Δυο μικρές ιστορίες

Δυο μικρές ιστορίες

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

[ 1 ] Όταν το 2009, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα χρόνια στην Αθήνα, επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη (θα γράψω γι' αυτό: είναι το δικό μου #TenYearChallenge) και δη στη γειτονιά μου, τη Χαριλάου, γνώρισα μεταξύ πάρα πολλών άλλων δύο παιδιά, πυροσβέστες, τον Γ.Π. και τον Γ.Λ. — ωραίοι τύποι, καλαμπουρτζήδες. Ήμασταν ίδια ομάδα και κάναμε παρέα σε ένα καφέ-μπαρ απέναντι από το γήπεδο. Αυτοί λοιπόν πήγαιναν μια φορά την εβδομάδα στο Σουπερμάρκετ. Το γράφω με κεφαλαίο γιατί δεν ήταν κανονικό σουπερμάρκετ, ήταν τα Σκόπια, η Γευγελή. Αλλά και πάλι, δεν εννοούσαν ότι πήγαιναν να ψωνίσουν από τα σουπερμάρκετ που υπάρχουν εκεί όπως οι υπόλοιποι Βορειοελλαδίτες, και πολλές χιλιάδες Θεσσαλονικείς.

Αυτοί, οι Βορειοελλαδίτες γενικώς, πήγαιναν και πηγαίνουν στη Γευγελή και αλλού στην πρώην πΓΔΜ για να ψωνίσουν κρέας και λαχανικά, απορρυπαντικό για το πλυντήριο ρούχων και το πλυντήριο πιάτων, τσιγάρα και καπνό, γλυκά και μπουγάτσες, για να φουλάρουν τα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων τους, ή ακόμη και για μια γρήγορη επίσκεψη στο κομμωτήριο, από πολλά χρόνια τώρα. Εκεί όλα είναι πολύ φτηνά. Κάποιοι, πάλι, πηγαίνουν απλώς για τις ταβέρνες. Επίσης τσάμπα σε σχέση με εμάς, και έχουν ωραία ψητά. Καθημερινά συρρέουν επίσης εκεί χιλιάδες άνθρωποι για να τους φτιάξουν τα δόντια — οι τιμές για οδοντιατρικές εργασίες είναι ένα μικρό ποσοστό των αντίστοιχων στη συμπρωτεύουσα. Άλλοι αγοράζουν και πολλές φρατζόλες ψωμί όποτε ανεβαίνουν μια βόλτα, μια μεγάλη τσάντα, και τα καταψύχουν: βλέπουν οικονομία και σε αυτό. Και βέβαια, όλοι τους ρίχνουν και μερικά κέρματα σε έναν κουλοχέρη στο καζίνο λίγο πριν φύγουν — όταν δεν πάνε εκεί μόνο για να παίξουν. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Όμως και πάλι οι φίλοι μου οι πυροσβέστες, ο Γ.Π. και ο Γ.Λ., δεν εννοούσαν όλα αυτά λέγοντας Σουπερμάρκετ. Μολονότι έριχναν κι αυτοί μερικά κέρματα στον κουλοχέρη και αγόραζαν και κανένα Marlboro ή Davidoff με 1 ή 1,5 ευρώ. Μου το εκμυστηρεύτηκαν —όχι επειδή ήταν μυστικό, αλλά επειδή με θεωρούσαν αγαθό— όταν σχεδόν με πίεσαν να τους ακολουθήσω επιτέλους σε μία από τις αναβάσεις τους, που κρατά μια ώρα περίπου όλη κι όλη, ή κάτι τέτοιο. Και λέω με πίεσαν γιατί δεν είμαι εύκολος στις μετακινήσεις, όχι ότι δεν με δελέαζαν οι φτηνές τιμές στα απορρυπαντικά. Μου είπαν λοιπόν ότι λέγοντας Σουπερμάρκετ εννοούσαν, εντέλει, ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο που παρείχε κορίτσια σε πολύ δελεαστικές τιμές, με την ώρα ή με τη βραδιά. Συχνά, ανήλικα.

Και είναι πολύ καθαρό ξενοδοχείο, μου είπαν, θα πάθεις πλάκα.

Κι όταν με είδαν να τους κοιτάω όπως τούς κοιτούσα, έσκασαν στα γέλια με το ύφος μου. Γιατί, είπαμε, ήταν και ωραίοι τύποι, καλαμπουρτζήδες.

