Εγκληματική οργάνωση και πολιτικά δικαιώματα

Εγκληματική οργάνωση και πολιτικά δικαιώματα

Πολλή συζήτηση έγινε, μετά την έκδοση της ιστορικής απόφασης για τη Χρυσή Αυγή και το χαρακτηρισμό της ως εγκληματικής οργάνωσης, για το γεγονός ότι το κρίσιμο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα περί «εγκληματικής οργάνωσης» δεν περιλαμβάνει πλέον πρόβλεψη για αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Το ζήτημα έχει μεγάλη πρακτική, πολιτική και συμβολική σημασία, αφού συνδέεται με το κατά πόσον θα μπορούσαν οι ενδεχομένως καταδικασθέντες, άρα πρώην βουλευτές ή μέλη της Χρυσής Αυγής, να θέσουν υποψηφιότητα σε επερχόμενες εκλογές. Λόγω αυτής της σημασίας, δεν θα ήταν ίσως άσκοπο να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τουλάχιστον τα θεσμικά δεδομένα.

Α. Σε σχέση με το πώς έγινε η απάλειψη, τα πράγματα, μετά και τις τελευταίες «παρεμβάσεις» πρώην Υπουργών Δικαιοσύνης, είναι σαφή.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε, όπως είχε κάθε δικαίωμα, να αλλάξει τον, πράγματι παρωχημένο σε κάποια σημεία, ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Προς το σκοπό αυτό συνέστησε ειδική Επιτροπή, η οποία μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλαξε αρκετές φορές σύνθεση. Ρόλος της Επιτροπής ήταν να διαμορφώσει διατάξεις και να τις προτείνει στη Βουλή, η οποία, ως νομοθετικό όργανο, είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Αυτό που ισχυρίσθηκε ο ένας από τους δύο πρώην Υπουργούς, ο κ. Παρασκευόπουλος, ότι η Βουλή δεν μπορούσε να «διορθώσει» την πρόταση της Επιτροπής, δεν ισχύει: το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος προβλέπει ότι οι Κώδικες «μπορούν» (άρα δεν είναι υποχρεωτικό) να ψηφίζονται ενιαία, δηλαδή με ιδιαίτερο νόμο που τους κυρώνει στο σύνολο τους και όχι άρθρο-άρθρο, αλλά αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι βουλευτές είναι αναγκασμένοι να δεχθούν, και να ψηφίσουν, ό,τι τους προτείνει η Επιτροπή –στην κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν αποφασίζουν εξωκοινοβουλευτικές Επιτροπές και δεν υπάρχουν “take it or leave it” για τους εκπροσώπους του λαού.

Αυτό που συνέβη, και που κατέστησαν βέβαιο οι δηλώσεις του έτερου πρώην Υπουργού, του κ. Κοντονή,  είναι ότι, εντός της συνολικής αλλαγής του Ποινικού Κώδικα, εμφιλοχώρησαν αμφισβητήσιμες ή και άστοχες διατάξεις –ο πρώην Υπουργός έκανε λόγο για «70% θετική μεταρρύθμιση», όμως η επιστημονική κοινότητα είχε, εγκαίρως, διατυπώσει αιτιάσεις και για τη γενικότερη «φιλοσοφία» της μεταρρύθμισης. Πράγματι, όχι μόνο στο άρθρο 187 περί εγκληματικής οργάνωσης αλλά και σε άλλα άρθρα που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με τον λεγόμενο «πολιτικό χαρακτήρα» αδικημάτων και εγκλημάτων, έγιναν αλλαγές που φανέρωναν μια τάση –μη πλειοψηφική στη θεωρία, στην Ελλάδα και διεθνώς- για «ειδική», δηλαδή ποινικά πιο ευνοϊκή, μεταχείριση πράξεων που θα μπορούσαν να έχουν «πολιτικά» κίνητρα ή μανδύα.  Θέτω το «πολιτικά» σε εισαγωγικά, γιατί και στη δίκη της 17 Νοέμβρη είχε κάνει την εμφάνιση της μια τέτοιου είδους υπερασπιστική γραμμή, που βέβαια χρησιμοποιήθηκε και στη δίκη της Χρυσής Αυγής, για να πάρει την απάντηση που της άξιζε από το δικαστήριο. 

