Γιατί στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Γιατί στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Η ελληνική Πολιτεία και το ελληνικό Σύνταγμα όχι μόνο επιτρέπουν αλλά και εγγυώνται το δικαίωμα όλων των πολιτών να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους (άρθρο 14) και να απευθύνονται στις Αρχές (άρθρο 10).

Έχουν κάθε δικαίωμα, συνεπώς, οι υπογράφοντες ανοιχτή επιστολή να εκθέτουν όσα θεωρούν σωστά και σκόπιμα για το πράγματι ευαίσθητο ζήτημα του κρατουμένου Δ.Κουφοντίνα που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο απεργίας πείνας. Θα ίσχυε για κάθε κρατούμενο, ισχύει και για τον συγκεκριμένο κρατούμενο. Γιατί άραγε όμως απευθύνουν την επιστολή τους στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Οι υπογράφοντες, αρκετοί από τους οποίους είναι νομικοί, δεν μπορεί να μην γνωρίζουν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν διαθέτει, κατά το ελληνικό συνταγματικό σύστημα, κανένα νόμιμο περιθώριο δράσης για ζητήματα σαν κι αυτό. Δεν αποτελεί «αρμόδια Αρχή» ούτε για την αποδοχή παραπόνων ή αιτιάσεων για μη ορθή λειτουργία οποιασδήποτε από τις τρεις κρατικές εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική), ούτε πολλώ μάλλον επιτρέπεται να ασκεί οποιαδήποτε επίσημη ή ανεπίσημη παρέμβαση προς την κατεύθυνσης «λύσης» τέτοιων ζητημάτων.

Υπάρχουν διοικητικά, δικαιοδοτικά και ανεξάρτητα όργανα επιφορτισμένα με αυτό το έργο και με την τήρηση της νομιμότητας γενικώς. Τέτοια δραστηριοποίηση δεν αποτελεί μέρος του «ρυθμιστικού του πολιτεύματος» ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 30), ούτε συνδέεται με τον όρκο που δίνει να «προστατεύει τα δικαιωμάτων και τις ελευθερίες των Ελλήνων» (άρθρο 33, που, αντίθετα, υποχρεώνει σε πλήρη σεβασμό του συνταγματικά καταστρωμένου τρόπου προστασίας των δικαιωμάτων), ούτε έχει οποιαδήποτε σχέση με τη διαδικασία απονομής χάρης (άρθρο 47). Ακόμα και νοούμενη ως χωρίς κανονιστικές συνέπειες «έκκληση», αναρμοδίως απευθύνεται στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού, έστω εμμέσως, αποσκοπεί σε διοικητικού χαρακτήρα απόφαση αρμοδιότητας άλλων οργάνων, άρα όχι μόνο δεν συνδέεται αλλά και απάδει από τον «ηθικό χαρακτήρα» του προεδρικού αξιώματος.

Γιατί λοιπόν απευθύνονται οι υπογράφοντες στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Μήπως γιατί θεωρούν ότι, ως πρώην δικαστικός λειτουργός, θα έχει σίγουρα αυξημένη ευαισθησία και άρα ενδέχεται να είναι πιο «ανοιχτή» σε ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα, τη Δικαιοσύνη και την απονομή της;

Δεν μπορεί όμως να μην σκέφτηκαν ότι οποιαδήποτε σχετική ενέργεια θα βρισκόταν εκτός προεδρικών καθηκόντων και ρόλου, άρα, αν ποτέ αναλαμβανόταν, θα εξέθετε την Πρόεδρο, ενώ δεν θα μπορούσε να επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Τα γεγονότα που εκθέτουν στην επιστολή τους μπορεί να έχουν ή να μην έχουν βασιμότητα, αλλά, απευθυνόμενα στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επιδιώκεται να αλλάξουν επίπεδο: να φύγουν από το πεδίο της νομικής αντιμετώπισης και να εισέλθουν στη σφαίρα ηθικών διλημμάτων, υπαρκτών ή κατασκευασμένων.

Φοβούμαι ότι οι υπογράφοντες επιχειρούν να μετατρέψουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και ειδικά τη συγκεκριμένη Πρόεδρο της Δημοκρατίας –ταγμένη στο δίκαιο, μη επαγγελματία πολιτικό, δεχόμενη όλο και πιο έντονες επιθέσεις από τμήματα του πολτικο-μιντιακού συστήματος-, σε υπόλογο, για ενέργεια ή παράλειψη, ενώπιον του δικαστηρίου της κοινής γνώμης. Πρόκειται για έναν ειδικού τύπου ηθικό εκβιασμό, που, ασχέτως του σκοπού που εξυπηρετεί, δεν έχει τίποτα το ηθικό και τίποτα το δημοκρατικό.

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής