Εικόνες της Θεοτόκου: Το σεπτό πρόσωπό Της στην τέχνη

Εικόνες της Θεοτόκου: Το σεπτό πρόσωπό Της στην τέχνη

Του Γιώργου Μυλωνά

Η Παναγία περιγράφεται από αρχαίους συγγραφείς (Ιππόλυτος ο Θηβαίος, Επιφάνιος Αγιοπολίτης κ.ά.) ως μετρίου αναστήματος, περίπου 1.50-1.60 (το φυσιολογικό ύψος της εποχής εκείνης στη λεκάνη της Μεσογείου), με ανοιχτά καστανά μαλλιά και μάτια, σταρένιο δέρμα, με μεγάλα χέρια και δάκτυλα, έξυπνη αλλά πολύ σεμνή, χωρίς να μιλά πολύ ή συχνά, χωρίς γέλια, χωρίς υπερηφάνεια, πάντοτε να σέβεται και να τιμά κάθε άνθρωπο, χωρίς να θυμώνει, με μαντήλα στο κεφάλι και μονόχρωμα φορέματα από μαλλί, υφασμένα από την ίδια, χωρίς κεντήματα και χωρίς κοσμήματα. Ωστόσο, ο Ιερός Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει πώς ήταν πραγματικά η Παναγία, αφού δεν υπάρχει καμία αδιαμφισβήτητη μαρτυρία.

Ενδείξεις τιμής προς την Παρθένο Μαρία εμφανίζονται μόνο από το τέλος του 3ου αι., και πάλι όμως είναι σπάνιες. Με την υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητέρας του Αγίας Ελένης αρχίζουν να ανεγείρονται χριστιανικοί ναοί και μάλιστα να αποκτούν εικονογράφηση. Ωστόσο, η παρουσία της Παναγίας άργησε πολύ να καθιερωθεί. Μετά τη Σύνοδο της Εφέσου τον 5ο αιώνα, αναπτύσσεται η εικονογράφηση της Παναγίας, σε τοιχογραφίες και φορητές εικόνες.

Η Κοίμησις της Παναγίας καθιερώθηκε να εορτάζεται από τα τέλη του 6ου αιώνα ως η σημαντικότερη Θεομητορική εορτή για την Αυτοκρατορία και παράλληλα υπήρξε αντικείμενο μεγάλου αριθμού αγιολογικών και υμνογραφικών κειμένων. Συνάμα, η συνεχώς αυξανόμενη αντίληψη για την προστασία της Κωνσταντινούπολης από τη Θεοτόκο, καθώς και η μεταφορά στην πρωτεύουσα τον 5ο αιώνα του Θεομητορικού μαφορίου, του σημαντικότερου κειμηλίου του γεγονότος της Κοιμήσεως, υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της σχετικής εικονογραφίας.

Παναγία η Αθηνιώτισσα

Η παράδοση που θέλει τον Ευαγγελιστή Λουκά να έχει φτιάξει την πρώτη εικόνα της Θεοτόκου αρχίζει, λοιπόν, από τον 6ο αιώνα. Η αρχαιότερη σωζόμενη εικόνα της στην Ευρώπη φαίνεται πως είναι η αυτή που έστειλε η Αγία Ελένη στον τότε πάπα της Ρώμης. Η εικόνα βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ μέχρι τον 4ο αιώνα, όταν μαζί με άλλα κειμήλια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από την Αγία Ελένη.

Το μέγεθός της είναι μνημειακό για τα χρόνια εκείνα (117 εκ. ύψος και 79 εκ. πλάτος). Είναι ζωγραφισμένη σε λεπτό τελάρο από κέδρο και παρουσιάζει την Παναγία σε πρώιμη μορφή του τύπου της Οδηγήτριας. Το ύφος της δεν έχει καμία σχέση με τις παπικές μαντόνες, αλλά είναι ορθόδοξη ελληνική αγιογραφία. Ο πάπας Λυμπέριος έφτιαξε έναν ναό ειδικά για την εικόνα, τον οποίο επέκτεινε αργότερα ο πάπας Σίξτος Γ''. Η παπική βασιλική θεωρείται ο αρχαιότερος ναός της Θεοτόκου στην Ευρώπη.

Στον τόπο μας φαίνεται πως ο Παρθενών ήταν από τους πρώτους ναούς της Παναγίας. Στα μάτια πολλών νεοπαγανιστών δείχνει σαν βάρβαρη καταπάτηση ενός αρχαίου ναού από τους χριστιανούς. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σκληρή: ο Παρθενών ήδη τα χρόνια εκείνα είχε χάσει την αρχαία λάμψη του και επρόκειτο να γίνει ναός της Ισιδος.

Ναοί της Αιγυπτίας θεάς υπήρχαν ήδη αρκετοί στην Ελλάδα, ακόμη και στη Δήλο, γελοιοποιώντας τη παράδοση του δωδεκάθεου. Υπήρχε, επίσης, στον Πειραιά. Δεν ήταν επομένως παράδοξο να γινόταν και στην Ακρόπολη της Αθήνας.

Σε άρθρο του με τίτλο «Παναγία η Αθηνιώτισσα», ο Μ. Π. Πομόνης γράφει στην «Ελληνική Δημιουργία» για την πρωτοχριστιανική Αθήνα και την εικόνα της Παναγίας στον Παρθενώνα: «Ετσι, ο ναός της πέτρινης Αθηνάς έγινε Αγία Σοφία - η σοφία του Δημιουργού -, ύστερα Αγία Μαρία και κατοπινά Μήτηρ Θεού, Παναγία η Αθηνιώτισσα». Εικόνα της Αθηνιώτισσας φυλάσσεται τώρα, εδώ και κάμποσους αιώνες στο Κάιρο, στη μονή του Αγίου Γεωργίου.

Η Μαρία είναι ολόσωμα ζωγραφισμένη, ο μακρύς χιτώνας είναι πράσινος και το μαφόριον - η καλύπτρα - πορφυρό. Ο χιτώνας σχηματίζει δίπλες ώς την κνήμη. Η Παναγία δεν κρατάει το βρέφος. Ωστόσο, στην εικόνα που σώζεται στην Αίγυπτο φαίνεται βρεφοκρατούσα, καθώς έγινε μια νεότερη και κακότεχνη προσθήκη του Βρέφους.

Το αριστούργημα του Ελ Γκρέκο

Μέσα στην ιστορία της τέχνης μερικές εικόνες της Παναγίας ξεχωρίζουν και ως έργα ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους εγκαινιάζει μια ευρύτερη απόρριψη του βυζαντινού κόσμου και οι εικόνες χαρακτηρίζονται «κακάσχημες». Ομως, από το τέλος του 19ου αιώνα οι αισθητικοί μας ξαναβάζουν στο τραπέζι τις βυζαντινές εικόνες και τις αναγνωρίζουν ως έργα ιδιαίτερης αισθητικής αξίας.

Να σημειωθεί ότι η διαφορά της βυζαντινής τέχνης από τη δυτική δεν είναι απλώς μόνο θέμα ύφους, αλλά και το τι διδάσκει η εικόνα. Για παράδειγμα, ο άγγελος με τον κρίνο στον Ευαγγελισμό είναι καθαρά δυτική ιδέα. Δεν υπάρχει πουθενά κρίνος του Γαβριήλ στη βυζαντινή τέχνη. Αυτό έχει θεολογική ερμηνεία και δεν είναι ένα εύρημα του ζωγράφου, το οποίο οι δυτικοί υιοθέτησαν και οι ανατολικοί απέρριψαν.

Επίσης, δεν είναι τυχαία η μετάβαση από την Παναγία μελαχρινή στην Παναγία ξανθιά: το ξανθό όμορφο κορίτσι φανερώνει την επίδραση της ανόδου του αστικού κόσμου (12ος αι.) στη Δυτική Ευρώπη και της βόρειας συνείδησής του - μια άνοδος που θα ανατρέψει πολλά από τα δεδομένα του κλασικού μεσογειακού κόσμου και της τέχνης του.