Η αλήθεια συνεπώς είναι ότι η προηγούμενη κυβέρνηση γνώριζε τι ψήφιζε και δεν την απέτρεψε ούτε το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει και εξελισσόταν η δίκη της Χρυσής Αυγής (ο νέος Ποινικός Κώδικας ψηφίστηκε το 2019, και μάλιστα πολύ κοντά στις εκλογές). Αυτό εξηγεί και τη σφοδρότητα, σήμερα, των επιθέσεων του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ κατά του κ. Κοντονή, ο οποίος δεν αποκάλυψε καμία «ανίερη σύμπλευση ΣΥΡΙΖΑ- Χρυσής Αυτής», παρά μόνο το αυτονόητο, ότι δηλαδή όλοι γνώριζαν ότι υπήρχαν προβληματικές διατάξεις στο νέο Κώδικα.  Το ίδιο είχε πει εξάλλου, σε πρώτο χρόνο, και ο κ. Παρασκευόπουλος, του οποίου έγινε προσπάθεια «επαναφοράς στην τάξη» με πιο ήπιο τρόπο. Αλήθεια επίσης είναι ότι η επόμενη, και νυν, κυβέρνηση δεν άλλαξε το άρθρο 187 και δεν επανέφερε τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε περίπτωση καταδίκης για διεύθυνση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, παρότι είχε υποσχεθεί πριν από τις εκλογές ότι θα «ξανάβλεπε» τον Ποινικό Κώδικα και προέβη, όταν ήρθε στην εξουσία, σε μεμονωμένες «διορθώσεις» -όχι όμως σε αυτή.  

Β. Σε σχέση με το πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί το «πρόβλημα», που, όπως συχνά στην ωραία πατρίδα μας, αποκαλύφθηκε κατόπιν εορτής και σκίασε μια κατά τα άλλα ιστορική εξέλιξη, τα πράγματα είναι λιγότερο εύκολα.

Το άρθρο 55 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής». Σχετικά με το δικαίωμα του εκλέγειν, το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι «ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα».

Σε συνέχεια των ως άνω συνταγματικών επιταγών, ο εκλογικός νόμος (π.δ 26/2012, όπως ισχύει) όρισε στο άρθρο 29 ότι δικαίωμα εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του και έχει το δικαίωμα του εκλέγειν, προσδιόρισε δε, στο άρθρο 5, ότι σε στέρηση του εκλογικού δικαιώματος -άρα σε άρση της «νόμιμης ικανότητας να εκλέγει»- οδηγεί, μεταξύ άλλων, «η αμετάκλητη ποινική καταδίκη σε κάποιο από τα εγκλήματα που ορίζονται από τον ποινικό και στρατιωτικό κώδικα, για όσο διάστημα διαρκεί η στέρηση».  

Συνεπώς, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η ύπαρξη αμετάκλητης ποινικής καταδίκης αποτελεί, εκ του Συντάγματος, λόγο που απαγορεύει την εκλογή. Πρέπει, όμως, βάσει του εκλογικού νόμου, να είναι καταδίκη για ένα από τα εγκλήματα για τα οποία ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και, επιπλέον, να μην έχει περάσει ο χρόνος της στέρησης για το συγκεκριμένο αδίκημα.

Εφόσον το Σύνταγμα δεν αλλάζει παρά με ειδική και χρονοβόρο διαδικασία –και η σημερινή μορφή του δεν μπορεί να αλλάξει, εξαιτίας της αναθεώρησης του 2019, παρά από το 2024 και μετά- το «αμετάκλητη ποινική καταδίκη» μένει και σημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, άρα και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, για να «αποκλειστεί» κάποιος από τις εκλογές θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πλήρως η ποινική διαδικασία, δηλαδή και τα ενδεχόμενα στάδια έφεσης και αναίρεσης. Ισχύει και θα ισχύει επίσης, λόγω Συντάγματος (άρθρο 7 παρ. 1), η απαγόρευση αναδρομικότητας ποινικής διάταξης, που σημαίνει ότι, και να προσετίθετο αύριο στο άρθρο 187  του Ποινικού Κώδικα η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν θα είχε εφαρμογή στην περίπτωση των μελών της Χρυσής Αυγής. Το Σύνταγμα, τέλος, και μόνο το Σύνταγμα, καθορίζει τα λεγόμενα «κωλύματα εκλογιμότητας» (άρθρο 56), άρα ούτε σε αυτό το πεδίο είναι δυνατή αλλαγή η προσθήκη δια νόμου χωρίς συνταγματική μεταρρύθμιση.

Αυτό που μπορεί να αλλάξει είναι ο εκλογικός νόμος, όχι όμως απεριόριστα. Πλην του σκοπέλου της «αμετάκλητης καταδίκης», που ήδη αναφέρθηκε, υπάρχει και η σύνδεση με την καταδικαστική απόφαση. Δεν είναι ούτε λογικό, ούτε, πιθανώς, συνταγματικό –μόνο τα δικαστήρια μπορούν να αποφανθούν επ’ αυτού- ο εκλογικός νόμος να προβλέψει στέρηση πολιτικού δικαιώματος σε σχέση με εγκλήματα για τα οποία δεν προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα αυτή η στέρηση (σχέση ειδικού με γενικό κανόνα, καταχρηστική στέρηση δικαιώματος). Ούτε βέβαια θα ήταν συνταγματική διάταξη που θα δημιουργούσε κώλυμα ή αποκλεισμό «φωτογραφίζοντας» συγκεκριμένο κόμμα, ιδεολογία ή μη ποινικά κολάσιμες πράξεις. Συνεπώς, η προσπάθεια «μπαλώματος» της περίπτωσης της Χρυσής Αυγής μέσω αλλαγής στον εκλογικό νόμο αφενός προδίδει την αστοχία της ποινικής διάταξης και αφετέρου είναι πολύ αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

Τρία πράγματα μπορούν και πρέπει να γίνουν, με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά και για τη λύση του γενικότερου προβλήματος. Να επανέλθει, ούτως ή άλλως, η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων στο άρθρο 187 –αφού η συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση», δηλαδή σε συμμορία, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται να μην επισύρει, για όλους όσους καταδικάζονται για το συγκεκριμένο έγκλημα, την παρεπόμενη ποινή της στέρησης. Να ξαναδεί η κυβέρνηση και η Βουλή συνολικά το νέο Ποινικό Κώδικα, για να ανακαλύψει, πιθανότατα και πέρα από το 30% του κ. Κοντονή, και άλλες προβληματικές διατάξεις (και για την «εγκληματική οργάνωση» και για άλλα εγκλήματα μειώθηκαν πολύ οι ποινές, ενώ και από άλλα απαλείφθηκε, ενδεχομένως αδικαιολόγητα, η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων). Και να τεθεί στο πολιτικό περιθώριο όποιο πρώην μέλος ή νέο παρακλάδι της Χρυσής Αυγής ενδεχομένως θελήσει, ακόμα και μέσα από τη φυλακή, να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο, από το «δικαστή των εκλογικών συνδυασμών», τον Άρειο Πάγο, με ανοιχτή και σύμφωνη με το χαρακτήρα του πολιτεύματος ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος περί «εξυπηρέτησης» εκ μέρους κομμάτων, και προσώπων, της «ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» -«εξυπηρέτηση» που προφανώς δεν μπορεί να γίνει από όσους πέρασαν από τις τάξεις της Χρυσής Αυγής ή από επίδοξους μιμητές τους.  Ώστε να μην χρειαστεί να «μιλήσει» και πάλι ο λαός για ένα παρόμοιο μόρφωμα –αν και θέλω να πιστεύω, ότι, αν χρειαζόταν, θα μιλούσε με τον τρόπο των εκλογών του 2019 και όχι των εκλογών του 2012 και του 2015.   

* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής