Δεν ξεμπερδέψαμε ακόμα με τον φασισμό

Η χθεσινή ημέρα ήταν μέρα ικανοποίησης. Πρωτίστως γιατί η δικαιοσύνη αναγνώρισε ότι οι κατηγορίες που αφορούσαν τα μέλη και την οργάνωση της Χρυσής Αυγής ήταν αληθείς. Ένας σπουδαίος αμερικανός δικαστής είχε πει ότι η καθυστερημένη δικαιοσύνη είναι απαρνηθείσα δικαιοσύνη. Μετά από αρκετά χρόνια λοιπόν, η δικαιοσύνη δεν απαρνήθηκε τη Δικαιοσύνη που τόσο επίμονα αναζητούσαν τα θύματα, οι οικογένειές τους, και ολόκληρη η κοινωνία.

Όμως η Χρυσή Αυγή δεν ήταν μόνο τριάντα ή σαράντα άτομα που εμπλέχθηκαν σε εγκληματικές πράξεις και πλέον περιμένουν να μάθουν τη δίκαιη τιμωρία τους. Η Χρυσή Αυγή, ο φασισμός και ο ναζισμός που αυτή εκπροσώπησε τα τελευταία δέκα χρόνια, στηρίχθηκε από εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, νέους και γέρους, φτωχούς και πλούσιους, εργαζόμενους και άνεργους. Με αυτούς τι κάνουμε;

Ο εμβληματικός Καρλ Πόππερ είχε πει πως “ο πόλεμος των ιδεών είναι ελληνική εφεύρεση. Η δυνατότητα μάλιστα να πολεμάμε με λέξεις αντί για σπαθιά είναι η βάση του πολιτισμού μας, και ιδιαίτερα όλων των νομικών και κοινοβουλευτικών θεσμών”. Αν ακολουθήσουμε τη διδαχή του Πόππερ, είναι σαφές ότι αφενός δεν ξεμπερδέψαμε ακόμα με τον φασισμό, και αφετέρου ότι η μάχη εναντίον του πρέπει να γίνει με ιδέες, επιχειρήματα, και διάλογο και όχι με όπλα, σπαθιά και βία.

Η Χρυσή Αυγή μετατράπηκε από μία παρέα ακραίων ναζιστών σε οργανωμένο κόμμα με εκπροσώπηση στο ελληνικό και ευρωπαϊκό κοινοβούλιο εν μέσω μίας ιδιαίτερα πολωμένης περιόδου για τη χώρα μας. Η μεταμόρφωση αυτή έγινε επειδή η Χρυσή Αυγή, με τα λόγια και τις πράξεις της, εκμεταλλεύτηκε από τη μία πλευρά τις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος και από την άλλη αφουγκράστηκε τις ανάγκες πολλών ψηφοφόρων.

Το πολιτικό σύστημα που κυριάρχησε μεταπολιτευτικά έκανε αρκετά σωστά και αρκετά λάθος πράγματα. Η Χρυσή Αυγή πάτησε στην αναστάτωση και τον θυμό που έφερε στην Ελλάδα η χρεοκοπία. Αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν πρέπει να το ξεχάσουμε και αν πραγματικά θέλουμε να μην επαναληφθεί η ιστορία που ζήσαμε, πρέπει το πολιτικό μας σύστημα να μάθει να ζει με τους πόρους που έχει στη διάθεσή του. Οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις πρέπει να ενώσουν τις φωνές τους και να πουν δυνατά ένα “Ποτέ Ξανά” στη χρεοκοπία. Ταυτόχρονα, θα πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που ψηφοθηρούν υποσχόμενες παροχές και επιδοτήσεις χωρίς ταυτόχρονα να αποκαλύπτουν την πηγή των χρημάτων που θα απαιτηθούν φλερτάρουν συνειδητά με την επάνοδο των Ναζί στο προσκήνιο. Μπορεί λοιπόν να ακούγεται παράδοξο, αλλά η δημοσιονομική πειθαρχία, υπεθυνότητα και αξιοπιστία, είναι ένα πολύ σημαντικό εφόδιο στον αγώνα κατά του φασισμού και του ναζισμού.

Ένα δεύτερο, πολύ σημαντικό, λάθος του πολιτικού μας συστήματος που έδωσε αέρα στα πανιά της συμμορίας των ναζιστών ήταν η παταγώδης αποτυχία παροχής αισθήματος ασφάλειας σε ορισμένες μη-προνομιούχες γειτονιές της Αθήνας και της περιφέρειας. Δεν πρέπει να προκαλεί σε κανέναν μας έκπληξη ότι κάποια σκοτεινή πολιτική δύναμη θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί την αποτυχία της πολιτείας σε αυτόν τον τομέα - που αποτελεί και έναν από τους βασικούς λόγους που η ανθρωπότητα δημιούργησε οργανωμένες κοινωνίες και κράτη. Όταν το κράτος δεν πληροί τις βασικότερες των υποχρεώσεών του προς τους πολίτες, είναι λογικό (αλλά όχι δικαιολογίσιμο) ότι οι πολίτες θα αναζητήσουν υποκατάστατα προκειμένου να προστατέψουν τις ζωές και τις περιουσίες τους. Η Χρυσή Αυγή αντιλήφθηκε αυτό το κενό και το κάλυψε αποκομίζοντας τεράστια πολιτικά οφέλη.

Όμως, σε καμία περίπτωση δεν θα αρκούσε η χρεοκοπία από μόνη της ώστε ένα κόμμα που συγκέντρωνε λιγότερο από μισή ποσοστιαία μονάδα να εκτιναχθεί στο 7% μέσα σε μία τριετία. Η ελληνική κοινωνία ήταν έτοιμη να την υποδεχτεί, όσο και να μας πονάει και να μας ενοχλεί αυτό. Που βρήκε, λοιπόν, πάτημα η Χρυσή Αυγή; Κυρίως σε δύο συστατικά τα οποία παραμένουν ενεργά στην κοινωνία μας, αν και σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία: Τον κολλεκτιβισμό και τον οικονομικό αναλφαβητισμό.

Η λαϊκιστική ρητορική του μορφώματος των ναζιστών βρήκε ευήκοα ώτα στην κοινωνία μας όταν απήγγειλε εθνικιστικούς λόγους, όταν παρουσίαζε τους κάθε λογής ξένους ως εχθρούς, όταν παρουσίαζε τον εαυτό του ως μια πολιτική δύναμη που θα “καθαρίσει” την κοινωνία μας από εγχώριους και εξωτερικούς εχθρούς. Παρουσίασε μία κοσμοθεωρία που ήταν ιδιαίτερα ελκυστική σε μία αρκετά περίπλοκη περίοδο με σαφείς, κάθετες γραμμές που διαχώριζαν τους εχθρούς του έθνους από τους υπερασπιστές του. Πολλοί Έλληνες πολίτες, στη μεγάλη τους πλειονότητα απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν είχαν την κριτική σκέψη, τη διορατικότητα, ή έστω και την κοινή συλλογιστική ικανότητα να αντιληφθούν ότι η λύση στο πρόβλημα δεν μπορεί να προέλθει από πολιτικό σχήμα που φλερτάρει με σβάστικες. Θα ήμασταν υποκριτές αν δεν αναγνωρίζαμε τη συμμετοχή του εκπαιδευτικού μας συστήματος στο πρόβλημα.

Στη συνέχεια, η Χρυσή Αυγή πλαισίωσε τον εθνικιστικό, μισαλλόδοξο και ρατσιστικό της λόγο με μία σειρά από δημοφιλή τσιτάτα που ποντάρουν στον οικονομικό αναλφαβητισμό που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος όχι μόνο της δικής μας κοινωνίας, αλλά και των περισσότερων ανεπτυγμένων χωρών. Οι ξένοι “κλέβουν” τις δουλειές των Ελλήνων, τα λεφτά τα έφαγαν οι ελίτ, η εθνική παραγωγή πρέπει να υπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Απλοϊκές δηλαδή εξηγήσεις που κρύβουν κάτω από το χαλί την ανάγκη για περισσότερη ατομική και οικονομική ελευθερία - την προϋπόθεση της ευημερίας των ατόμων και των κοινωνιών - και την αποτυχία του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας.

Χθες η φιλελεύθερη δημοκρατία κέρδισε μία μεγάλη μάχη. Η Χρυσή Αυγή βρέθηκε ένοχη έναντι των κατηγοριών από ένα ανεξάρτητο δικαστήριο που εφάρμοσε το Σύνταγμα και όχι από το λαϊκό δικαστήριο που ορισμένοι ενδεχομένως θα ήθελαν να στήσουν απ’ έξω. Όμως η απειλή του ναζισμού και του φασισμού δεν εξαφανίστηκε. Οι ιδέες που του επέτρεψαν να ανθίσει είναι ακόμα εδώ, ανάμεσά μας, και αν πραγματικά θέλουμε να κερδίσουμε τη μάχη, πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτές.