Ένα νέο κράτος γεννιέται

Ένα νέο κράτος γεννιέται

Του Βασίλη Καπετανγιάννη*

Το νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος, που υπερψηφίστηκε την περασμένη Τρίτη το βράδυ από τη Βουλή, έχει όλες τις νομικές προϋποθέσεις να αποτελέσει διαρθρωτική τομή ιστορικής σημασίας για τη διακυβέρνηση και τη Δημόσια Διοίκηση της χώρας. Διακρίνεται από μια ολοκληρωμένη και σύγχρονη αντίληψη. Η αγόρευση του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, ο οποίος έκλεισε τη συζήτηση, υπήρξε πραγματικά μνημειώδης. Ωστόσο, για την εφαρμογή και αποδοτικότητα του σχήματος και των ρυθμίσεων απαιτούνται ισχυρή πολιτική βούληση, λεπτομερή επιχειρησιακά σχέδια με στρατηγική στόχευση και δημιουργία μιας τελείως διαφορετικής από την επικρατούσα δημοσιοϋπαλληλικής κουλτούρας και ελίτ.

Σύγχρονης, λειτουργικής, υπεύθυνης, θαρραλέας, πολιτικά εγγράμματης. Στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και του δημοσίου συμφέροντος σε συνεργασία με την εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Δύσκολα πράγματα. Απομένει να παρακολουθήσει κανείς τη λειτουργική αποτελεσματικότητα του νόμου διά του πολύπλοκου και συγκεντρωτικού μηχανισμού που υιοθετεί, την αξιολόγηση και τις αναγκαίες εν καιρώ διορθώσεις, που εκ των πραγμάτων θα επιβάλλει η πραγματικότητα. Αν το σχήμα λειτουργήσει σε ικανοποιητικό βαθμό, τότε η χώρα θα έχει κάνει ένα τολμηρό (για τα δεδομένα της) και αποφασιστικό βήμα για να συντονιστεί με τις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Θα δημιουργηθεί ένα θεσμικό κεκτημένο που δύσκολα θα ανατραπεί. Ο πυρήνας του τουλάχιστον θα παραμείνει.

Απέναντι σε ένα τέτοιο νομοθέτημα, η στάση της μείζονος αντιπολίτευσης υπήρξε θλιβερή. Ο πρώην πρωθυπουργός και Κνίτης επανέρχεται στα γνωστά του μοτίβα. Για πόσο καιρό θα δούμε, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί πολιτικά και χρονικά το θέμα του διαβόητου «μετασχηματισμού» του ΣΥΡΙΖΑ. Επί του παρόντος, εξακολουθεί να κατασκευάζει εχθρούς και «αχυράνθρωπους» για να τους λογχίζει κατά βούληση εκεί όπου δεν υπάρχουν, να χρησιμοποιεί επιθετικό και διχαστικό λόγο, να διατηρεί το ύφος του θράσους, της έπαρσης και της αλαζονείας, μολονότι έχει υποστεί αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες στρατηγικής σημασίας. Αρνείται να κοιταχθεί στον καθρέπτη. Αρνείται να δεχθεί ως είδος αυτογνωσίας δικής του και του κόμματός του ότι έβλαψε τη χώρα του όσο καμιά άλλη κυβέρνηση στη Μεταπολίτευση, οικονομικά, ηθικά, αξιακά, θεσμικά.

Αποδίδει τις συντριπτικές του ήττες στα ΜΜΕ (τα οποία ήλεγχε)! Αναφέρεται σε κάποια «κρυφή ατζέντα» της ΝΔ που συνεχώς παραμένει κρυμμένη. Ομιλεί για κάποια «παλινόρθωση» της Δεξιάς (αυτός που επί 4 1/2 ολόκληρα χρόνια συγκυβέρνησε με την ακραία λαϊκιστική Δεξιά) που μόνο στη φαντασία του και στις φαντασιώσεις των οπαδών του παρεπιδημεί. Μάλιστα, ο γνωστός και αυτοχαρακτηριζόμενος από τα γεννοφάσκια του ως κομμουνιστής κ. Κατρούγκαλος επικαλείται («ΤΑ ΝΕΑ», 6/8) ακόμα και στον Ταλεϊράνδο για να στηρίξει το επιχείρημα περί «παλινόρθωσης», παραλείποντας περιέργως τη δυναστεία των Βουρβόνων. Ευτράπελα μεν, επικίνδυνα δε. Ευτυχώς, οι πολίτες φρόντισαν αυτή τη φορά να μαυρίσουν δεόντως την αδίστακτη και επικίνδυνη για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της φαιοκόκκινη λαϊκιστική πολιτική κλίκα που κυβερνούσε τη χώρα. Είχαν ενώπιόν τους αρκετά δείγματα γραφής.

Εάν αληθεύει ότι οι λαοί στα ελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν, διότι οι ίδιοι πολίτες με την ψήφο τους αποφασίζουν ποιοι, πώς και για πόσο θα κυβερνήσουν, η ρήση ίσως να ισχύει εξίσου και για την αντιπολίτευση. Διότι, χωρίς αυτήν, χωρίς τη δική της δημιουργική συμβολή, το κοινοβουλευτικό σύστημα στην ουσία χωλαίνει. Αρκεί, βέβαια, να έχουμε να κάνουμε με κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς που σέβονται θεσμούς και κανόνες. Ως προς αυτό είναι αρκούντως φανερό ότι η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση έπαθε, αλλά δεν έμαθε και είναι αμφίβολο αν θέλει να μάθει. Παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα.

Διότι θα πρέπει να εγκαταλείψει διά παντός και τα εργαλεία με τα οποία προσεγγίζει και αναλύει την πραγματικότητα και να υιοθετήσει τις αρχές και τις αξίες της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την οποία απεχθάνεται και ως κυβέρνηση μάλιστα προσπάθησε να υπονομεύσει τους θεσμούς της. Και σχεδόν τα κατάφερε. Θα πρέπει να εγκαταλείψει την «αντισυστημική» απάτη, το πτώμα της οποίας σκυλεύεται, την ασύστολη ολοκληρωτική προπαγάνδα, την αντιθεσμική συμπεριφορά, τον άκρατο και αχαλίνωτο λαϊκισμό, τη θωπεία και την ανοχή της πολιτικής βίας, τη διχαστική ρητορική.

Τελικά, αναφορικά με την κομματικοποίηση του κράτους, τον νεποτισμό και τις ποικίλες παλαιοκομματικές και πελατειακές πρακτικές θα πρέπει να αναμένουμε για να διαπιστώσουμε το μέγεθος των παραχωρήσεων και των συμβιβασμών της νέας κυβέρνησης που είναι ήδη εμφανείς. Θα δούμε προσεχώς την έκτασή τους. Γιατί άραγε είναι αναγκαία η διατήρηση του Γραφείου του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη που η ίδια η Ν.Δ. είχε χαρακτηρίσει άχρηστη τη σύστασή του; Γιατί δεν επαναφέρεται ο νόμος Διαμαντοπούλου για το άσυλο και άλλα με τις αναγκαίες διορθώσεις και «κουράζουμε» το θέμα τόσο πολύ; Ποιοι θα διοικήσουν τις καταρρέουσες δημόσιες μεταφορές και άλλες σημαντικές ΔΕΚΟ; Ποιοι θα διοικήσουν τα νοσοκομεία μας, πολλά εκ των οποίων βρίσκονται σε άθλια κατάσταση; Ποια μορφή θα πάρει και με τι εχέγγυα αξιοπιστίας και καλής διαχείρισης, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών, η δημόσια ραδιοτηλεόραση; Η απαρίθμηση είναι εντελώς ενδεικτική.

Για τις παλαιότερες κυβερνήσεις, καθώς και την πιο πρόσφατη, αυτής της «πρώτης φοράς Αριστεράς» που αποδείχτηκε η πιο φαύλη, άθλια και χείριστη όλων, γνωρίζουμε αρκετά. Το θέμα είναι σε ποιο βαθμό οι πρακτικές αυτές θα μπορούσαν να παρεκκλίνουν το σκάφος της νέας κυβέρνησης από την πορεία που έχει ήδη χαράξει. Το κυριότερο, σε ποιο βαθμό ενδέχεται να υποσκάψουν σοβαρά και ανεπανόρθωτα την ευρεία άτυπη πολιτική συμμαχία πάνω στην οποία στηρίζεται η μεταρρυθμιστική πολιτική του κ. Μητσοτάκη και από την οποία εξαρτώνται η εθνική ανάταξη και η ανασυγκρότηση της χώρας, όσο και το δικό του πολιτικό μέλλον.

Θα έπρεπε ίσως τα πολιτικά κόμματα που βλέπουν πέρα από τη μύτη τους και νοιάζονται για το καλό της χώρας να προχωρήσουν συναινετικά στην πλήρη καταγραφή και αποτύπωση, με τον μέγιστο βαθμό προσέγγισης και τον απαιτούμενο βαθμό ευελιξίας, των πολιτικών θέσεων στους κρατικούς μηχανισμούς που θεωρούνται αναγκαίες για την εκπλήρωση της πολιτικής αποστολής και την εφαρμογή του πολιτικού προγράμματος του κόμματος που εκάστοτε κυβερνά. Μια «Βίβλος» τρόπον τινά που σε συνάρτηση με τον αυξημένο ρόλο που επιφυλάσσει πλέον η νομοθεσία και η φιλοσοφία περί επιτελικού κράτους θα περιόριζε σημαντικά το φαινόμενο της κομματικής αυθαιρεσίας και της άκρατης κομματικοποίησης. Θα ήταν προς το συμφέρον όλων.

*Ο Βασίλης Καπετανγιάννης είναι Πολιτικός Επιστήμονας

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 9 Αυγούστου