Εύα Καραϊτίδη: «Δική μου επιλογή ήταν και είναι η Εστία, τύχη και θησαυρός η κληρονομιά της»

Εύα Καραϊτίδη: «Δική μου επιλογή ήταν και είναι η Εστία, τύχη και θησαυρός η κληρονομιά της»

«Τώρα πια ξέρω ότι και η εκδοτική δραστηριότητα έχει σε μεγάλο βαθμό εκπαιδευτική χροιά. Κι ότι η συνεχής μαθητεία στα πάντα βοηθάει τόσο εμένα όσο και τον περίγυρο.»

Η εκδότρια Εύα Καραϊτίδη, πέμπτη γενιά στο τιμόνι της Εστίας, βαθύτατα φιλοσοφημένη και μορφωμένη, έχει επίγνωση του χρέους της στο έπακρον. Από τους ελάχιστους επικεφαλής του χώρου που αναγνωρίζει στο εκδοτικό γίγνεσθαι πρωτίστως το εκπαιδευτικό χαρακτήρα του, μοιάζει ο κατάλληλος άνθρωπος στη κατάλληλη θέση:

«Πιστεύω βαθιά ότι αυτό που γινόμαστε είναι ο προσωπικός και μοναδικός δρόμος του καθενός και της καθεμιάς μας, δεν υπάρχουν “αν” ούτε “γιατί”. Δική μου επιλογή ήταν και είναι η Εστία, τύχη και θησαυρός η κληρονομιά της. Από τότε που το συνειδητοποίησα αυτό, στη διάρκεια των ετών, είδα με άλλη ματιά την εργασία μου και προσπαθώ να την υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα.» Θα μας πει στο Liberal.gr σε μια συνέντευξη ποταμό μιλώντας για τις εκδόσεις «Το Βιβλιοπωλείον της Εστίας» και την ιστορία τους. Για τα βιβλία και τους συγγραφείς που υπήρξαν η μύησή της στο χώρο. Και για την τεράστια διαδρομή της απ’ όλα τα πόστα που άπτονται του βιβλίου: ανάγνωση, συγγραφή, μετάφραση, έκδοση, εκπαίδευση.

Και έτσι συνεχίζει, κρατώντας εκείνα που έμαθε από τους προκατόχους και «την κυρία Μάνια», την υπέροχη μητέρα της: «Την ανιδιοτελή προσφορά, τον σεβασμό στα γράμματα, στους συγγραφείς, σε όλους ανεξαιρέτως τους συνεργάτες. Άργησα να συνειδητοποιήσω πόσο σπανίζει αυτός ο συνδυασμός. Είμαι πολύ τυχερή που εισέπραξα αυτές τις συμπεριφορές ως αυτονόητες υποχρεώσεις μου». Δικαιώνοντας απολύτως την αμοιβαία αγάπη και τον σεβασμό που έχει με τους συγγραφείς της.

Ήταν τιμή και χαρά για μας αυτή η συνέντευξη.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Εύα Καραϊτίδη, Πέμπτη γενιά της Εστίας, χρέος, ευθύνη, απλώς τρόπος ζωής, τι σημαίνει για σας;

Τα δύο πρώτα σίγουρα. Όταν ήμουν πολύ νέα δεν επιθυμούσα να εμπλακώ στην οικογενειακή επιχείρηση, μου φαινόταν κάτι βαρύ για τους ώμους μου και την άγνοιά μου.

Όταν το αποφάσισα, μετά από μακρές σπουδές και με ρομαντικό γνώμονα το αντικείμενο βιβλίο, τα αισθήματα του χρέους και της ευθύνης άρχισαν να αναπτύσσονται σταθερά και αργά. Δεν αισθάνομαι όμως ότι φορώ κάποια πινακίδα «πέμπτη γενιά Εστίας», κι άλλωστε ποιος ενδιαφέρεται για μια 5η γενιά - εκτός από λιγοστούς ανθρώπους στην Ελλάδα και μάλλον περισσότερους στο εξωτερικό, που τιμούν τις παραδόσεις και τη μικροϊστορία εκτός μόδας;

Παρέμειναν βέβαια τρόπος ζωής η ανάγνωση, το γράψιμο, η μετάφραση από τα μικρά μου χρόνια.

Η αλήθεια είναι ότι, καθώς όλοι μας υπηρετούμε καθημερινά πολλούς ρόλους, ο συγκεκριμένος ρόλος μού κόλλησε σαν δεύτερη φύση και πολλοί με συγχέουν με αυτόν. Επηρεάζει πολύ τη ζωή μου, είναι πλέον μέρος της ύπαρξής μου, δεν είναι όμως η ίδια η ύπαρξή μου.

- Αναλάβατε τη διεύθυνση το 1998, δουλεύατε όμως ήδη από το 1987, θυμάστε τι έγινε, τι σας είπε η υπέροχη μητέρα σας, το πώς νοιώσατε εκείνη την πρώτη μέρα στο τιμόνι της Εστίας;

Ήμασταν ήδη δύο χωριστές εταιρείες από το 1992, το βιβλιοπωλείο και ο εκδοτικός οίκος. Το 1998 αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε έναν χώρο γραφείων στην Ευριπίδου 84, στο κτήριο της αποθήκης μας. Έτσι ο εκδοτικός οίκος συγκέντρωσε όλες τις δραστηριότητές του σε έναν ενιαίο χώρο, πράγμα που τότε ήταν αναγκαίο και πολύ πιο λειτουργικό.

Φυσιολογικά λοιπόν, για διοικητικούς, πρακτικούς λόγους αλλά και λόγω κάποιας σχέσης μου με τα γράμματα, ανέλαβα τότε εγώ τον εκδοτικό -στον οποίο έτσι κι αλλιώς συμμετείχα ενεργά από το 1987- και η μητέρα μας παρέμεινε στο αγαπημένο της μικροσκοπικό γραφείο στο γενικό βιβλιοπωλείο της Σόλωνος, με τον αδελφό μου υπεύθυνο του βιβλιοπωλείου.

Δεν ήταν κάτι που επιδίωξα προγραμματικά, ούτε είχα ιδιαίτερη προετοιμασία. Η συνέχεια ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε να πείσω εργαζόμενους, συνεργάτες, αλλά και συγγραφείς και κληρονόμους των συγγραφέων της Εστίας ότι είχα τις απαιτούμενες ικανότητες και ότι δεν ήμουν εκεί απλώς και μόνο κληρονομικώ δικαιώματι.

Περνούσα για πολλοστή φορά εξετάσεις, τις είχα συνηθίσει πια. Κάποιοι αντέδρασαν πολύ αρνητικά στην αρχή, καθώς έμοιαζαν να διαταράσσονται συνήθειες ετών, σε άλλη γειτονιά και με νέες συνθήκες. Ήταν μια πολύ διδακτική περίοδος για μένα και βγήκα από αυτήν απείρως σοφότερη και αρκετά ταπεινότερη. Σε πολλά διέφερα από τη μητέρα μου, και όφειλα αφενός να το αναγνωρίσω και να το δεχτώ και αφετέρου να το καταστήσω αποδεκτό.

Η μητέρα μου δεν μου είπε κάτι ιδιαίτερο τότε, δεν έχω τουλάχιστον σχετική ανάμνηση. Ήταν πάντα παρούσα με τις συμβουλές της κι ερχόταν κάποιες φορές για σημαντικές συναντήσεις στην Ευριπίδου. (Και πάντως φρόντισε να μας κρεμάσει σκόρδα για γούρι με την εγκατάστασή μας εκεί – τότε πουλούσαν ακόμα ελληνικά σκόρδα στην περιοχή.

- Το ξέρατε από παιδί ότι αυτό θα ήταν η φυσική πορεία των πραγμάτων και προετοιμαστήκατε αναλόγως: κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γλωσσολογία και σημειολογία στη Γαλλία (Πανεπιστήμιο Paris III), διδακτορική διατριβή στο Παρίσι το 1987 για την ποιητική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα προ του Αριστοτέλη, υπήρξε κάποια στιγμή που σας βάραινε αυτό, που δυσανασχετήσατε; Θα μπορούσατε να φανταστείτε τη ζωή σας σε κάτι άλλο;

Καθόλου δεν το ήξερα από παιδί, ούτε το είχα καν διανοηθεί. Ήταν η δουλειά του παππού μου. Εγώ ήμουν κόρη γιατρού ---αληθινού, αφοσιωμένου γιατρού-- και πρώην νοσηλεύτριας του ΕΕΣ, κι αυτά τα θαύμαζα απεριόριστα. Το εμπόριο -αφού η εκδοτική δραστηριότητα είναι και εμπορική- δεν με είλκυε ούτε κατά διάνοια.

Όμως δεν είχα καμία κλίση στις φυσικοχημείες που απαιτούνταν για την ιατρική, ενώ ήμουν καλή στα θεωρητικά και γλωσσικά μαθήματα και στα καλλιτεχνικά. Και λάτρευα τα βιβλία, την ανάγνωση εννοώ. Αυτό το τελευταίο βάρυνε στην τελική μου απόφαση.

Η φιλολογία δεν είναι προαπαιτούμενο για την εκδοτική δραστηριότητα, ούτε βεβαίως τα προπτυχιακά, μεταπτυχιακά και η διδακτορική διατριβή που έκανα αργότερα στη Γαλλία. Αυτά τα ακολούθησα αναζητώντας τι πραγματικά ήθελα. Σαφώς βέβαια εμβάθυναν τις γνώσεις μου και όξυναν τα αντανακλαστικά μου και το Παρίσι διεύρυνε απίστευτα τη γενική μου καλλιέργεια – κι αυτά είναι πολύ σημαντικά εφόδια για μιαν εκδότρια.

Όπως ασφαλώς η πειθαρχία, η τακτική παρακολούθηση τεράστιων μεγεθών καθηγητών και διανοουμένων, οι εξετάσεις, ένα ολόκληρο εκπαιδευτικό σύστημα (που δεν είχε καμία σχέση με το ελληνικό πανεπιστήμιο που γνώρισα), η εμβάπτιση σε μια άλλη κουλτούρα και γλώσσα, η άσκηση στη συγγραφή χιλιάδων σελίδων στα γαλλικά κ.ο.κ.

Κατά βάθος νομίζω πως η προσφορά μέσω της εκπαίδευσης ήταν ο τομέας που με αφορούσε. Όταν εκπαιδεύτηκα στο σύστημα της Σατυανάντα Γιόγκα να διδάσκω ενήλικες, και αργότερα παιδιά και εφήβους, το συνειδητοποίησα αυτό με βεβαιότητα. Τώρα πια ξέρω ότι και η εκδοτική δραστηριότητα έχει σε μεγάλο βαθμό εκπαιδευτική χροιά. Κι ότι η συνεχής μαθητεία στα πάντα βοηθάει τόσο εμένα όσο και τον περίγυρο.

Θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου πολύ διαφορετική (εκτός από γιατρό ή νοσηλεύτρια, εξερευνήτρια, ζωγράφο, εθνολόγο κ.λπ. κ.λπ.). Δυσανασχέτησα ασφαλώς πολλές φορές, γιατί οι οικογενειακές επιχειρήσεις --και μάλιστα με τέτοια παράδοση δεν είναι ό,τι ευκολότερο. Το εντελώς αντίθετο. Τα διοικητικά και οικονομικά ζητήματα –που είναι ένα με το αντικείμενο βιβλίο-- συχνά πυκνά με συνέθλιβαν. Έκανα τεράστια λάθη από απειρία και άγνοια, και κυρίως από συναισθηματισμό -- κι ακόμα κάνω προφανώς.

Πιστεύω όμως βαθιά ότι αυτό που γινόμαστε είναι ο προσωπικός και μοναδικός δρόμος του καθενός και της καθεμιάς μας, δεν υπάρχουν «αν» ούτε «γιατί». Δική μου επιλογή ήταν και είναι η Εστία, τύχη και θησαυρός η κληρονομιά της. Από τότε που το συνειδητοποίησα αυτό, στη διάρκεια των ετών, είδα με άλλη ματιά την εργασία μου και προσπαθώ να την υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα.

-Τα πρώτα βιβλία της Εστίας που αγαπήσατε; Το πρώτο που διαβάσατε;

Δεν θυμάμαι ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διάβασα, θυμάμαι όμως καλά ότι ο μεγάλος μου αδελφός ήταν άριστος δάσκαλος και με έμαθε να διαβάζω και να γράφω προτού πάω σχολείο. Γι’ αυτό και βαρέθηκα αρκετά στην πρώτη δημοτικού.

Θυμάμαι επίσης πόσο λάτρευα αυτά τα άτεχνα τετράχρωμα βιβλία που μου δίνανε, καμιά φορά τα συναντώ σε φίλους και τρελαίνομαι. Στην πρώτη δημοτικού άρχισα να διαβάζω κανονικά, Πηνελόπη Δέλτα (με πάθος) και Ψηλά βουνά και αργότερα Θέμο Ποταμιάνο, Στήβενσον, Λουίζα Μαίη Άλκοτ, Βερν, πάρα πολλά από τις εκδόσεις Ατλαντίς, ιπποτικά γιατί θαύμαζα τα αγόρια, σύντομα και στα γαλλικά την Enid Blyton, την οποία και μιμήθηκα στα δώδεκα ξεκινώντας ένα μυθιστόρημα που δεν τέλειωσε ποτέ.

Αλλά και Κλασσικά Εικονογραφημένα, Διάπλαση, Διαπλανητικά, Εικόνες, Ταχυδρόμο, Μίκυ Μάους και Μικρή Λουλού, κ.λπ. Οι ήρωές μου ήταν συνήθως αντρικές μορφές, αφού όλα τα επιτεύγματα εμφανίζονταν πάντα ως ανδρικά, ο Ρομπέν των Δασών, ο Ροβινσώνας, ο Τεντέν, ο Ζορρό, ο Λανσελότος -- ακόμα και ο Μάγκας ήταν αρσενικός σκύλος…

Στην τρίτη δημοτικού διαβάσαμε στο σχολείο μια πεζή διασκευή για μικρά παιδιά της Οδύσσειας (μάλιστα ήταν έκδοση της Εστίας, αλλά τότε δεν αναγνώριζα τη μεταξύ μας σχέση). Από τότε έγινε κι ο Οδυσσέας αγαπημένος μου ήρωας, και ακόμα πιο πολύ οι δευτερεύουσες και σεμνές μορφές της Οδύσσειας, η Ευρύκλεια, ο Λαέρτης, η Ναυσικά, ο Άργος -- τι κλάμα με τον Άργο...

-Διότι γράψατε κιόλας, μεταφράσατε, θα μπορούσατε ή θα θέλατε να έχετε συνεχίσει ως συγγραφέας;

Από πολύ μικρή άρχισα να γράφω με μανία. Για καμιά δεκαπενταετία έγραφα πολύ συστηματικά διηγήματα. Η πρώτη συλλογή που βγήκε στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια έλαβε εξαιρετικές κριτικές – και ειλικρινείς πιστεύω. Θα μπορούσα θεωρητικά να έχω γίνει συγγραφέας, αλλά επειδή όλα τα πράγματα χρειάζονται αφοσίωση, η επιλογή μου ήταν σαφής.

-Θυμάστε συναντήσεις σας με τους παλιούς σπουδαίους συγγραφείς σας; Υπήρξε κάποιος τον οποίο αγαπούσατε ως παιδί ιδιαίτερα;

Τους πολύ πιο παλιούς δεν τους πρόλαβα. Αμυδρά και προχείρως ανακαλώ τον Αντώνη Σαμαράκη και την πανέμορφη σύζυγό του Ελένη, το προσηνές ζεύγος Πέτρου Χάρη, τον Κώστα Τσιρόπουλο, που τον υπεραγαπούσα --δεν είχε σχέση με την Εστία ως συγγραφέας--, τον Ανδρέα Καραντώνη –-κυρίως όμως τον εφηβικό φίλο μου, τον γιο του Βασίλη--, τον Ι.Θ. Κακριδή, ο οποίος μου έδωσε πολύτιμες όσο και αυστηρές οδηγίες γύρω από τις φιλολογικές σπουδές που ξεκινούσα – δεν τις ακολούθησα πάντα, αλλά είμαι ευγνώμων για όλα του τα βιβλία, που τα ρούφηξα στα φοιτητικά μου χρόνια--, τη σπιθίζουσα Μαρία Ιορδανίδου…

Έντονα θυμάμαι (γιατί τους συναναστράφηκα περισσότερο όταν εντάχθηκα στην Εστία) τον Άγγελο Βλάχο –με το καυστικό χιούμορ αλλά και τη μεταξύ μας συνενοχή--, τον ευγενή και άψογα συνεργάσιμο Τάσο Αθανασιάδη, τον σαγηνευτικό Κώστα Αξελό, τη Μιμίκα Κρανάκη, τον βροντώδη Άλκη Αγγέλου, τον ευπατρίδη Διονύσιο Ρώμα, τον Νίκο Φωκά, την Γαλάτεια Σαράντη…

Με τους εν ζωή συγγραφείς συχνά φάγαμε ψωμί κι αλάτι, αλλά δεν είναι της παρούσης.

Είχα επίσης την τύχη να συναντήσω σπουδαίους ξένους συγγραφείς και λογίους, συγχρόνους μας, που μεταφράζονταν στην Εστία, τον Κλωντ Σιμόν, τον Μίλαν Κούντερα, τον Κάζουο Ισιγκούρο, τον Τζων Φώουλς, τον Μάρτιν Βάλζερ, τον Ααρών Άπελφελντ, τον Ζαν Μπερτράν Πονταλίς, τον Μίλοραντ Πάβιτς, και πιο πρόσφατα τον Ντον Ντελλίλο, τον Ζαν Ματέρν, τον Μισέλ Ουελμπέκ, τη Γιασμίνα Ρεζά…

-Τι είναι εκείνο ή εκείνα που κρατήσατε από τους προκατόχους σας ή από τη μητέρα σας;

Την ανιδιοτελή προσφορά, τον σεβασμό στα γράμματα, στους συγγραφείς, σε όλους ανεξαιρέτως τους συνεργάτες. Άργησα να συνειδητοποιήσω πόσο σπανίζει αυτός ο συνδυασμός. Είμαι πολύ τυχερή που εισέπραξα αυτές τις συμπεριφορές ως αυτονόητες υποχρεώσεις μου.

-Οι πρώτες κινήσεις που κάνατε όταν αναλάβατε το τιμόνι της Εστίας;

Να μάθω, να μάθω και να μάθω (συχνά παθαίνοντας). Να παίρνω γρήγορες και σωστές αποφάσεις και να τις πληρώνω όταν δεν ήταν σωστές.

Έπρεπε να οργανώσω σωστά και γρήγορα μια περίπλοκη μετακόμιση-ανακατασκευή γραφείων και αποθήκης, και εν συνεχεία να αναδομήσω τις σχέσεις με τους συγγραφείς, τους κληρονόμους τους, τους συνεργάτες, να παρακολουθήσω τις πωλήσεις στο αρχαϊκό λογιστικό πρόγραμμα κ.ο.κ. (Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσα να έχω γίνει και οργανώτρια μεταφορών/μετακομίσεων).

- Κυρία Καραϊτίδη, έχοντας πίσω σας όλη αυτή την οικογενειακή εκδοτική εμπειρία, τι σημαίνει εκδότης στις μέρες μας; Εκδοτική φούσκα με τα ευπώλητα, αυτοχρηματοδοτούμενα, το βιβλίο καθαρά ως προϊόν, μνημόνια, πανδημία, έχουν έρθει λίγο τα επάνω- κάτω…

Πολύ καλή ερώτηση. Εμπεριέχει όλες τις δικές μου απαντήσεις. Περάσαμε μια δύσκολη δεκαετία και –παρά τις επιπρόσθετες αβεβαιότητες της πανδημίας—φαίνεται ότι παίρνουμε μια ανάσα.

Και ξανά φούσκα. Τα περί φούσκας ισχύουν κατά τη γνώμη μου, δηλαδή παρατηρείται πάλι μια υπερπαραγωγή βιβλίων που δεν αντιστοιχεί σε καμία ανάλογη ζήτηση -- υπερπαραγωγή που παραμορφώνει τα δεδομένα του χώρου και συμπιέζει τους εκδότες που δεν επιθυμούν ή που δεν μπορούν να επιδοθούν σε αυτόν τον ανταγωνισμό. Το ότι έτσι λειτουργεί το πράγμα παγκοσμίως δεν το δικαιολογεί κιόλας, ιδίως σε μια χώρα όπου η φιλαναγνωσία παραμένει μακριά από τα επιθυμητά επίπεδα.

Το πολύ θετικό και σημαντικό αυτής της κατάστασης είναι ότι μεταφράζονται και εκδίδονται πλήθος σημαντικά βιβλία κάθε είδους από όλο τον κόσμο. Και ότι πολύ περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς έχουν πλέον πρόσβαση σε κάποια εκδοτική δυνατότητα.

- Αλήθεια τι πρέπει να έχει ή να είναι μια ιστορία για να γίνει ένα από τα βιβλία της Εστίας;

Αυτή η ερώτηση δεν έχει εύκολη απάντηση. Μέχρι πρότινος θα έλεγα οπωσδήποτε καλή γνώση και χρήση της ελληνικής – αλλά αυτό ισχύει κυρίως για τους Κύπριους πλέον, η χρήση τους της γλώσσας μας με αφήνει άναυδη από θαυμασμό.

Εδώ οι ταλαντούχοι νέοι συγγραφείς γράφουν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, κάποτε όμως σε ελληνικά που δεν υπερβαίνουν πάντα ούτε και ανανεώνουν τις προηγούμενες συγγραφικές γενιές (τουλάχιστον κατά την αυστηρή και απαιτητική γνώμη μιας κολλημένης-με-τη-γλώσσα-boomer). Όμως αυτή είναι η σύγχρονη πραγματικότητα και προσαρμοζόμαστε – καθώς ο τέλειος συνδυασμός μορφής/περιεχομένου είναι σπανιότατος ή ανέφικτος. Και η έννοια «γλώσσα» είναι πια πολύ διαφορετική, πιο εργαλειοποιημένη.

-Αντιστοίχως, ένας συγγραφέας; Για να γίνει ο συγγραφέας της Εστίας;

Υποθέτω έναν ενδιαφέροντα συγκερασμό των ανωτέρω, μορφής και περιεχομένου δηλαδή. Μια ματιά στα πράγματα που να κεντρίζει τη σκέψη αλλά και τις αισθήσεις.

