Είναι η σύνταξη ανόητε!

Είναι η σύνταξη ανόητε!

Του Θόδωρου Τόνα*

Εδώ και δεκαετίες ήταν γνωστό ότι οι οικονομικοί δείκτες της χώρας ήταν πολύ κακοί. Το αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής, που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις για χρόνια, ήταν αρνητικό. Ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, στα δημόσια ταμεία, στα ασφαλιστικά ταμεία, έλλειμμα ανταγωνιστικότητας κλπ. Όλα εδώ και δεκαετίες έδειχναν ότι η χώρα οδηγούνταν στην αποτυχία, καθώς παρήγαγε όλο και λιγότερο πλούτο και κατά συνέπεια γινόταν όλο και πιο αδύναμη.

Και τι κάναμε γι αυτό, τίποτα. Κάθε φορά ρίχναμε την μπάλα στην κερκίδα και κλείναμε τις τρύπες με δανεικά. Όλες οι κυβερνήσεις παρακινούμενες από την πλειοψηφία των πολιτών, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, αρνούνταν να προβούν σε μέτρα, που θα οδηγούσαν σε εξυγίανση των οικονομικών δεικτών. Μάλιστα αυτό το έκαναν επικαλούμενες την προστασία των αδυνάτων, την προστασία του κοινωνικού κράτους, τα δικαιώματα του λαού (κεκτημένα). Κανένα όμως δικαίωμα και καμία κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να προστατευθεί αν δεν το επιτρέπουν τα οικονομικά δεδομένα.

Και φτάνουμε στην αποτυχία, που συμπαρέσυρε την οικονομία της χώρας στην μεγαλύτερη ίσως κρίση μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Την αδυναμία δημιουργίας ενός βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος. Αν χρειαζόταν να προσδιορίσουμε, ποιος ήταν τις τελευταίες δεκαετίες ο πιο δημοφιλής στόχος του μέσου πολίτη αυτής της χώρα, αυτός συνοψίζεται σε μία λέξη “ΣΥΝΤΑΞΗ”. Δηλαδή την κατάσταση αυτή, που ενώ δεν εργάζεσαι η κοινωνία σου καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες. Και ενώ η σύνταξη υπό κανονικές συνθήκες είναι συνδεδεμένη με δυσάρεστες καταστάσεις, όπως το γήρας, την ασθένεια και γενικά την έλλειψη ικανότητας για εργασία, στην χώρα μας η σύνταξη αποτελούσε για κάποιους έναν εναλλακτικό τρόπο εύκολου πλουτισμού. Δημιουργήσαμε προνομιούχες κατηγορίες συνταξιούχων, που λάμβαναν σύνταξη χωρίς να συντρέχει καμία από τις δύο προϋποθέσεις, καθώς δεν ήταν γέροι ούτε ασθενείς ούτε ανίκανοι προς εργασία. Επιπλέον συνταξιούχοι συγκεκριμένων κλάδων πετύχαιναν υπεραποδόσεις, καθώς λάμβαναν ποσά πολλαπλάσια αυτών που είχαν καταβάλλει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου με την μορφή των ασφαλιστικών εισφορών.

Για να στηριχτεί αυτό το ασφαλιστικό σύστημα απορρόφησε τεράστια ποσά από τα εισοδήματα των πολιτών και των επιχειρήσεων, τόσο με την μορφή των φόρων, όσο και με την μορφή των ασφαλιστικών εισφορών επαγγελματιών, εργαζομένων και επιχειρήσεων. Απόλυτος στόχος της πλειοψηφίας των πολιτών αυτής της χώρας έγινε η ένταξή τους στην προνομιούχα κοινωνική ομάδα των συνταξιούχων των κρατικών ασφαλιστικών ταμείων. Ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών εργαζόταν όχι για να πλουτίσουν από την εργασία τους, αλλά για να συμπληρώσουν τον απαιτούμενο χρόνο και να ενταχθούν μια ώρα αρχύτερα στην ευγενή τάξη των συνταξιούχων. Και συνεχώς πίεζαν του πολιτικούς για να τους δώσουν το δικαίωμα να πετύχουν τον στόχο τους νωρίτερα και με μεγαλύτερα ποσά συντάξεων, αδιαφορώντας από που θα προέρχονταν τα ποσά αυτά. Η εργασία ήταν απλά το μέσο για να φτάσουν στον σκοπό που ήταν η σύνταξη, το εφάπαξ, τα επιδόματα. Με τον τρόπο αυτό μεταφέρονταν συνεχώς περισσότερα χρήματα από τις αμοιβές των εργαζόμενων και τα κέρδη των επιχειρήσεων, στους μη εργαζόμενους επιβαρύνοντας ταυτόχρονα το κόστος παραγωγής του κάθε προϊόντος και της κάθε υπηρεσίας. Και λέω μεταφέρονταν γιατί τα χρήματα, που επί δεκαετίες λάμβαναν οι περισσότεροι συνταξιούχοι, ήταν συνολικά πολύ περισσότερα από αυτά που οι ίδιοι συνεισέφεραν κατά τον εργασιακό τους βίο. Αυτή όμως η πολιτικής που αφαιρούσε συνεχώς χρήματα από τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις, που συμμετείχαν στην παραγωγή πλούτου για να τα δώσει στους άεργους - συνταξιούχους που δεν συμμετείχαν στην παραγωγική διαδικασία  και ειδικότερα σε κάποιες προνομιούχες κατηγορίες αυτών (ΔΕΚΟ, Τράπεζες, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι κλπ), έκανε λιγότερο ελκυστική την εργασία και τις επενδύσεις, αφού οι αποδόσεις της εργασίας ήταν μικρές σε σχέση με αυτές που αποκόμιζε κάποιος με την σύνταξη. Τελικά η κατάσταση αυτή λειτούργησε ως αντικίνητρο για την εργασία και για τις επενδύσεις.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αποτελούσε απλά ένα άλλο μοντέλο ανακατανομής του πλούτου που παρήγαγε η κοινωνία, προς όφελος μίας κατά γενική παραδοχή αδύναμης κοινωνικής ομάδας που έχρηζε προστασίας, όσους δηλαδή είχαν ολοκληρώσει (σύμφωνα με το νόμο πάντα και όχι σύμφωνα με την σωματική και πνευματική εργασιακή ικανότητα) τον εργασιακό τους βίο. Όταν όμως στόχος κάθε πολίτη αυτής της χώρας ήταν η σύνταξη – αεργία και όχι η  εργασία και η παραγωγή πλούτου, αυτομάτως αυτό το μοντέλο οδήγησε σε κατάρρευση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. Δύο οικονομικούς δείκτες που ποτέ δεν λάβαμε υπόψη μας σε αυτή τη χώρα, γιατί πιστεύαμε ότι όλα στο τέλος είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης και διαπραγμάτευσης.

Είναι άραγε κοινωνικά δίκαιο, σε μία χώρα όπου ο κατώτατος μισθός του εργαζόμενου είναι περίπου 550€ και η ανεργία στο 25%, να υπάρχουν συντάξεις με την εγγύηση του κράτους που φτάνουν τα 4.000€ και εφάπαξ 100.000€; Είναι βιώσιμο σε μία χώρα οι ασφαλιστικές εισφορές σε ετήσια βάση να καλύπτουν μόνο το 1/2 του ποσού των ετησίως καταβαλλομένων συντάξεων και η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους να είναι 1/1;  Είναι φυσιολογικό για μία χώρα το ? του πληθυσμού της να είναι συνταξιούχοι; Από μόνο του αυτό το τελευταίο νούμερο κάτι λέει, γιατί άραγε να θέλουν τόσοι πολλοί να γίνουν τόσο νωρίς συνταξιούχοι; Το πιο άδικο όμως είναι ότι για τις περισσότερες από αυτές τις συντάξεις οι δικαιούχοι δεν πλήρωσαν τις εισφορές που αναλογούν, και τη διαφορά καλούνται να την καλύψουν άλλοι, καθώς είτε τα ταμεία κατέφυγαν σε δανεισμό, είτε ζητούσαν και ζητούν συνεχώς περισσότερες εισφορές από τους σημερινούς εργαζόμενους. Βέβαια εδώ κάποιος μπορεί να πει ότι εν μέρει το πρόβλημα οφείλεται στην γήρανση του πληθυσμού. Ακριβώς για τον λόγο αυτό όμως οι προϋποθέσεις εξόδου στην  σύνταξη θα έπρεπε εδώ και χρόνια να είναι πιο αυστηρές.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το ασφαλιστικό σύστημα είναι στρεβλό, επειδή με τον τρόπο που είναι δομημένο, λειτουργεί ως αντικίνητρο για την απασχόληση και επιδεινώνει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αυτό πρέπει ν' αλλάξει ριζικά το συντομότερο δυνατό δίνοντας κίνητρα για εργασία και όχι για συνταξιοδότηση, αν θέλουμε κάποια στιγμή να βγούμε από την πολυετή κρίση  που μαστίζει την χώρα.

*Ο κ. Θ. Τόνας είναι Δικηγόρος