστιμα, που τώρα ήρθε η ώρα να αναζητηθούν.

Πρόστιμο 14 δισ. ευρώ σε μια τράπεζα που ήδη είχε προβλήματα και που η μετοχή της βρίσκεται σε διαρκή πτώση εδώ και πολλούς μήνες δεν είναι μικρό πράγμα –είναι ίσως, αντίθετα, καθοριστικό πλήγμα. Η μετοχή έχασε άλλο ένα 5% χτες και σήμερα, ο Τύπος κάτι ψιθύρισε για μυστικές συναντήσεις της Καγκελαρίου με τον επικεφαλής της τράπεζας και οι φήμες για επικείμενη διάσωση από την κυβέρνηση δεν άργησαν ν' ανάψουν. Φήμες που διαψεύστηκαν –πηγές της Καγκελαρίας δήλωσαν ότι είναι αδιανόητο να βοηθηθεί η Deutsche «με λεφτά των φορολογουμένων»-, χωρίς όμως να αρκούν για να διαλύσουν τα υπαρκτά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. 

Σε πολιτικό επίπεδο, και υπό την παρούσα συγκυρία, η υπόθεση φέρνει σε δύσκολη θέση τη γερμανική κυβέρνηση και προσωπικά την Καγκελάριο Μέρκελ. Στο ξεκίνημα μιας μακράς και διόλου ανέφελης εκλογικής χρονιάς, με το βάρος του προσφυγικού και τ' απόνερα της κρίσης να λούζουν ακόμα την Ευρωζώνη, η ηγέτιδα της μόνης πια οικονομικής δύναμης της Ευρώπης δεν έχει την πολυτέλεια οικονομικών προβλημάτων μέσα στην ίδια τη χώρα της. Και μπορεί η Deutsche να μην ταυτίζεται με τη Γερμανία, είναι όμως σε τόσα πολλά, ξεκινώντας από το όνομα και πηγαίνοντας, κατά τρόπο πιο κρίσιμο, στη φιλοσοφία και τη μέθοδο διαχείρισης, συνυφασμένη με το made in Germany, που το μικρό άλμα δικαιολογείται: μια τραυματισμένη Deutsche, όπως και μια τραυματισμένη Volkswagen, είναι μια τραυματισμένη στο γόητρο της Γερμανία. Και ποιο άλλο είναι το μεγάλο ατού της κυρίας Μέρκελ πέρα από το διεθνές γόητρο της ίδιας και της χώρας της;

Η πραγματικότητα όμως είναι ισχυρότερη από κάθε γόητρο: το δίλημμα της Καγκελαρίου είναι αν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το γερμανικό Κράτος θα παρέμβει για να βοηθήσει τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας. Σίγουρα θα το κάνει, το κάνει ήδη, στις διαπραγματεύσεις με τις αμερικανικές Αρχές για την απόδοση του προστίμου –ένα τέτοιο πρόστιμο, σε μια τέτοια τράπεζα, μετατρέπεται φυσιολογικά σε κρατική υπόθεση. Το πρόβλημα για τη Γερμανία και την κυρία Μέρκελ είναι ότι, ειδικά αυτή την εποχή, οι ΗΠΑ δεν έχουν ιδιαίτερη διάθεση για γενναιοδωρία ούτε έναντι αυτών που τις έβλαψαν –και θεωρούν ότι πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως βέβαια και ακόμα περισσότερες αμερικανικές, έβλαψαν τους αμερικανούς επενδυτές στο ξέσπασμα της κρίσης-, ούτε έναντι της Ευρώπης και της ηγέτιδας της. Οι ΗΠΑ, για προεκλογικούς λόγους αλλά και βάσει της γενικότερης οικονομικής φιλοσοφίας τους, θα προτιμούσαν μια μεγαλύτερη χαλάρωση του δημοσιονομικού κανόνα και μια μεγαλύτερη ώθηση της ανάπτυξης στην Ευρώπη –εξελίξεις τις οποίες, ως γνωστόν, η Γερμανία σθεναρά μπλοκάρει.

Εφόσον τα διπλωματικά περιθώρια είναι μικρά, δεν μένουν στη γερμανική κυβέρνηση παρά οικονομικές κινήσεις για να κατευνάσουν τις διεθνείς αγορές πριν γίνουν ακόμα πιο απειλητικές για τη Deutsche. Η έμμεση βοήθεια σε μια τράπεζα είναι ένα εργαλείο που υπάρχει στη φαρέτρα των κυβερνήσεων, ακόμα και μετά την κρίση, ακόμα και μετά την αλλαγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας –υπάρχει δε σίγουρα στη φαρέτρα μιας κυβέρνησης σαν τη γερμανική που έχει κρατήσει για τον εαυτό της το δικαίωμα να ερμηνεύει αυθεντικά και να εφαρμόζει όπως αυτή θεωρεί σωστό τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Το πρόβλημα είναι ότι αν η κυρία Μέρκελ θελήσει να ξεπεράσει με κάποιο τεχνικό τρόπο την απαγόρευση για τη δημόσια διάσωση (bail-out) των τραπεζών, όπως έκαναν πρόσφατα η Πορτογαλία και η Ιταλία και λίγο παλιότερα η Ισπανία, θα φανεί αναντίστοιχη με τις δικές της επιμονές και εμμονές για την κατά γράμμα τήρηση των δικής έμπνευσης κανόνων.

Μπροστά σε αυτόν τον θρησκευτικού σχεδόν τύπου φανατισμό, τον οποίο φαίνεται να επιδοκιμάζει στη μεγάλη του πλειοψηφία το γερμανικό εκλογικό σώμα, πόσο θα βαρύνει άραγε ότι η Deutsche είναι, για τη γερμανική οικονομία, κάτι περισσότερο από  too big to fail, too dangerous to be let to fail;  Με τίμημα, βέβαια, την αίσθηση ότι οι «μεγάλοι» πάντα τη γλιτώνουν –αίσθηση που γιγαντώνει το λαϊκισμό.

Από μια ειρωνεία της Ιστορίας, η Γερμανία και η Καγκελάριος της, μετά από χρόνια αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας, στριμώχνονται από μια περίπτωση στην οποία κατ' εξαίρεση επέδειξαν ηγετικά προσόντα (το προσφυγικό) και μία (Deutsche) στην οποία είναι αδύνατο να ηγηθούν, γιατί όποια απόφαση και να πάρουν θα είναι προβληματική. Αυτή τη φορά ίσως η παροιμιώδης ψυχραιμία της κυρίας Μέρκελ να μην είναι καλός οιωνός για τη μεγαλύτερη, αλλά τόσο εύθραυστη, τράπεζα μιας χώρας που παρασυνήθισε να δίνει μαθήματα.

* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.