Δυο γυναίκες

Δυο γυναίκες

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Τη ρώτησα πόσα παίρνει από το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ. «388 ευρώ», μου είπε. «Επιπλέω». «Και από εκείνη την άλλη δουλειά που κάνεις στα κρυφά;» της είπα. «Γύρω στα 200-κάτι», απάντησε. «Σε δικό σου σπίτι μένεις, ε;» «Όχι, στο ενοίκιο». «Α, μάλιστα», είπα, «πολύ ωραία». «Α, ναι», μου είπε, και ήταν σαν να έβλεπα το χαμόγελό της, «τι να σου λέω. Θαύμα».

Αυτή ήταν η πρώτη φίλη με την οποία μιλούσα χθες το πρωί, στα μηνύματα. Απολύθηκε πριν από μερικούς μήνες. Η εταιρεία στην οποία δούλευε προσπαθεί να περιορίσει τα λειτουργικά της έξοδα. Όχι για να μην κλείσει, αλλά για να μη βρεθεί προ εκπλήξεων. Δραστηριοποιείται στα βιβλία, βλέπετε? έναν τομέα που απαιτεί να είσαι συνεχώς με το τεφτέρι και το κομπιουτεράκι στο χέρι. Και με τον λογιστή από δίπλα σου.

Τα περισσότερα βιβλία δεν φέρνουν πίσω τα λεφτά τους, και όσα το κάνουν δεν μπορούν να καλύψουν τη ζημία από τα υπόλοιπα. Έτσι, πρέπει —μάλλον: υποχρεούσαι— να επενδύσεις σε καινούργιους τίτλους, με την ελπίδα κάποιους από αυτούς, ένας, οποιοσδήποτε, να κάνει τη διαφορά. Αν δεν την κάνει, επενδύεις σε μιαν ακόμη φουρνιά — κυνηγάς την ουρά σου, με δυο λόγια? γιατί τι άλλο σού μένεις να κάνεις; Την κυνηγάς, με σκοπό να μειώσεις τα χρέη σου. Προσπαθώντας όμως να τα μειώσεις, τις περισσότερες φορές χρεώνεσαι ακόμη περισσότερο. Το βιβλίο, βλέπετε, είναι λούσο. Και ποτέ —ούτε ακόμη και με τα πιο ηχηρά ονόματα, με συγγραφείς που έχουν ήδη κάνει επιτυχίες στο παρελθόν— δεν μπορείς να είσαι εκ των προτέρων σίγουρος ότι τα πράγματα θα πάνε καλά εκεί όπου κρίνονται εντέλει τα πάντα: στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, δηλαδή στην αγορά. Δεδομένου δε ότι αυτά τα ηχηρά ονόματα είναι πολύ πιο ακριβά από τα υπόλοιπα (η αγορά των δικαιωμάτων τους, οι προκαταβολές, η διαφήμιση που απαιτείται κ.ο.κ.), το κόστος της έκδοσής τους είναι επίσης πολύ ακριβότερο από όσο θα ήταν «κανονικά».

Και όλο αυτό που περιγράφουμε δεν συμβαίνει για ένα ή δύο νέα βιβλία, ή για έναν ή δύο ή δέκα μήνες. Είναι μία πάγια κατάσταση. Βαδίζεις πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, διαρκώς.

Η δεύτερη φίλη με την οποία μίλησα συνεργάζεται με ένα γνωστό έντυπο δίνοντας τουλάχιστον ένα κείμενο την εβδομάδα. Καιρό τώρα. Πολύ καιρό. Και όταν λέμε κείμενο, δεν εννοούμε 350 λέξεις. Τη ρώτησα μέσες-άκρες αν είναι ικανοποιημένη με την αμοιβή της, και μου είπε πως δεν αμείβεται καθόλου. Καθόλου, ποτέ. Μάλιστα, καθώς υπάρχει —υποτίθεται— υπερπληθώρα προσφοράς δωρεάν εργασίας τέτοιου τύπου (σε όλο τον Τύπο), δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό για να πετύχει κάτι καλό, για να το διαπραγματευτεί. Της είπαν άπαξ πως, απλώς, δεν είναι σε θέση να της δίνουν ούτε καν ένα «συμβολικό» ποσό ανά κείμενο. Το εν λόγω έντυπο αντιμετωπίζει επίσης μεγάλο κίνδυνο, καθώς οι διαφημίσεις που κρατούσαν αυτό και τόσα άλλα στη ζωή έχουν κοπεί εδώ και χρόνια — και όσες υπάρχουν είναι φτηνές, σχεδόν τσάμπα. Και δεν μιλάμε για κρατικές διαφημίσεις, μιλάμε για πραγματικά προϊόντα και πραγματικές υπηρεσίες. Όλες αυτές έχουν κοπεί μαχαίρι.

«Όμως έχεις ανάγκη από αυτά τα λεφτά» —τα λεφτά που δεν παίρνεις— «έτσι δεν είναι;» Αφελής ερώτηση, αλλά έπρεπε να τη θέσω. Δεν ξέρω καλά τη γυναίκα. «Φυσικά!» μου είπε, «πώς αλλιώς; Με δύο χαμηλούς μισθούς του δημοσίου δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα δύο άνθρωποι με ένα παιδί και με όλους τους λογαριασμούς να τρέχουν. Είναι απλώς αδύνατον. Μόνο αν δουλεύουμε όλη μέρα, κάθε μέρα, και μόνο αν κάνουμε ό,τι δουλειά μάς παρουσιάζεται χωρίς να ρωτάμε πολλά-πολλά. Ακόμη και δωρεάν, αν έτσι θα φαίνεται τουλάχιστον το όνομά μας. Είναι κάπως σαν επένδυση. Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Δεν ξέρεις τι μπορεί ν' αλλάξει».

Αυτά για σήμερα. Να προσθέσω μόνο πως, εννοείται, παρουσιάζω τα πράγματα όσο πιο ήπια και μετριοπαθώς μπορώ. Είναι πολύ χειρότερα. Η αγορά στενάζει, και οι άνθρωποί της, και όλοι οι εργαζόμενοι, τόσο αυτού του πολύπαθου κλάδου όσο και όλων των άλλων, άλλο δεν κάνουν —ούτε μπορούν να κάνουν— από το να προσεύχονται κάτι ν' αλλάξει. Γρήγορα. Άμεσα. Και δραστικά.

Και όχι μόνο επειδή τρέχουν οι λογαριασμοί. Αλλά επειδή έχουμε και μια ζωή να ζήσουμε. Ζωή είναι αυτό που ξεκινά αφού τελειώσεις με τους λογαριασμούς σου.