Δημήτρης Σωτάκης: Μία συζήτηση

Δημήτρης Σωτάκης: Μία συζήτηση

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του μυθιστορήματός του «Ο μεγάλος υπηρέτης» (Εκδόσεις Κέδρος), σήμερα έχουμε τη χαρά να συνομιλούμε με τον συγγραφέα Δημήτρη Σωτάκη. Τον ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο του. Όπως και εσάς, προκαταβολικά, για την κοινοποίηση αυτής της συνέντευξης.
 
* * *

— Αγαπητέ κύριε Σωτάκη, συγχαρητήρια καταρχάς για το νέο σας βιβλίο, τον «Μεγάλο υπηρέτη». Πρέπει να πω πως το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί εκτός των άλλων είναι και ιδιαίτερα πρωτότυπο — μια αναπάντεχη, «σουρεαλιστική» ιστορία. Γράφετε στο οπισθόφυλλο πως είναι ένα μυθιστόρημα «για την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η δύναμη της εξουσίας». Θέλετε να μας το αναπτύξετε αυτό;
 
Δ.Σ.: Ένας από τους κύριους άξονες του «Μεγάλου υπηρέτη» είναι πράγματι η εξουσία που ασκείται από άνθρωπο προς άνθρωπο. Θεωρώ ότι αυτή η τάση —η οποία, θα έλεγα, είναι πιο ισχυρή τα τελευταία χρόνια— απορρέει από την άσβεστη επιθυμία μας να ευτυχήσουμε, να διεκδικήσουμε όσα έχουμε φανταστεί ότι μας ανήκουν. Και, ακριβώς εξαιτίας αυτής της λαχτάρας μας για την επίτευξη του στόχου, συχνά πατάμε πάνω σε άλλους ανθρώπους και έχουμε την ψευδαίσθηση ότι τους εξουσιάζουμε. Όμως, αργά ή γρήγορα, θα ανακαλύψουμε ότι κι εμείς θα πέσουμε θύματα ενός άλλου εξουσιαστή: οι ρόλοι εναλλάσσονται, σε αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχουν θύματα και θύτες. 
 
— Πολύ ωραία. Πρέπει επίσης να πω πως κατορθώνετε να εισάγετε τον αναγνώστη στην πλοκή του βιβλίου, καθώς τον «αγχώνετε» με τις παράλογες επιλογές του πρωταγωνιστή σας. Κάθε στιγμή έπιανα τον εαυτό μου να λέει, «Μην το κάνεις αυτό!» Όμως είναι φανερό (και φυσικά δεν κάνω σπόιλερ εδώ) πως δεν μπορεί, ή «δεν πρέπει», να ξεφύγει από την καφκική-μπεκετική του Κόλαση. Αλλά γιατί να μην τα καταφέρει τελικά;
 
Δ.Σ.: Με αυτό το ερώτημά σας, προκύπτει ένα θέμα ηθικής φύσης σε σχέση με τη λογοτεχνική οντότητα του ήρωα. Θέλω να πω, αν αποφάσιζα να τον σώσω, να κάνει, όπως σημειώνετε, το σωστό, μπορεί να ήταν κάπως ανακουφιστικό σε σχέση με την πλοκή, με την ίδια του την τύχη, όμως εγώ τον έσπρωξα ακόμη βαθύτερα στον εφιάλτη του, όχι από σαδισμό, αλλά επειδή έτσι θα γινόταν σαφέστερο αυτό που ήταν από την αρχή ο σκοπός μου: να καταδείξω τον «αυτισμό» και τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου. 

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
 
— Η χώρα και η πόλη όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα δεν κατονομάζονται. Μπορεί να είναι κάθε χώρα και κάθε πόλη. Υπάρχουν επίσης και κάποιοι μικροί αναχρονισμοί, μια αίσθηση περασμένης —αλλά όχι πολύ περασμένης— δεκαετίας: η «παραδοσιακού» τύπου τηλεόραση σαν βασικό μέσο ψυχαγωγίας, επί παραδείγματι, τα σταθερά τηλέφωνα κ.ο.κ., κάπως σαν να «ανακατεύετε» τις εποχές. Σας κουράζουν οι πολύ «μοντέρνοι καιροί» μας;
 