-Το 2011 η Γαλλική Δημοκρατία σας απένειμε την διάκριση του Ιππότη του Τάγματος του Ακαδημαϊκού Φοίνικα. Δέσμευση; Αναγνώριση, επιβράβευση, ώθηση; Πώς το βιώσατε;

Δέσμευση και ώθηση, σίγουρα. Αναγνώριση μιας προσπάθειας που όταν είσαι απαιτητική με τον εαυτό σου δεν την διακρίνεις εύκολα στον καθρέφτη. Επιβράβευση, όχι ακριβώς. Τα πιο ασφαλή βραβεία απονέμονται από τις επόμενες γενιές.

- Η άποψή σας για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

Δεν έχω δυστυχώς πανοραμική ματιά --παρόλο που θα το ήθελα πολύ-- γιατί δεν προλαβαίνω να διαβάσω όσα βιβλία θα επιθυμούσα. Από την πολύ μερική και ταπεινή μου σκοπιά –χωρίς ψευτοσεμνότητα το λέω αυτό—πιστεύω ότι έχουμε ικανό αριθμό από λαμπρούς/ές συγγραφείς, απολύτως συναγωνίσιμους/ες με τους ξένους ή και καλύτερους. Έχω επίσης την αίσθηση ότι οι νέες γενιές θα δώσουν πολύ καλά δείγματα (και) γραφής, καθώς ωρίμασαν απότομα και δύσκολα λόγω των γνωστών συνθηκών.

-Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, πιστεύετε, αγαπά ό,τι αξίζει ή ό,τι του μοιάζει;

Το απαιτητικό κοινό αγαπά ό,τι αξίζει, το πιο τεμπέλικο ό,τι (νομίζει ότι) του μοιάζει.

-Η άποψή σας για τα βραβεία; Υπάρχουν άνθρωποι που ισχυρίζονται πως αν γνωρίζουν την εκάστοτε επιτροπή είναι σα να γνωρίζουν και τα βραβεία, οι δημόσιες σχέσεις και ο μικρός γνώριμος κόσμος αισθάνεστε ότι μας έχει κάνει ζημιά κι εκεί;

Κανείς δεν μας έχει κάνει καμία ζημιά, καταρχάς. Κάποτε ήμασταν λίγοι εκδότες και αποσπούσαμε πολύ περισσότερα βραβεία. Σήμερα είναι οξύτατος ο ανταγωνισμός και άρα πιο φυσικό να παίζουν ρόλο οι παράγοντες που αναφέρετε, τους οποίους αρνιόμουν να παραδεχτώ μέχρι πρότινος. Ας προσθέσουμε και τους ιδεολογικούς παράγοντες, που αιωρούνται διαρκώς στην ταραχώδη και συχνά εμπαθή νεοελληνική ατμόσφαιρα.

Μου ανοίγουν τα μάτια οι νεώτεροι από μένα συγγραφείς, και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά σε συγγραφείς που εκδίδει η Εστία. Συζητώντας μαζί τους αναγνωρίζω ότι τα πράγματα είναι λιγότερο ανιδιοτελή από όσο θα ήθελα αλλά και λιγότερο τραγικά από όσο πιστεύουν οι υπερευαίσθητοι της συνωμοσιολογίας. Ένας συγκερασμός ισορροπιών, πιέσεων, ανάγκης για τρυφερότητα, μανίας για εξουσία αλλά και συνάμα γνώσης, ακεραιότητας, αισθήματος δικαίου. Όπως σε όλα τα πράγματα.

-Τα βιβλία είναι συντροφιά, παράθυρο στο κόσμο, μια άλλη ή πολλές άλλες ζωές, απάντηση στο οντολογικό πρόβλημα, υπαρξιακό άλλοθι, χρέος, ανάγκη, τι είναι για μας και για σας ειδικά;

Είναι όλα αυτά που ωραιότατα απαριθμήσατε – για μένα ως αναγνώστρια αυτή τη στιγμή είναι πρώτα απ’ όλα πολλές άλλες ζωές ή μια άλλη ζωή. Ως εκδότρια τα βλέπω περισσότερο ως χρέος και ανάγκη-να-προικίσω-και άλλους/ες-με-πολλές ζωές σε τούτη τη μία .