(Θα ήταν φτηνό εκ μέρους μου να σας πω τι ψήφιζαν προ τού '15 και τι στις τρεις κάλπες τού '15. Αλλά το γιατί έχει πολλάκις αναλυθεί).

[ 2 ] Έχουμε ένα ιντερνετικό ραδιόφωνο, πολιτικό και πολιτιστικό, που είναι και αρκετά γνωστό μάλιστα. Μετά από πολλά χρόνια, βρεθήκαμε ξαφνικά τις προάλλες χωρίς εκπομπή βιβλίου — ενώ μέχρι πέρυσι είχαμε τουλάχιστον δύο δίωρες εκπομπές βιβλίου την εβδομάδα. Οι παραγωγοί μας κουράστηκαν, πράγμα κατανοητό. Άλλωστε, δεν αμείβονται για τη δουλειά τους — δεν έχουμε χρήματα.

Απευθύνθηκα άμεσα σε δυο-τρεις φίλους για να αναλάβουν τη ζώνη του βιβλίου: για να κάνουν συνεντεύξεις, ουσιαστικά, στο στούντιο με συγγραφείς, μεταφραστές και εκδότες, κατά κύριο λόγο, και για να σχολιάζουν έναν-δυο νέους τίτλους κάθε φορά, ή μία θεματική κατηγορία κ.ο.κ. Δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν, επειδή δεν είναι σε θέση να διαθέσουν καθόλου χρόνο, μου είπαν: όλη τους η ημέρα, και εννοούμε κάθε ημέρα, δηλαδή και το Σάββατο και η Κυριακή, όλη τους η εβδομάδα είναι πια γεμάτη από μικρές και μεγάλες υποχρεώσεις. «Δεν γίνεται αλλιώς», μου εκμυστηρεύτηκε ένας τους. «Αλλιώς θα πεινάσουμε στο σπίτι». Κάποιος (ένας γνωστός συγγραφέας) μου είπε ότι δεν έχει πια μυαλό για τα βιβλία, ενώ δεν μπορεί πια να παρακολουθεί καν τις νέες εκδόσεις. Δουλεύει τετράωρο σε μία εντελώς άσχετη από το αντικείμενό του —και από τις υψηλού επιπέδου σπουδές του— δουλειά, και τον υπόλοιπο χρόνο του μελετά τον ξένο Τύπο (προσπαθώντας να αποκτήσει μία σχετική ειδίκευση σε θέματα Νοτιοανατολικής Ασίας) και συντάσσει ανυπόγραφα άρθρα ειδήσεων για ξένα ειδησεογραφικά σάιτ, έναντι 10 ευρώ το ένα.

Μία άλλη καλή φίλη μού απάντησε ως εξής:

Πραγματικά δεν έχω λόγια για την τιμή που μου κάνεις να με σκεφτείς για αυτήν την εκπομπή με αυτούς τους προκατόχους — σαν όνειρο μου φαίνεται: να κάνω ραδιόφωνο για μια εκπομπή με θέμα το βιβλίο! Κι όμως, δεν θα μπορέσω να δεχτώ: η αλήθεια είναι ότι κι εγώ και ο άντρας μου με δύο μισθούς δημοσίου δεν βγαίνουμε πια, οπότε προσπαθούμε να καλύπτουμε τα έξοδα των παιδιών μας με πολύ κόπο και πολλές μικροδουλειές που κυνηγάμε, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, με δημιουργία ιστοσελίδων, ιδιαίτερα μαθήματα, και επιμέλειες, όποτε προκύπτουν. Και το φοβερό είναι ότι με τόση κούραση, τρέξιμο και εξάντληση, πάλι τα βγάζουμε δύσκολα. Τραγικό; […] Αν οι εποχές ήταν πιο εύκολες, θα δεχόμουν με μεγάλη χαρά. Αυτή τη στιγμή όμως έχουν προτεραιότητα τα πιτσιρίκια. Τέλος πάντων, παίρνουμε χαρές από τα μικρά που είναι σωστά παιδιά και μας ανταποδίδουν όσα τούς προσφέρουμε.

Δεν συνέχισα το ψάξιμο για νέο παραγωγό, γιατί θέλω να τα σκεφτώ πρώτα όλα αυτά. Ας μείνουμε λίγο ακόμη χωρίς εκπομπή βιβλίου στον σταθμό μας. Δεν πειράζει. Μά τον Θεό, δεν πειράζει καθόλου.