Δ.Σ.: Ζω σε αυτούς τους μοντέρνους καιρούς, συνειδητά, λοιπόν, δεν τους χρειάζομαι και πολύ όταν γράφω. Η λογοτεχνία είναι πάντα για μένα μια απόδραση από την ίδια μου τη ζωή, συνεπώς οτιδήποτε μου θυμίζει την ορατή πραγματικότητα μου είναι ανεπιθύμητο. Μου αρέσει να δημιουργώ προδιαγραφές ασαφείς, να μην υπάρχουν τοπωνύμια, πραγματικά ονόματα, αναγνωρίσιμες εικόνες. Με αυτόν τον τρόπο, και με τις, κατά κάποιο τρόπο, εξωφρενικές συνθήκες που δημιουργούνται στην ιστορία, πετυχαίνω πιο ξεκάθαρα την αρχική μου πρόθεση, να μιλήσω για αυτό που με απασχολεί απογυμνώνοντας το κείμενο από καθετί αληθινό. 
 
- Είστε μάλλον ο πιο πολυμεταφρασμένος σύγχρονος συγγραφέας μας. Πείτε μας το μυστικό! Δεν έχει να κάνει βέβαια με το γεγονός ότι οι ήρωές σας δεν έχουν συνήθως ελληνικά ονόματα. Αλλά, αν δεν θέλετε να μας το πείτε, μιλήστε μας για το πώς νιώθετε πηγαίνοντας σε χώρες όπου κυκλοφορούν τα βιβλία σας και μιλάτε με ξένους αναγνώστες. Αισθάνεστε και κάπως σαν πρεσβευτής της Ελλάδας;
 
Δ.Σ.: Θα έλεγα ότι τα θέματα μου δεν εστιάζουν στην Ελλάδα, δεν είναι κατ' ανάγκη ελληνικά θέματα. Αυτό είναι μία σημαντική λεπτομέρεια. Γράφω βιβλία που θέτουν ερωτήματα για τον τρόπο που ζει κανείς σε αυτόν τον πλανήτη, οι ζωές μας άλλωστε είναι όμοιες, η εθνικότητα είναι για μένα μία μόνο παράμετρος, δεν με απασχόλησε ποτέ. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν αισθάνομαι πρεσβευτής της Ελλάδας, με το ζόρι αισθάνομαι πρεσβευτής του εαυτού μου. 
 
- Πείτε μας κάτι άλλο. Έχετε μία πολύ καλή σχέση με την Κίνα. Μιλάτε και διαβάζετε τη γλώσσα και τη διδάσκετε σε Έλληνες. Επίσης, ταξιδεύετε και στην Κίνα, που δείχνετε να την αγαπάτε πολύ. Να θεωρήσουμε λογικό ότι αυτό αφορά τη χώρα και την ιστορία της και όχι το καθεστώς εκεί, σωστά; Πώς βλέπετε να εξελίσσονται τα πράγματα στο Χονγκ-Κονγκ;
 
Δ.Σ.: Αγαπώ την Κίνα, ναι. Το στοιχείο που με έλκυσε σε αυτήν, ωστόσο, ήταν η γλώσσα, αυτή η μοναδική και απερίγραπτη σε πλούτο γλώσσα. Το πολιτικό ζήτημα στην Κίνα είναι ανεξάντλητο, θα μπορούσαμε να συζητάμε επί ώρες. Υπάρχουν ακόμη πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν προς πολλές κατευθύνσεις, όμως αν ρίξετε μια ματιά στο πώς ήταν η χώρα πριν τριάντα χρόνια και πώς είναι τώρα, θα δείτε πως οι διαφορές είναι χαοτικές. Όμως σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω κάτι άλλο. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την Κίνα με τα δυτικά μέτρα και σταθμά, μην ξεχνάτε ότι η Κίνα δεν γνώρισε ποτέ τη δημοκρατία, το διανοητικό τους σύμπαν διαφέρει από το δικό μας, κατά συνέπεια είναι συχνά άδικο να κρίνουμε την Κίνα με τη δυτική λογική. Ευελπιστώ ότι η κατάσταση θα ηρεμήσει γρήγορα στο Χονγκ-Κονγκ. 