-Βιβλίο ή βιβλία ή αποσπάσματα από βιβλία που επανέρχεστε στα δύσκολα;

Σπανίως επανέρχομαι, συνήθως συνεχίζω να αναζητώ τους αναγνωστικούς θησαυρούς που δεν θα γνωρίσω ποτέ.

- Κυρία Καραϊτίδη, έχετε εκπαιδευτεί στο σύστημα της έγκυρης παράδοσης Satyananda Yoga και από το 2010 διδάσκετε στο Κέντρο Σατυανάντα Γιόγκα Αθηνών. Πότε και πώς μπήκε και τι άλλαξε η Yoga στη ζωή σας;

Μπήκε αθόρυβα και μαλακά – αυτή είναι για μένα και η ουσία της μαθητείας στη γιόγκα.

Μετακόμισα τη δεκαετία του ‘90 σε ένα διαμέρισμα που έβλεπε σε ένα κέντρο Σατυανάντα Γιόγκα. Ήδη το όνομα με προϊδέασε ευνοϊκά – με την έννοια ότι έμοιαζε να συνδέεται με κάποιο ινδικό σύστημα γιόγκα και όχι με δυτικού τύπου «γιόγκα» προς πώληση και άγρα πελατών. Περνώντας απέξω διέκρινες πίσω από την τζαμένια είσοδο ωραίες γυναικείες μορφές και έναν διάκοσμο που απέπνεε γαλήνη. Από το παράθυρό μου παρακολουθούσα με τον σκύλο μου τον Μάγκα μουσικές εκδηλώσεις στην ταράτσα τους, που μου γεννούσαν χαρά και διάθεση για χορό.

Έχοντας επίγνωση της σωματικής μου σκουριάς, του γενικού άγχους μου αλλά και της αντιπάθειάς μου για τη γυμναστική --που μου γεννούσε ανέκαθεν αφόρητη πλήξη--, μια και δυο γράφτηκα.

Εν συνεχεία, πολύ συνοπτικά, έγινα αφοσιωμένη μαθήτρια της εμπνευσμένης δασκάλας που εισήγαγε τη Σατυανάντα Γιόγκα στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’70, ξεκινώντας από την Καλαμάτα. Λέγεται Σουάμι Σιβαμούρτι και εδρεύει στην Παιανία, σε ένα κτήμα που μας λείπει πολύ τώρα με την πανδημία. Εκεί συνειδητοποίησα πως η γιόγκα είναι φιλοσοφία και στάση ζωής, συνδεδεμένη με την κοινωνική προσφορά όσο και με τη σωματική άσκηση, την αναπνοή, τις τεχνικές χαλάρωσης και τη διατροφή. Χωρίς απαγορεύσεις, χωρίς «πρέπει», αναγνώρισα τις δικές μου ανάγκες και δυνάμωσα σε όλα τα επίπεδα, έτσι που μπόρεσα να αντεπεξέλθω στην πολύ δύσκολη και απαιτητική δεκαετία που διανύσαμε.

Πολύ φυσικά λοιπόν επιθύμησα να μοιραστώ με άλλους όσα πολύτιμα είχα αποκομίσει και εκπαιδεύτηκα στο σύστημα της Σατυανάντα Γιόγκα για να το διδάσκω από το 2010, και με μια επιπλέον εκπαίδευση το 2015 μπορώ να το διδάσκω σε παιδιά και εφήβους.

Έχουμε μάλιστα εκδώσει στην Εστία το βιβλίο της Σουάμι Σιβαμούρτι Ακολουθώντας τα βήματά του (γύρω από τη σχέση δασκάλου και μαθητή) και το βιβλίο των Μισελίν Φλακ και Ζακ ντε Κουλόν, Παιδιά που πετυχαίνουν: η γιόγκα στην εκπαίδευση (που ολοκλήρωσα μεταφραστικά χάρη στον πρώτο περιορισμό της πανδημίας).


 

ευα