Η βυζαντινή ζωγραφική αναπτύχθηκε πολύ και έδωσε υπέροχες εικόνες της Θεοτόκου σε εικονογραφία και μωσαϊκό. Ειδικότερα η βυζαντινή εικόνα της Κοιμήσεως, όπως διαμορφώνεται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, βασισμένη στην απόκρυφη διήγηση «Περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου» (που ψευδεπίγραφα αποδίδεται στον Ιωάννη τον Θεολόγο) και στη λαμπρή υμνολογία της Εκκλησίας, και κορυφώνεται στις μεγαλειώδεις τοιχογραφικές συνθέσεις της εποχής των Παλαιολόγων (π.χ. Sopocani 1261, Αγ. Κλήμης Αχρίδος, Περίβλεπτος Μυστρά και Αγ. Νικόλαος Ορφανός Θεσσαλονίκης 14ος αι. Gracanica, Μονή της Χώρας κ.ά.) ντύνει εικονογραφικά μια­ σύνθεση πολυπρόσωπη, σοφά οργανωμένη με άξονες τον κατακόρυφο Χριστό και την οριζόντια Παναγία. Η πρώιμη ιταλική Αναγέννηση επηρέασε τη βυζαντινή τέχνη και το βλέπουμε κυρίως στο έργο του Μανουήλ Πανσέληνου, του κορυφαίου των αγιογράφων μας.

Οι Σταυροφόροι, επίσης, επηρέασαν τον βυζαντινό κόσμο αρνητικά, αλλά και θετικά. Στην εικονογράφηση έχουμε την περίφημη Κρητική Σχολή, παιδιά της οποίας είναι και ο Θεοφάνης ο Κρης, αλλά και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Στη Σύρο σώζεται μια εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με την εκπληκτική υπογραφή «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο δείξας».

Ενα εξαιρετικό έργο της νεανικής ηλικίας του μεγάλου ζωγράφου, που δείχνει πόσο ώριμος τεχνίτης και της «βυζαντινής» τεχνικής ήταν ο Θεοτοκόπουλος όταν έφευγε από την Κρήτη (1567), αλλά και κοινωνός της ορθοδόξου πνευματικότητας. Ετσι, δεν μοιάζει πια αβάσιμος ο συλλογισμός για τη σύνθεση της «Ταφής του κόμητος του Οργκάθ» με τη σύνθεση της Κοιμήσεως και τη σχέση επίγειου και επουράνιου κόσμου, που με αρκετές αναλογίες απαντά στο έργο αυτό.

Οι σύγχρονοι αγιογράφοι

Η νεότερη εποχή έφερε την ελληνική εικονογραφία σε επαφή με τον Γερμανό Θείρσιο, που άσκησε επίδραση στον κορυφαίο των νεοελλήνων ζωγράφων Κωνσταντίνο Παρθένη. Ο Παρθένης επανήλθε στο πρόσωπο της Μαρίας και εκτός από την εικονογράφηση σε ναούς: ο Ευαγγελισμός του Παρθένη είναι εξαιρετικής αξίας, όπως και η Παναγία που διαβάζει. Η Παναγία στάθηκε δύο φορές θέμα στο έργο του Νικόλαου Γύζη, αλλά η μία (Η Παναγία με το Βρέφος) υπερτερεί αισθητικά. Την Παναγία εικονογράφησε στον Αϊ-Γιώργη στο Χαλάνδρι ο Νικ. Λύτρας.

Καθοριστική μορφή στην πορεία της νεοελληνικής εικονογραφίας στάθηκε ο Φώτης Κόντογλου. Το έργο του ανέτρεψε την πορεία των πραγμάτων και ασκεί ακόμη μια επίδραση έντονη, διότι έχει κηρυχθεί σιωπηλά ως ο εκφραστής της Ορθοδοξίας - πράγμα που είναι βεβαίως λάθος.

Στιβαρά μεγέθη της ελληνικής τέχνης, όπως ο π. Σταμάτης Σκλήρης και ο καθηγητής Γιώργος Κόρδης επιχειρούν να αποκαταστήσουν έναν διάλογο της εποχής μας με την πίστη, βλέποντας την έκφραση της πίστης με σύγχρονα μάτια. Με το έργο τους μας διδάσκουν ότι η βυζαντινή ζωγραφική ούτε μία και μόνο έκφραση έχει, ούτε κειμήλιο είναι. Διότι ήταν αυτό: ανήκε στον εαυτό της. Η πίστη, όμως, δεν μπορεί να βλέπει με τα μάτια άλλων αιώνων παρά μόνο εάν αυτό την εκφράζει, όπως και όσο την εκφράζει.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 14ης Αυγούστου 2018.