- Η Κίνα είναι ήδη ένας από τους δύο-τρεις πολύ μεγάλους παγκόσμιους παίκτες. Μάλιστα, μικρές χώρες, ακόμη και της Ευρώπης (ή: ειδικά της Ευρώπης), δείχνουν σημάδια «υποταγής» στην αδιαμφισβήτητη οικονομική δύναμή της, παραβλέποντας το άσχημο πρόσωπό της. Τι κίνδυνοι πιστεύετε ότι μπορεί να κρύβονται σ' αυτή τη στάση των μικρομεσαίων χωρών; Η Ελλάδα μάλιστα είναι μία από αυτές τις χώρες.
 
Δ.Σ.: Μα, δεν με εκπλήσσει καθόλου αυτό. Πάντα οι οικονομικές προϋποθέσεις, οι συνθήκες που διαμορφώνονταν στη διεθνή αγορά, καθόριζαν και τη στάση των χωρών απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Πόσες χώρες δεν δείχνουν σημάδια υποταγής στις ΗΠΑ —εδώ και δεκαετίες δηλαδή—, ενώ την ίδια στιγμή η Αμερική έχει διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όχι μία και δύο φορές, ξεκινώντας πολέμους και εισβάλλοντας σε ξένα κράτη; Είναι άσχημο, αλλά είναι πραγματικό. 
 
- Μάλιστα… Με τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα ασχολείστε; Είστε από αυτούς που τσακώνονται δημόσια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Πώς βλέπετε τα πράγματα; Έχει τελειώσει η Κρίση, που έκλεισε ήδη μία δεκαετία; Ή έχουμε δρόμο ακόμη μπροστά μας;
 
Δ.Σ.: Δεν τσακώνομαι. Και αυτό είναι μία συνειδητή θέση, δεν έχω διάθεση να μπω σε μια τελείως μάταιη διαδικασία διαδικτυακών καβγάδων. Γενικά, μπορεί να αστειευτώ με τα πολιτικά αραιά και πού, αλλά μέχρι εκεί, δεν θέλω να είμαι μέρος αυτής της παράστασης. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου οι πολιτικοί δεν έχουν κανένα χάρισμα και οι περισσότεροι είναι χαμηλής νοημοσύνης, προτιμώ να απέχω. Σχετικά με την κρίση, θέλω να πιστεύω ότι είμαστε σε καλό δρόμο, σίγουρα εκείνη η ένταση έχει περάσει, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα. Είμαι αισιόδοξος.
 
- Τι σχέση έχετε γενικότερα με τα social media; Και, επίσης, ποια είναι τα προσωπικά σας ενδιαφέροντα: πώς σας αρέσει να περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας;
 
Δ.Σ.: Δυστυχώς δεν έχω ελεύθερο χρόνο. Ελάχιστο δηλαδή και βέβαια φταίω εγώ γι' αυτό. Μου αρέσει να βγαίνω για φαγητό με φίλους? επίσης, αν και δεν είμαι καθόλου αθλητικός, μου αρέσει πολύ να περπατάω, μπορώ να περπατάω ώρες χωρίς να κουράζομαι. Ακόμα, παρακολουθώ φανατικά το αγγλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. 
 
- Πολύ ωραία. Τελειώνοντας, θέλετε να μας κάνετε μερικές αναγνωστικές προτάσεις τώρα για τις Γιορτές; Αν θέλετε, ας μείνουμε στα ξένα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, ή έστω μέσα στη χρονιά, αφήνοντας απέξω τους Έλληνες συναδέλφους σας για να μην υπάρξουν… παρεξηγήσεις.

Δ.Σ.: Πρόσφατο μυθιστόρημα δεν έχω να προτείνω, διάβασα όμως τελευταία δύο ενδιαφέροντα βιβλία, τη «Μελαγχολία της αντίστασης» του Λάσλο Κρασναχορκάι και «Το ημερολόγιο μιας μεγαλοφυΐας» του Σαλβαδόρ Νταλί.

- Καλώς, ας μείνουμε σ' αυτά. Αγαπητέ κύριε Σωτάκη, σας ευχαριστώ θερμά. Καλοτάξιδος ο «Μεγάλος υπηρέτης» σας!

Δ.Σ.: Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία.