Εξομολόγηση, ή: Η δική μου κανονικότητα

Εξομολόγηση, ή: Η δική μου κανονικότητα

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Αφού πρώτα σάς θυμίσω ότι —πώς να το κάνουμε— τελικός στόχος όλων μας, μηδενός εξαιρουμένου, είναι να αφήσουμε πίσω μας, μετά δηλαδή την παρουσία μας σ' αυτά εδώ τα χώματα, στα τσιμέντα εδώ, όχι ντε και καλά κάποιο έργο, κάτι πιασούμενο, αλλά τουλάχιστον μια πραγματικά καλή ανάμνηση σε έναν, δύο, μακάρι και περισσότερους ανθρώπους, επιτρέψτε μου να σας πω γιατί προσωπικά είμαι πλέον, αν όχι εντελώς πάντως κατά μέγα μέρος, αποστασιοποιημένος από τα πολιτικά και τη γενικότερη δημόσια κουβέντα εδώ κι εκεί. Κουβέντα, παρεμπιπτόντως, που γίνεται πάντα με έναν τοίχο: κουβέντα δηλαδή που (μας) εξυπηρετεί μόνο σε φαντασιακό επίπεδο — δεν επηρεάζει, φύσει, κανέναν και δεν έχει κανένα άλλο αντίκρισμα εκτός από την υποτιθέμενη εκτόνωσή μας, κάτι πά' να πει που είναι ψέμα και φενάκη: κανείς δεν εκτονώθηκε ποτέ πολιτικολογώντας και μπλέκοντας σε συζητήσεις? πάντα συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.

Το επ' εμοί λοιπόν.

Είμαι πλέον αποστασιοποιημένος και περί άλλα τυρβάζω —ασχολούμαι με σκυλάκια, γατάκια, κάνα βιβλίο, τέτοια— γιατί έχω κάνει το αντίθετο επί μία γεμάτη δεκαετία, και μάλιστα όχι στα ερασιτεχνικά αλλά στη δεύτερη μεγάλη κατηγορία. Τουτέστιν: φτάνει πια, μπάφιασα.

Μάλιστα, λέω δεκαετία μετρώντας ακριβώς από το '09, οπότε και άρχισα συστηματική καθημερινή αρθρογραφία, αν και ούτε πριν «καθόμουν». Ούτε εγώ, ούτε οι περισσότεροι της γενιάς μου καθόμασταν. Πάντα μπερδεμένοι ήμασταν με τα πράγματα, άλλος περισσότερο και άλλος πολύ περισσότερο. Αλλά όσα συνέβησαν από το '09 και δώθε (και παρότι όλα άρχισαν με τα Δεκεμβριανά τού '08) είναι ένα εντελώς διακριτό κομμάτι της πολιτικής μας ιστορίας και της συμμετοχής μας σ' αυτήν. Και έχουν φαρδιά-πλατιά επάνω τους τη σφραγίδα του εθνικολαϊκισμού και τη σφραγίδα της έμπρακτης σύζευξης της Αριστερής με την Ακροδεξιά ρητορεία και πεζοδρομιακή πολιτική: είναι ΕΝΑ πράγμα, ΕΝΑ κεφάλαιο, ΕΝΑ σώμα «με τας δύω κεφαλαί». Δυο κεφάλια, παρεμπιπτόντως, με πολύ φαρμάκι στα δόντια.

Αυτή η δεκαετία, λοιπόν, του ενός πράγματος προσωπικά μού στοίχισε πάρα πολύ. Σε συκοφαντίες, επιθέσεις και ευθείες απειλές? σε χρόνο? σε πάρα πολλές χαμένες δουλειές? σε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που δαπανήθηκε γιατί δεν γινόταν αλλιώς —μεγάλο για τα κυβικά μου, εννοώ— και σε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που χάθηκε επειδή ακριβώς δεν το δούλεψα μολονότι ήθελα και έπρεπε να το δουλέψω? και, για να μη μακρηγορώ, σε πολλά βιβλία που δεν διαβάστηκαν και σε πολλά που δεν γράφτηκαν. Αυτή η δεκαετία είναι μισή γενιά, δεν είναι μήνες και βδομάδες, είναι ΠΟΛΥΣ χρόνος. Αυτά τα δέκα χρόνια είναι τα ΔΙΚΑ ΜΟΥ χρόνια: η μεγαλύτερη περιουσία μου. (Ο χρόνος είναι η πραγματική μας περιουσία, θυμίζω, και όχι π.χ. η ελευθερία: η ελευθερία είναι ένα δώρο που μας παρέχει η κοινωνία, όχι κάτι που γεννηθήκαμε μαζί του — αλλιώς θα ήταν ελεύθερες και οι γυναίκες στο Ισλάμ: αλλά, δες, δεν είναι, είναι σκλάβες, τους φέρνονται σαν να είναι ζώα).

Αυτά τα δέκα χρόνια της κυριαρχίας τού εν λόγω τέρατος επέλεξα να κάνω πάρα πολλά που δεν θα τα είχα επιλέξει υπό ΚΣ. Επίσης, υπέστην πάρα πολλά που δεν θα τα υφιστάμην υπό ΚΣ. Και, όπως προείπα, έχασα πάρα πολλά. Υπό ΚΣ, όχι απλώς δεν θα έχανα, αλλά θα κέρδιζα πολύ περισσότερα. Και δεν εννοώ λεφτά.

Αλλά, από την άλλη, κέρδισα και πολλά. Κέρδισα ανθρώπους, κυρίως. Γνωριμίες. Φιλίες. Πέραν των πάμπολλων άλλων, πρέπει να σχετίστηκα στενά με τουλάχιστον πενήντα, εκατό, μπορεί και παραπάνω, συγκλονιστικούς ανθρώπους, από αυτούς που λες ότι ντρέπεσαι να τους πεις και καλημέρα — είτε γιατί είναι κορυφαίοι στον τομέα τους, είτε γιατί είναι ηθικά άμεμπτοι, είτε γιατί μιλούν μαγικά ελληνικά, είτε για άλλους λόγους. Αυτό το πράγμα, ναι: είναι ατίμητο. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Είμαι, ως προς αυτό, ευλογημένος.

Παρ' όλα αυτά, εάν μπορούσα να επιλέξω μια «εναλλακτική πραγματικότητα», θα επέλεγα μία φυσιολογική ζωή από το '09 και μετά: αυτή που μου αρέσει. Κι ας μην τους γνώριζα αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους. Κι ας έμενα αυτός που ήμουν: ψυχικά φτωχότερος. Γιατί; Για μία σειρά από λόγους, αλλά κυρίως γιατί δεν είμαι τύπος που του αρέσει να μπλέκεται στα πράγματα, κι αν το κάνω —όποτε το κάνω— είναι επειδή ωθούμαι από τις καταστάσεις, όπως ακριβώς οι καταστάσεις μάς ωθούν όλους. Οπότε, ναι: θα επέλεγα τα παλιά: Οικογένεια-σπίτι-δουλειά. Πέντε άνθρωποι να τα λέμε. Σινεμάς. Καμιά ταβέρνα. Γυμναστήριο. Βιβλία. Και τέλος. Άντε ίσως και κάνα ταξίδι, μολονότι δεν είμαι φίλος.

Αλλά όλα τα άλλα; ΟΧΙ, ποτέ. Δεν πάσχω από το σύνδρομο του κοσμοδιορθωτισμού, δόξα τω Θεώ (έχω ένα σωρό άλλα παλαβά προβλήματα, αλλά κυρίως: είμαι συντηρητικός), και διατηρώ άσβεστο μίσος (κανονικό μίσος εννοώ, όχι της πλάκας) για τους μεσσιανιστές, αυτούς που είδαν τον πατέρα τους με τα σώβρακα και έκτοτε ακούν Φωνές και νομίζουν πως ήρθαν εδωνά για να σώσουν την κοινωνία, τον λαό, το έθνος, ή τους μονόκερους, βάζοντας στο περιθώριο, στη φυλακή ή στο χώμα όλους τούς υπολοίπους, και που εξ αυτής τους της πετριάς τραβάνε πιστόλι ή μπλέκονται στα πόδια των πολιτών, ή στα δικά μου τα πόδια και μου βάζουν τρικλοποδιά — και μου αλλάζουν τη ζωή.

Από την άλλη, τώρα, τιμώ και σέβομαι τους πολιτικούς που παθιάζονται με τη δουλειά τους, γιατί η πολιτική είναι δουλειά κανονική, δεν είναι Λειτούργημα, δεν είναι παπάδες οι πολιτικοί. Τα σκουπίδια αναλαμβάνουν να μαζεύουν και να φτιάχνουν σχολεία: τέτοια πράγματα. Μου αρέσει αυτό. Μπορώ, έτσι, να επιλέξω κάθε τόσο κάποιους από αυτούς, κάποιους τέλος πάντων που δεν γυαλίζει το μάτι τους από την τρέλα ή την πείνα, για να κάνουν τη δουλειά. Αν ήταν δυνατόν να γίνεται αυτό με ένα software; Ναι, κανένα πρόβλημα. (Αλλά δεν γίνεται).

Ως εκ τούτου, εγώ δεν έχω να κάνω κάτι με όλα αυτά, δεν με αφορούν — ή, δεν έπρεπε να με αφορούν. Η ενασχόληση με τα κοινά είναι ίδιον είτε τού idiot, είτε κάποιου που πραγματικά βαριέται και δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα. Και ΠΑΡΑ ΤΑΥΤΑ ενεπλάκην με χίλιους δυο τρόπους, από τους οποίους κανένας δεν ήταν δικός μου από πριν. Θέλω να πω, δεν ήμουν καν Ρηγάς, καταλαβαίνετε; Τους συμπαθούσα τους Ρηγάδες —και ποιος δεν τους συμπαθούσε—, αλλά εγώ δεν ήμουν. Φαντάσου, κατέβηκα στην Αθήνα το '86 και πήγα μόνο μία φορά στο Ντόλτσε. Πότε πήγα; Το '86. Μία φορά. Και γενικά δεν ξαναπέρασα από το Κολωνάκι. (Παρένθεση: δεν ήμουν Ρηγάς, ούτε φυσικά Πασόκος ή Νεοδημοκράτης: με θεωρούσα αναρχικό, αν και στην πραγματικότητα ήμουν απολιτίκ: για να είσαι αναρχικός, πρέπει να ξέρεις πάρα πολλά γράμματα και να παίζεις στα δάχτυλα την Οικονομία. Εγώ από Οικονομία ξέρω όσα και ο Τσίπρας).

Εν πάση περιπτώσει. Έτσι, κι αφού τα πράγματα ήρθαν όπως ήρθαν για όλους μας και μπλέξαμε όσο μπλέξαμε (πολύ, πάρα πολύ) όλοι μας για μία ολόκληρη ΔΕΚΑΕΤΙΑ, και μια δεκαετία είναι ένα χοντρό κομμάτι από την πίτα που μας αναλογεί, κι αφού τώρα φαίνεται πως η χώρα έχει μπει ξανά σε μια ρότα της προκοπής —τίποτε επαναστατικό, φυσικά, και μάλιστα φουλ με ανθρώπους που έτσι και τους συναντούσαμε στον δρόμο θα αλλάζαμε πεζοδρόμιο? συγκρινόμενο όμως με την εφιαλτική κατάσταση που ζήσαμε είναι σαν να 'χουμε πάει στο φεγγάρι—, αφού λοιπόν ίσως να ξαναμπήκε σε ράγες η χώρα (μεσσιανίζω, το ξέρω), επέλεξα αυτή την αποστασιοποίηση που έλεγα και στην αρχή. Μηδέν κουβέντες, μηδέν άγχος, μηδέν empathy. Ή όσο πιο κοντά στο μηδέν μπορώ.

Όσο μπορώ…

Γιατί, είναι κάποιες μέρες, κάποιες φορές, που εκείνο το όχι και τόσο παλιό φαρμάκι ανασαλεύει μέσα μου και με φωνάζει. Και ξέρω πως είναι ακόμα δυνατό, και πως μπορεί να μην τα καταφέρω.

Αυτό. Μπορεί να μην τα καταφέρω, ή να μην τα καταφέρνω πάντα να μένω απέξω, να μην καταφέρνω πάντα να ζω τη ζωή που θέλω να ζω. Τη δική μου κανονικότητα.